Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, 2008



ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ, ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ, ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
(Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ)
ΚΕΡΚΥΡΑ, 26/3/2008
ΕΛΜΕ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
1η Ενότητα: Η Προβληματική Συνύπαρξη
      Όλες οι συζητήσεις σήμερα αποκαλύπτουν την προβληματική συνύπαρξη δύο πνευματικών συνθηκών: της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας. Επειδή οι δύο αυτές συνθήκες είναι άκρως ασύμβατες και ανταγωνιστικές έως και εχθρικές μεταξύ τους (όσο και αν κάποιοι διατείνονται ότι η μια αποτελεί απλή χρονική προέκταση της άλλης), η ένταση που προκύπτει από την συνύπαρξή τους διαποτίζει όλες τις συζητήσεις, και βεβαίως και την συζήτηση περί της εκπαίδευσης και του περιεχομένου της....
Αν το κατανοούμε αυτό, θα μπορούμε να εξηγήσουμε πολλά, χωρίς την ανάγκη υστερικού φανατισμού υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Εμείς οι ίδιοι, εξ άλλου, είμαστε συγχρόνως νεωτερικοί και μετανεωτερικοί. Το πνεύμα της εποχής (Zeitgeist) είναι αυτή την φορά διττό.
      Η πρόσφατη συζήτηση στην χώρα μας γύρω από ένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας έγινε με όρους εξαιρετικά οξείς και άγονης αντιπαράθεσης. Το θέμα των σχολικών βιβλίων Ιστορίας είναι ένα θέμα που (όπως θα δείξουμε) σε όλες τις χώρες του κόσμου συζητείται εγείροντας πάθη. Γιατί άραγε; Η άποψή μου είναι ότι δύο εντελώς διαφορετικά και ασύμβατα μεταξύ τους πνεύματα συναντώνται και παράγουν αυτή την ένταση. Δεν πρόκειται για ένα παλιό και παρωχημένο πνεύμα κι ένα καινούριο. Είναι και τα δύο πνεύματα καινούρια (το ένα βέβαια πιο καινούριο από το άλλο) και πανταχού παρόντα. Όπου βρίσκεται το ένα βρίσκεται και το άλλο. Για να το πούμε και διαφορετικά: είναι ταυτόχρονα παρόντα μέσα μας. Σκεφτόμαστε, ο καθένας από εμάς, με δύο τρόπους, με δύο πνεύματα και, κατά τούτο, είμαστε σε μια διαρκή εσωτερική ένταση. 
      Στην περίπτωση της χώρας μας, οι συγγραφείς του σχολικού βιβλίου της Ιστορίας, στην μετανεωτερική προσπάθειά τους να λάβουν υπ’ όψιν τους τον Άλλο, αποφόρτισαν τα αρνητικά στερεότυπα για τον γείτονα και αποδραματοποίησαν την ιστορική αφήγηση, λειαίνοντας τις διαφορές. Το γεγονός αυτό προξένησε αντιδράσεις που οδήγησαν τελικά στην μη επανεκλογή μιας υπουργού και στην απόσυρση του εν λόγω βιβλίου - λίγο έλειψε δε να ρίξουν και την κυβέρνηση όλη.
      Αν και θα επανέλθουμε στο τέλος, ας πούμε προκαταρκτικά ότι τα δύο πνεύματα συνοψίζονται στο υποκείμενο που αναλαμβάνει να μιλήσει: από την μια έχουμε την ταυτότητα του Εγώ και του Εμείς ως ταυτότητα από την οποία πηγάζει η μεγάλη ηρωική αφήγηση της ιστορίας, από την άλλη έχουμε την ετερότητα του Άλλου, του διαφορετικού, μειοψηφικού και μέχρι τώρα σιωπηλού ως ετερότητα από την οποία πηγάζει η αμφισβήτηση του ενός και μοναδικού δράματος.
2η Ενότητα: Το Τέλος της Ιστορίας
      Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, 1989, η (βεστφαλιανή) εθνικοκρατική βεβαιότητα στις διεθνείς σχέσεις καθώς και άλλες βεβαιότητες σε ποικίλους τομείς αμφισβητήθηκαν ή κατέρρευσαν συλλήβδην. Η τεράστια φιλολογία περί παγκοσμιοποίησης κατέτεινε ενίοτε στο ξεθεμελίωμα της εθνικής προτεραιότητας και των συνδεδεμένων με αυτήν ιστορικών δικαιωμάτων κυριαρχίας, προς χάριν ενός νεφελώματος νέων πολιτικών όρων και δικαιωμάτων που τίθενται προς σκληρή διαπραγμάτευση στο μεγάλο τραπέζι του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Την ίδια στιγμή, όμως, και με ποικίλους υπόγειους τρόπους, αναδείχθηκε από την άλλη μια ορισμένη εξόχως επιθετική επιστροφή του εθνικού, είτε σε νέες χώρες (π.χ. πρώην ΕΣΣΔ και Βαλκάνια) είτε σε κραταιές παλιές (Αμερική).
      Το 1989 σήμανε το ‘τέλος της ιστορίας’, όπως έγραψε ο αμερικανός καθηγητής Φράνσις Φουκουγιάμα σε ένα άρθρο του στο περιοδικό National Interest. Το άρθρο, αν και αφελές στην σύλληψή του, έκανε πάταγο. Φαίνεται ότι εξέφραζε μια βαθύτερη αίσθηση του κόσμου περί ενός επισυμβάντος τέλους. (Το 1992, εκδόθηκε το ομώνυμο βιβλίο του Φουκουγιάμα, που κι αυτό έγινε μπεστ σέλερ.) Αμέσως μετά από την πομπώδη διακήρυξη, αποδείχθηκε, σαν από ειρωνεία της ίδιας της ιστορίας – η οποία πάντα αρέσκεται να κοροϊδεύει τους ανθρώπους –, ότι τα ιστορικά γεγονότα πύκνωσαν. Διεθνείς συρράξεις (π.χ. πολεμικές επιχειρήσεις στο Ιράκ) σκίασαν τον διεθνή ορίζοντα. Από την άλλη εκδηλώθηκε σε όλες τις χώρες ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία και ιδιαίτερα για την σχολική Ιστορία και για το πώς αυτή γράφεται. Η ιστορία θα συνεχιζόταν με ακόμη πιο φρενήρεις ρυθμούς, με περισσότερο αναστοχασμό, και αδιαφορώντας για τις εσχατολογικές αφαιρέσεις των εγελιανών φιλοσόφων που πάντα ονειρεύονται ένα τέλος.
      Το ‘τέλος της ιστορίας’, υπό την κοσμική φιλοσοφική έννοια, πρωτοεξαγγέλθηκε από τον Χέγκελ, όταν ο μέγας γερμανός φιλόσοφος άκουγε, το 1806, στην Ιένα, τα νικηφόρα κανόνια του Ναπολέοντα να ηχούν, κατατροπώνοντας τον πρωσικό στρατό. Μαζί με τον Γαλλικό στρατό ήταν οι νέες ιδέες, οι ιδέες του Διαφωτισμού και του Ορθού Λόγου, αυτές που θα όριζαν την νέα ‘μετα-ιστορική’ εποχή, κατά τον Χέγκελ. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τον ώριμο Χέγκελ, αν δεν καταλάβει την μόνιμη επωδό του περί του ‘τέλους της ιστορίας’. Ο φιλόσοφος διαρκώς επανέρχεται στο θέμα, με διαφορετικές επεξεργασίες. Όλη η νεωτερική φιλοσοφία, μηδέ της μαρξιστικής εξαιρουμένης, δεν απαλλάσσεται αυτής της κοσμικής εσχατολογικής υποψίας. Στην περίπτωση του Χέγκελ, είναι τελικώς το ορθολογικό πρωσικό Κράτος αυτό που θα συνοψίσει και θα εφαρμόσει τον Ορθό Λόγο και το ‘τέλος της ιστορίας’, στην περίπτωση του Μαρξ, ο κομμουνισμός. Ο Φουκουγιάμα είναι ένας νεωτερικός, εγελιανός φιλόσοφος και κατά τούτο εσχατολόγος.
      Ο Φουκουγιάμα, γράφοντας για το τέλος της ιστορίας, αποδείχθηκε ο τελευταίος της νεωτερικότητας. Συνάμα είναι και ο πρώτος της μετανεωτερικότητας αφού γράφει μετά το ‘τέλος της ιστορίας’, επιλύοντας μικροπροβλήματα τεχνικής και οικονομικής φύσεως. (Επειδή βεβαίως πρόκειται για μέτριο στοχαστή, η μετανεωτερικότητά του κρίνεται ως ατελής.)
      Βασικός όρος της νεωτερικότητας είναι η εσχατολογία. Οι Νέοι Χρόνοι είναι εξ ίσου εσχατολογικοί προς τους Μεσαιωνικούς Χρόνους, μόνον που αν ο Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από την θρησκευτική υπερβατική εσχατολογία, οι Νέοι Χρόνοι χαρακτηρίζονται από την κοσμική φιλοσοφική εσχατολογία. Βασικός όρος της μετανεωτερικότητας είναι το αίσθημα ότι ζούμε και γράφουμε μετά και όχι πριν από το τέλος της ιστορίας. Αν η νεωτερικότητα γράφει πριν το τέλος, η μετανεωτερικότητα γράφει μετά το τέλος, όταν «όλα πια έχουν ειπωθεί».
3η Ενότητα: Πόλεμοι της ‘Ιστορίας’ – Ελλάς
      Εκτός από την Ιστορία των Πολέμων, έχουμε τα τελευταία χρόνια, σε όλες τις χώρες του κόσμου, το φαινόμενο των Πολέμων της ‘Ιστορίας’. Δηλαδή, το φαινόμενο της οξύτατης ιδεολογικής διαμάχης γύρω από το πώς πρέπει να γράφεται η σχολική Ιστορία. Τι πρέπει να λέμε στα παιδιά και τι να αποσιωπούμε;
      Οι διάλογοι στην χώρα μας συνηθίζεται να γίνονται σε τηλεοπτικό τόπο και χρόνο, ανάμεσα πάντα στους ίδιους αστέρες, Παπαθεμελή, Ζουράρι, Άδωνι, Μπίστη, Κουναλάκη, Κανέλλη. Ό,τι και αν συμβαίνει στην χώρα μας, οι ίδιοι τηλεοπτικοί αστέρες ερωτώνται, οι δε απαντήσεις δίνονται με την ίδια επιδερμικότητα και τον ίδιο εντυπωσιασμό. Κι όμως, το ζήτημα θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για ένα σοβαρότερο διάλογο γύρω από πολλά ουσιαστικά ζητήματα, κυριότερο των οποίων είναι αυτή η εκρηκτική σχέση ανάμεσα στην νεωτερικότητα και την μετανεωτερικότητα. Αν η νεωτερικότητα επιμένει στο Εγώ και την ανάδειξη και υπεράσπιση της ταυτότητας μέσω του Εγώ, η μετανεωτερικότητα αναδεικνύει και υπερασπίζεται την ετερότητα, τον Άλλο, ακόμη και τον εθνικό εχθρό. Πώς, λοιπόν, να συμβιβασθούν δύο τόσο ασύμβατα μεταξύ τους πνεύματα;
      Επιχειρήθηκε στο εν λόγω σχολικό εγχειρίδιο να απαλυνθούν οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί έναντι των Τούρκων γειτόνων, ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν η ιδέα του Άλλου. Αποτέλεσμα, να αποδραματοποιηθεί επικίνδυνα η ιστορική αφήγηση και να ξεσηκωθεί ιερός σάλος. Πώς, όμως, να αποδραματοποιήσεις ένα κατ’ εξοχήν δραματικό γεγονός, όπως, π.χ., είναι αυτό του βίαιου ξεριζωμού του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας;    
      Η σχολική Ιστορία, πρέπει να πούμε εξ αρχής, διαφοροποιείται από την πανεπιστημιακή Ιστορία, κατά το ότι απευθύνεται μαζικά στην νεολαία για να μυήσει, χωρίς να διεκδικεί τους αυστηρούς όρους της επιστημονικής ανάλυσης. Η σχολική εθνική Ιστορία, από συστάσεως των μοντέρνων εθνών-κρατών, παίζει ένα ρόλο πρωτεύοντα και αδιαμφισβήτητο στην διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας. Είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, τρόπος αφομοίωσης στην κοινωνία του μοντέρνου έθνους-κράτους.
      Η εθνική ιστορία, στα σχολικά βιβλία πρέπει να φαίνεται υπερ-βέβαια και να ορίζει αυστηρά το Εγώ, το Εμείς και την σχέση εχθρού-φίλου. Ο Άλλος εδώ εμφανίζεται ως απειλή. Είναι η βασική ιδέα της συλλογικής ταυτότητας και της νομιμότητας. Ποιος είσαι και από πού αντλείς την νομιμότητα των διαφόρων πράξεων και αποφάσεων. Δεν μπορεί να νοηθεί οργανωμένη κοινωνία, και μάλιστα σε μοντέρνο κρατικό επίπεδο, αν δεν ορισθούν επακριβώς η συλλογική ταυτότητα και η πηγή της νομιμότητας.
      Στην Ελλάδα, ο Έλληνας, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, ορίζεται ως προς τον εχθρό-Τούρκο. Έναντι αυτού επαναστάτησε το 1821, εις βάρος αυτού επεκτάθηκε μέχρι το 1922, και αυτός είναι που τον ‘κατέστρεψε’ το 1922. (Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντιστρόφως ορίζεται και ο Τούρκος, που τιμά ως δική του εθνική εορτή την Καταστροφή του ’22.)
4η Ενότητα: Πόλεμοι της ‘Ιστορίας’ – Αμερική
      Η κυρία Λιν Τσέινι, δεύτερη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, σύζυγος του αντιπροέδρου, είναι ένα πρόσωπο κλειδί στην πολιτική συγγραφής σχολικών βιβλίων στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήδη από την δεκαετία του 1980. Ως επικεφαλής του Εθνικού Ιδρύματος Ανθρωπιστικών Σπουδών (1986-1993) ασχολήθηκε ενεργά με το πώς πρέπει να γράφεται η σχολική Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, ώστε να μη θίγονται οι αρνητικές πλευρές της αμερικανικής ιστορίας, ενώ από την άλλη να προβάλλονται οι θετικές. Με την ιδιότητά της αυτή, μετά από σχετική απόφαση του Κογκρέσου, το 1992, ανέθεσε την εποπτεία των Κατευθύνσεων Εθνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Το εγχειρίδιο που εξέδωσε το Πανεπιστήμιο δεν της άρεσε και έτσι, το 1994, έγραψε κι αυτή ένα άρθρο με τίτλο ‘Το Τέλος της Ιστορίας’, στην Wall Street Journal, όπου κατακεραύνωνε το περί τα εκπαιδευτικά φιλελεύθερο επιτελείο του προέδρου Κλίντον, που δεν σεβόταν τα ‘ιερά’ και τα ‘όσια’ της Αμερικής. Γύρω από την Τσέινι συσπειρώθηκαν τότε οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις της χώρας, που πίεσαν και οδήγησαν σε μια νέα έκδοση των Κατευθύνσεων. Και πάλι δεν έμεινε ευχαριστημένη η Τσέινι και έτσι έγραψε αυτή την φορά ένα βιβλίο, το Ας Πούμε την Αλήθεια, όπου υποστήριξε μια ακραία συντηρητική αντίληψη για την ιστορία και τη διδασκαλία της ιστορίας. Η Τσέινι δεν επιθυμεί την εκτενή αναφορά στα ζητήματα του Μεξικού, των Ινδιάνων, των Μαύρων, των ισπανόφωνων, της Κου-Κλουξ-Κλαν, του μακαρθισμού κ.ο.κ., θεωρώντας ότι με τέτοιες αναφορές δεν αναδεικνύεται η θετική φυσιογνωμία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Τσέινι, επίσης, θεωρεί ότι η πολλή κοινωνιολογική ανάλυση που έχει παρεισφρύσει τις τελευταίες δεκαετίες στα σχολικά βιβλία, αντί της προβολής θετικών ηρωικών σκηνών, έχει βλάψει την υπόθεση της εθνικής προπαγάνδας.
      Τον Σεπτέμβριο του 2002, έναν ακριβώς χρόνο μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, ο Τζορτζ Μπους ανακοίνωνε επισήμως τα νέα μέτρα του για την ενίσχυση της ‘ορθής διδασκαλίας’ της Ιστορίας στα σχολεία της χώρας. Ο Μπους εξειδίκευσε τα μέτρα ως εξής: Ένα πρώτο πρόγραμμα, «Εμείς ο Λαός», με σεμινάρια και ομιλίες για δασκάλους και μαθητές, με θέμα τους μεγάλους ήρωες της αμερικανικής ιστορίας. Ένα δεύτερο πρόγραμμα, «Τα Ντοκουμέντα μας», για την χρήση του Διαδικτύου, με σκοπό την μελέτη μέσα στις σχολικές τάξεις εκατό βασικών τεκμηρίων της αμερικανικής ιστορίας. Και, τέλος, ένα τρίτο πρόγραμμα για τη διοργάνωση ενός Φόρουμ για την Ιστορία και την Αγωγή του Πολίτη, στον Λευκό Οίκο, με θέμα την βελτίωση της διδασκαλίας της Ιστορίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Το Φόρουμ στον Λευκό Οίκο πραγματοποιήθηκε την Πρωτομαγιά του 2003. Ο Μπους απηύθυνε χαιρετισμό από μια γιγαντοοθόνη, ενώ για τη διδασκαλία της Ιστορίας μίλησε η Λιν Τσέινι.
      Εξαιρετικά χαρακτηριστικό είναι ότι την ίδια ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται τόσο για την εθνική τους ιστορία, ηγούνται της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της υπέρβασης ή κατάργησης του εθνικού για όλες τις άλλες χώρες του πλανήτη. Διατηρούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να επικαλούνται ζητήματα ‘ζωτικών εθνικών συμφερόντων’, μη αναγνωρίζοντας σε κανένα άλλο τέτοιο δικαίωμα. Επεμβαίνουν παντού εν ονόματι και της παγκοσμιοποίησης και των αυστηρά δικών τους ζωτικών εθνικών συμφερόντων. Βεβαίως, δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για συνεπή ανάδειξη του πιο επιθετικού εθνικού την εποχή της παγκοσμιοποίησης.
5η Ενότητα: Πόλεμοι της ‘Ιστορίας’ – Ευρώπη
      Στην Ευρώπη, το κοινό γαλλογερμανικό βιβλίο Ιστορίας («Histoire/Geschichte»), που εκδόθηκε πρόσφατα, υπηρετεί την προσέγγιση των δύο άσπονδων γειτόνων. Διαφημίστηκε ως σταθμός στην προσέγγιση των δύο λαών. Αναφέρεται στην πρόσφατη ειρηνική συνύπαρξη των δύο χωρών, από το 1945 μέχρι σήμερα. Το ερώτημα παραμένει: θα μπορούσε να γραφτεί κοινή ιστορία που να αναφέρεται στους αιώνες γεμάτους μίσος και αίμα που προηγήθηκαν; Από τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648), οπότε με την μαεστρία του Γάλλου πρωθυπουργού, καρδιναλίου Ρισελιέ, τα πολυδιασπασμένα γερμανικά κρατίδια μάχονταν το ένα εναντίον του άλλου, αναβάλλοντας για 200 και πλέον χρόνια την ένωσή τους, και με την Γαλλία προσεταιριζόμενη τα κρατίδια εκείνα που κάθε φορά την εξυπηρετούσαν (ανεξαρτήτως καθολικής ή προτεσταντικής ομολογίας τους), μέχρι τους Ναπολεοντείους Πολέμους και ακολούθως τον πόλεμο του 1870-71, που σήμανε την ένωση των γερμανικών κρατών και κρατιδίων σε ένα μεγάλο Ράιχ, και μέχρι και τον τριακονταετή παγκόσμιο πόλεμο του 20ου αιώνα, ατέλειωτο γαλλογερμανικό αίμα έχει χυθεί. Πώς να γραφτεί κοινή ιστορία για όλα αυτά από τους απογόνους των νεκρών των δύο πλευρών; Σε κάθε πόλεμο, η Αλσατία και η Λωραίνη άλλαζαν χέρια. Σήμερα, ανήκουν στην Γαλλία και κανείς πια δεν σκέφτεται να της αλλάξει την υπηκοότητα. (Το δε Στρασβούργο, πόλη της περιοχής, αποτελεί πλέον κοινοβουλευτική πρωτεύουσα της Ευρώπης.)
      Ενδιαφέρον είναι ότι με την ευρωπαϊκοκεντρική στάση του το κοινό αυτό βιβλίο Ιστορίας προκάλεσε την οργή των Αμερικανών. Παρεμπιπτόντως, οι Γερμανοί έριξαν στους Γάλλους τις ‘αντιαμερικανικές’ αιχμές του εγχειριδίου.
      Στο μεταξύ, η διδασκαλία της Ιστορίας στη Γαλλία έχει γίνει αντικείμενο μιας πολύ πιο καυτής όσο και ενδιαφέρουσας συζήτησης με αφορμή την ψήφιση νόμων οι οποίοι, κατά τη γνώμη σημαντικών γάλλων διανοούμενων, έρχονται να περιορίσουν από διαφορετικές αφετηρίες την ελευθερία της έκφρασης. Ανάμεσά τους ο νόμος Γκεσό (1990) που καθιστά την άρνηση του εβραϊκού Ολοκαυτώματος ποινικό αδίκημα, ο νόμος Τομπιρά (2001) που αναφέρεται στη διδασκαλία της ιστορίας της δουλείας, ο νόμος για τη γενοκτονία των Αρμενίων (2001) και ένας πολύ πρόσφατος νόμος που υποδεικνύει την ανάδειξη μόνον των θετικών πλευρών της πάλαι ποτέ γαλλικής αποικιοκρατίας. Όλοι αυτοί οι νόμοι θέτουν καίρια ερωτήματα για τις πνευματικές αντοχές ενός συστήματος αξιών. Είναι δυνατόν να διώκονται άνθρωποι που θα επιχειρήσουν, με προφανή έστω κακοβουλία, να αναθεωρήσουν την ιστορία; Και, επίσης, είναι δυνατόν να ελεγχθεί η εφαρμογή τέτοιων νόμων; Και, επίσης, μήπως είναι πιθανότερο να δημιουργηθούν με αυτόν τον τρόπο αισθήματα αλληλεγγύης προς τους κακόβουλους αναθεωρητές της ιστορίας;
      Είναι χαρακτηριστική η καμπάνια αντισημιτών κάθε εθνικής προέλευσης υπέρ Γκαροντί, όταν ο Γάλλος συγγραφέας δικαζόταν με την κατηγορία της αμφισβήτησης και προσβολής του Ολοκαυτώματος. Πώς υπερασπίζεται κανείς τα ιερά και όσια μιας ιστορίας; Πρέπει, άραγε, δίπλα στην τίμια και κοπιώδη έρευνα των μελετητών, να βάλει ασφαλιστικούς νομικούς φραγμούς, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία η πληροφορία διακινείται με την ταχύτητα του ηλεκτρονίου, προς κάθε κατεύθυνση και χωρίς κανένα ουσιαστικά φραγμό; Το βιβλίο του Γκαροντί, που καταδικάσθηκε από τα γαλλικά δικαστήρια επειδή αμφισβήτησε το Ολοκαύτωμα, εκτίθεται σε όλες σχεδόν τις γλώσσες στο Διαδίκτυο (π.χ. www.radioislam.org).
      Ούτως ή άλλως, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα, και πάλι στο μεταίχμιο νεωτερικότητας – μετανεωτερικότητας, ανάμεσα στις στέρεες αξίες, που διασφαλίζονται στα δικαστήρια ,και στις αξίες, που δεν διασφαλίζονται πουθενά.
      Για να κλείσουμε την ενότητα αυτή περί της Ευρώπης, πρέπει να αναφερθούμε, έστω και σύντομα, στις εθνογενέσεις (ένιες των οποίων τερατογενέσεις) της ανατολικής Ευρώπης και στα εξ αυτής παραχθέντα νέα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Πρώτο μέλημα των Δυτικών ήταν να χρηματοδοτήσουν αφειδώς αυτή την εκδοτική πρωτοβουλία των νέων κρατών. Στην περίπτωση μάλιστα της Σλοβακίας, οι Δυτικοί ζήτησαν τα λεφτά τους πίσω, γιατί το παραχθέν σχολικό βιβλίο ήταν (εκτός από αντι-ουγγρικό) αντι-σημιτικό!
      Στην Ρωσία ετέθη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ένα μείζον θέμα. Πώς θα παρουσίαζε τα εβδομήντα χρόνια του κομμουνισμού, που ήταν κατ’ εξοχήν ρωσικά χρόνια; Μετά από πολλές παλινδρομήσεις, το καλοκαίρι του 2007 η ρωσική κυβέρνηση πέρασε νόμο για τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, ώστε να υπάρξει μια θετική πατριωτική προσέγγιση όσων συνέβησαν στην Ρωσία τον 20ο αιώνα. (Ιδιαίτερα απασχολεί η περίπτωση του Στάλιν.) Ως προς τα παλαιότερα ιστορικά γεγονότα (π.χ. την Ρωσία του Κιέβου), αξίζει να πούμε ενδεικτικά ότι αυτό που τα ρωσικά σχολικά βιβλία παρουσιάζουν ως ρωσικό, τα ουκρανικά παρουσιάζουν ως ουκρανικό, αφού τυχαίνει να διαδραματίζεται στην δική τους πρωτεύουσα, το Κίεβο. (Το γεγονός, πάντως, ότι ο Γκογκόλ είναι ταυτόχρονα και Ρώσος και Ουκρανός λέει περισσότερα από τα σχολικά βιβλία.)
      Για να κλείσουμε σύντομα αυτή την ενότητα, ας αναφέρουμε δύο ακόμη περιπτώσεις: Οι νέες Βαλτικές δημοκρατίες έχουν αναθεωρήσει στα σχολικά τους βιβλία το παρελθόν τους επί το ναζιστικότερον, κάποιες δε νέες Βαλκανικές δημοκρατίες έχουν κατασκευάσει εκ του μηδενός ιστορίες (Σκόπια).
6η Ενότητα: Πόλεμοι της ‘Ιστορίας’ – Ασία
      Πρόσφατα, οι Κινέζοι διαδήλωσαν μαζικά για να διαμαρτυρηθούν για την διαστρέβλωση της ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τα ιαπωνικά σχολικά βιβλία. Η Ιαπωνία ανταπέδωσε με την κατηγορία της κομμουνιστικής ομοιομορφίας των αντίστοιχων κινέζικων βιβλίων.
      Στην περιοχή αυτή της ανατολικής Ασίας, υπάρχει μια ανεπούλωτη πληγή που πυορροεί εδώ και δεκαετίες πολλές και που πολύ δύσκολα θα επιτρέψει οι χώρες της περιοχής να πραγματοποιήσουν ένα βήμα συναισθηματικής προσέγγισης προς αλλήλους στο άμεσο μέλλον – προκαλώντας έτσι και μείζονα γεωπολιτικής φύσεως προβλήματα στο διεθνές παίγνιο ισχύος των σύγχρονων Μεγάλων Δυνάμεων. Είναι γνωστό ότι ο ιμπεριαλισμός των Ιαπώνων στην ευρύτερη ανατολική Ασία υπήρξε, κατά το πρόσφατο παρελθόν, εξαιρετικά βάρβαρος και ανελέητος. Εκατομμύρια άνθρωποι, υπό φρικτές συνθήκες, μεταφέρθηκαν από χώρες υπό ιαπωνική κατοχή στα ιαπωνικά εργοστάσια και εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από τις κακουχίες.
      Η υπόθεση των ‘γυναικών αναψυχής’ (comfort women), κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μια υπόθεση θαμμένη επί δεκαετίες στην σιωπή της ντροπής. Έρχεται μόλις τελευταία στην επιφάνεια. Θαρρετές γριούλες, κινέζες, κορεάτισες, ινδονήσιες, μαλαισιανές, φιλιπινέζες, τιμορέζες, που υπέστησαν κατά εκατομμύρια τον εξευτελισμό της υποχρεωτικής εκπόρνευσης για την αναψυχή των Ιαπώνων στρατιωτών, αξίωσαν κάποια ύστατη δικαίωση, αρχίζοντας να μιλάνε γι αυτό που κάποτε νόμισαν δική τους ντροπή ενώ ήταν ντροπή άλλων.
      Στην Ιαπωνία ο πόλεμος για τα σχολικά βιβλία Ιστορίας υπήρξε ανέκαθεν σκληρός. Οι ιαπωνικές κυβερνήσεις αρνούνται συστηματικά και επίμονα να περιλάβουν στα σχολικά βιβλία τους την παραμικρή νύξη για τα εγκλήματα του ιαπωνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ύστερα από πολύχρονες μάχες των ‘γυναικών αναψυχής’, που επέζησαν, και των νομικών και πολιτικών υποστηρικτών τους, τα σχολικά βιβλία της χώρας περιέλαβαν το 1997 κάποιες πρώτες αναφορές στο αποσιωπημένο έγκλημα. Οι αντιδράσεις που ξεσηκώθηκαν, όμως, από εθνικιστικούς κύκλους, κυβερνητικούς και μη, υπήρξαν τόσο έντονες, ώστε τα επόμενα χρόνια τα νέα βιβλία ‘λησμόνησαν’ και πάλι το μαρτύριο.
      Πριν από λίγους μόλις μήνες, το Υπουργείο Παιδείας της Ιαπωνίας έδωσε εντολή στους συγγραφείς σχολικών βιβλίων να απαλείψουν κάθε αιχμή για τις ευθύνες του Ιαπωνικού στρατού την περίοδο 1931-1945. Ο ‘βιασμός του Νανκίνγκ’, πρωτεύουσας τότε της Κίνας (Δεκέμβριος 1937), μέσα σε λίγες βδομάδες εκατοντάδων χιλιάδων βιασμών και εκτελέσεων, επιχειρείται εδώ και χρόνια να αποκρυβεί από τα σχολικά βιβλία της Ιαπωνίας.
      Ένα ενοχλητικό ιστορικό γεγονός, που με εντολή του ιαπωνικού Υπουργείου Παιδείας αποκρύπτεται από τα σχολικά βιβλία της χώρας, αφορά τις δεκάδες χιλιάδες υποχρεωτικές αυτοκτονίες των Ιαπώνων κατοίκων της Οκινάουα, το 1945, για να μη παραδοθούν στους Αμερικανούς. Οι αυτοκτονίες έγιναν όλες με διαταγή του Ιαπωνικού στρατού. Ολόκληρες οικογένειες, ολόκληρα χωριά αναγκάσθηκαν από τον ιαπωνικό στρατό να αυτοκτονήσουν. Εκτός από τις μαζικές αυτοκτονίες, καταγγέλθηκαν καταναγκαστικές ανθρώπινες ασπίδες των κατοίκων του νησιού με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες νεκρών. Και δίπλα σ’ αυτούς τους τρομερούς αριθμούς απωλειών, άλλες δεκάδες χιλιάδες απωλειών λόγω πείνας και σκόπιμης εγκατάλειψης των κατοίκων. Οι κάτοικοι της Οκινάουα μιλούν μια ιαπωνική διάλεκτο που δύσκολα γίνεται κατανοητή από τους λοιπούς Ιάπωνες, με αποτέλεσμα να θεωρηθούν τότε ως ξένο σώμα και άρα ως σώμα προς πολεμική κατανάλωση. Η τοπική αυτοδιοίκηση της περιοχής επί χρόνια διεκδίκησε και διεκδικεί την επίσημη αναγνώριση των τρομερών γεγονότων του 1945 στο νησί. Το Σεπτέμβιο του 2007 οργάνωσε στο νησί την μεγαλύτερη διαδήλωση, με συμμετοχή 100.000 κατοίκων και με αίτημα να αποσυρθεί η υπουργική απαγόρευση για την αναφορά στα θλιβερά γεγονότα.
7η Ενότητα: Πόλεμοι της ‘Ιστορίας’ – Η Αυστραλιανή Σιωπή
      Ο όρος ‘Πόλεμοι της Ιστορίας’ πρωτο-χρησιμοποιήθηκε στην Αυστραλία για να εκφράσει την οξεία διαμάχη μεταξύ των ιστορικών γύρω από τι πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία ως εθνική ιστορία της Αυστραλίας. Ήταν άραγε ο ευρωπαϊκός εποικισμός της Αυστραλίας ένας αναίμακτος και πολιτισμένος εποικισμός; Υπήρξε ένας βίαιος εκτοπισμός των αυτοχθόνων – Αμπορίτζινες; Υπήρξε κάτι ενδιάμεσο; Δηλαδή, ένας καλοπροαίρετος εποικισμός, που όμως είχε κάποιες βλαβερές συνέπειες στους αυτόχθονες;
      Ο διάλογος γύρω από τα σχολικά βιβλία Ιστορίας στην μακρινή αυτή χώρα καλά κρατεί τα τελευταία χρόνια, με πλούσια εκδοτική δραστηριότητα. Προσέλαβε δε από την πρώτη στιγμή πολιτικό χαρακτήρα ως ένας κρίσιμος διάλογος μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Η Δεξιά υποστηρίζει ότι η ιστορία της Αυστραλίας δεν έχει καθόλου να κάνει με τους Αμπορίτζινες, και δεν χρειάζεται διόλου αυτοί να αναφέρονται στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, αλλά έχει να κάνει με ό,τι ως νομικός και τεχνικός πολιτισμός προηγήθηκε αυτού που υπάρχει σήμερα στην χώρα. Η Αριστερά φωτίζει την πλευρά των Αμπορίτζινες και των δοκιμασιών εκτοπισμού τους, δίνοντας φωνή σε αυτό που, από την δεκαετία του 1960, ονομάσθηκε ‘Η Μεγάλη Αυστραλιανή Σιωπή’. Η όλη συζήτηση έχει βεβαίως να κάνει και με απτά συμφέροντα επί της αυστραλιανής γης και της χρήσης της, αφού διεκδικούνται και αμφισβητούνται έτσι αποκλειστικά εδαφικά δικαιώματα και στα δικαστήρια της χώρας.
      Με αφορμή την ‘αυστραλιανή σιωπή’, βρίσκουμε την ευκαιρία να περάσουμε στην γενικότερη σιωπή όλων όσοι στην διαδρομή του ιστορικού χρόνου παραγκωνίσθηκαν από το προσκήνιο, ως αδύναμες σκιές. Ο Έντουαρντ Σαΐντ, στο κλασικό πλέον βιβλίο του Οριενταλισμός (1979), έγραψε γι αυτές τις αυτόχθονες παρουσίες-απουσίες, που έζησαν στη σκιά των αποικιακών κοινωνιών που δημιούργησε η Δύση στην Ανατολή. Μέσα από μια εξαντλητική κριτική της δυτικής λογοτεχνίας των αποικιακών χρόνων της Δύσης, ο στοχαστής της παλαιστινιακής Διασποράς έδειξε πώς η ιστορία γράφτηκε αγνοώντας την ύπαρξη του ανατολίτη Άλλου, της ανατολίτικης ετερότητας. Ο ντόπιος πληθυσμός φαίνεται να μην έχει οικογένεια, πόνο, χαρά, θλίψη και άλλα αισθήματα, παρά μόνον να περνάει φευγαλέα σαν αερικό στα δωμάτια των κυρίαρχων, σερβίροντας το τσάι των έξι. Πίσω από την πολιτική υπεροχή της Δύσης και την λογοτεχνική υποτίμηση της Ανατολής, κρύφτηκαν δια μιας ιστορίες αιώνων. Έτσι, κατορθώθηκε να γίνει ανεκτή και επιθυμητή επί δεκαετίες η όποια επεκτατική αποικιοκρατική πολιτική της Δύσης.
      Το να μάθεις να γράφεις για τον Άλλο, για αυτόν που προς στιγμή νόμισες ότι δεν υπάρχει, λέει ο Σαΐντ, είναι σαν να κάνεις αντίστιξη και πολυφωνία στην μουσική. Αναδεικνύεις φωνές που πρώτα δεν ακούγονταν και τις βάζεις δίπλα στις πιο ισχυρές φωνές, ώστε όλες μαζί να αποτελέσουν ένα πολυφωνικό διάλογο. (Για να θυμηθούμε και τον Μπαχτίν και την δική του αντιστικτική διαλογική θεωρία στις φιλολογικές σπουδές!) Έτσι, γίνεται ευκολότερο να κατανοήσεις και τις πιο εσωτερικές αντιδράσεις των κοινωνιών που εξανάγκασες άλλοτε με περίτεχνους άλλοτε με  ωμούς τρόπους σε σιωπή. Είναι ευνόητο ότι ο Σαΐντ έγινε ο αγαπημένος συγγραφέας της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, δηλαδή της φιλοσοφίας που αναδεικνύει την ετερότητα και τον Άλλο ως κεντρικό άξονα της σκέψης.
      Ο Ντεριντά είναι ο πιο διάσημος των μεταμοντέρνων φιλοσόφων. Άθεος. Δάσκαλος του Ντεριντά υπήρξε ο Λεβινάς, θρησκευόμενος φιλόσοφος της ετερότητας. Δάσκαλος του Λεβινάς υπήρξε ο Μπούμπερ, θρησκευόμενος φιλόσοφος της ετερότητας κι αυτός. Χρονικά, η διαδοχή Μπούμπερ, Λεβινάς, Ντεριντά καλύπτει τον 20ο αιώνα, από αρχής του μέχρι τέλους. Δεν θα κατανοήσουμε την μετανεωτερική σκέψη, αν δεν κατανοήσουμε την σκέψη του Ντεριντά περί της ετερότητας. Και δεν θα κατανοήσουμε την σκέψη του Ντεριντά, αν δεν κατανοήσουμε την σκέψη των δασκάλων του. Και, τέλος, δεν θα κατανοήσουμε την σκέψη των δασκάλων του, αν δεν κατανοήσουμε το θεολογικό υπόβαθρο της σκέψης τους. Ο Θεός για τον Μπούμπερ και για τον Λεβινάς είναι ο ίδιος ο Άλλος. Έτσι εμφανίζεται ο Θεός στις μονοθεϊστικές θρησκείες. (Πρέπει να πούμε, αν έχει κάποια αξία αυτό, ότι και οι δύο είναι εβραίοι θεολόγοι, όπως εβραϊκής καταγωγής είναι και ο Ντεριντά.) Ο Άλλος είναι αυτός που μας ορίζει, αυτός που μας δοκιμάζει. Η σκέψη αυτή είναι το αντίθετο της νεωτερικής σκέψης που αναζητά οντολογικά και επίμονα το Εγώ, το Ίδιο, την ουσία της ουσίας και το Είναι του Είναι. Το ότι η κοσμική νεωτερικότητα ξεπερνιέται με μια πνευματικότητα και θρησκευτικότητα που δεν είναι απαραίτητο να είναι υπερβατολογικού χαρακτήρα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον γεγονός: η θρησκευτικότητα επανακάμπτει με ένα άλλο τρόπο, όχι βεβαίως ως υποταγμένη εθνική θρησκευτικότητα της νεωτερικότητας, αλλά ως οικουμενική θρησκευτικότητα της μετανεωτερικότητας.
      Από αυτή την αντίθεση,  ανάμεσα σε μια εσωστρεφή στάση και μια εξωστρεφή στάση, ανάμεσα σε μια ταυτότητα που ορίζεται ως προς τον εαυτό της (άντε και τους εχθρούς της) και σε μια ταυτότητα που επιδιώκει να ανοιχτεί στον Άλλο και στο Άλλο, προκύπτουν όλες οι δυσκολίες της συνάντησης νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας, όταν μάλιστα συζητούνται θέματα εθνικής ιστορίας, εθνικού προσδιορισμού και εθνικής ταυτότητας.
8η Ενότητα: Το Έθνος ως Όραμα και ως Κράτος
      Οι μεταμοντέρνοι στοχαστές θεωρούν ότι η έννοια του έθνους είναι μια φαντασιακή «κατασκευή». «Κατασκευάσθηκε» μόλις πρόσφατα, τον 19ο αιώνα, για να στηρίξει συναισθηματικά ένα καίριο θεσμό της νεωτερικότητας: το έθνος-κράτος. Ο Μπένεντικτ Άντερσον εισάγει τον όρο ‘φαντασιακή κοινότητα’ για να χαρακτηρίσει την έννοια του έθνους, που, κατά την άποψή του, εκφράζει μια κοινότητα που στην πραγματικότητα δεν είναι κοινότητα. Φαντασιώνομαι εγώ στην Κέρκυρα ότι γνωρίζω προσωπικά τον κάτοικο της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου, της Δράμας, ενώ στην πραγματικότητα δεν γνωρίζω κανένα από αυτούς. Αυτή η φαντασίωση, όμως, συνιστά το συναισθηματικό θεμέλιο του έθνους.
      Ο Χομπσμπάουμ συνηγορεί λέγοντας ότι μόλις τον 19ο αιώνα τα έθνη ‘ανακάλυψαν’ («κατασκεύασαν») και τίμησαν το αρχαίο παρελθόν τους. Όλα τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, κάποια στιγμή, τον 19ο αιώνα, γιόρτασαν τα εξακόσια, τα επτακόσια, τα χίλια, τα δύο χιλιάδες χρόνια από την υποτιθέμενη γέννησή τους, που την διέκριναν σε μια αρχαία ηρωική και θυσιαστική πράξη. Τον 18ο αιώνα καμία τέτοια τιμή δεν είχε αποδοθεί. Πρόκειται, κατά τον Άντερσον, για τους περίφημους ‘ιδρυτικούς μύθους’ των εθνών-κρατών που ανακαλύφθηκαν οψίμως. Από την στιγμή της καθιέρωσης της μαζικής εκπαίδευσης, τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα της πολιτικής για την εμπέδωση αυτών των ιδρυτικών μύθων των σύγχρονων εθνών-κρατών.
      Ακόμη, όμως, και αν όλα είναι μύθοι και κατασκευές, πίσω και από τους πιο ευφάνταστους μύθους βρίσκεται μια βαθύρριζη, και άρα αληθινή, αιτία: η αιτία του αισθήματος και του βιώματος αυτών που θέλησαν να ζήσουν ως κοινότητα πολιτών, ξεπερνώντας το παλιό ελέω Θεού καθεστώς υποτέλειας της μεσαιωνικής δουλοπαροικίας; Το αίσθημα της κοινότητας μπορεί πράγματι να αναπτυχθεί ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ συναντηθεί και, κατά τούτο, η εθνική κοινότητα είναι μια πραγματική κοινότητα. Αυτό αποτελεί μια ανθρώπινη κατάκτηση, μια κατάκτηση της περιρρέουσας κουλτούρας του ανήκειν και του Ρομαντισμού των αρχών του 19ου αιώνα.
      Ο Ρομαντισμός υπήρξε ένα πνευματικό κίνημα που εκδηλώθηκε πρωτίστως στην ποίηση και την ζωγραφική, αλλά παράλληλα εκδηλώθηκε και ως αντίδραση στις λογοκρατικές υπερβολές του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Η συγκροτημένη εθνική αφήγηση αναπτύχθηκε κατά το πνεύμα της εποχής (zeitgeist) των αρχών του 19ου αιώνα, που ήταν το πνεύμα του Ρομαντισμού, συνάμα όμως το πνεύμα του Διαφωτισμού που ουδόλως είχε υποχωρήσει. Τα δύο πνεύματα δεν αποδείχθηκαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, παρά τα φαινόμενα. Αποδείχθηκαν συμπληρωματικά. Ο Ρομαντισμός διαδέχεται την Γαλλική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό, ως αντίδραση στις λογοκρατικές υπερβολές τους: ένας τρόπος για να συνεχισθεί, με την ίδια ορμή, η επανάσταση μετά την ήττα της.
      Μέχρι το 1848, και τις χαμένες κοινωνικές εξεγέρσεις των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης, και σε αρκετές περιπτώσεις και αρκετά μετά, το εθνικό κίνημα και το κοινωνικό κίνημα βαίνανε παράλληλα και σε αγαστή συνεργασία. Ο επαναστάτης Ματσίνι του ιταλικού Ρισορτζιμέντο ήταν ταυτόχρονα και κοινωνικός και εθνικός επαναστάτης, και διαφωτιστής και ρομαντικός. Ο Ιωσήφ Μομφεράτος – ο πρώτος Έλληνας που ‘εκατηγορήθη’ ως ‘κομμουνιστής’ και ‘κοινωνιστής’ – του επτανησιακού κινήματος των Ριζοσπαστών ήταν και αυτός ταυτόχρονα και κοινωνικός και εθνικός επαναστάτης. (Κοινή μοίρα συνειδητής αποχής από την τελική εθνική πράξη ένωσης, που δεν απέκτησε τελικώς, και παρά τις διακηρύξεις, κανένα κοινωνικό περιεχόμενο, συνδέει Ματσίνι και Μομφεράτο.) Ποιος είπε ότι οι περίφημοι Λόγοι προς τους Γερμανούς Φοιτητές του Φίχτε, προτροπή εθνεγερσίας, δεν είχαν την ίδια επαναστατική και απελευθερωτική δύναμη που είχαν και τα κοινωνικά αιτήματα της Γαλλικής Επανάστασης;
      Παρά την εθνικιστική στροφή του ύστερου 19ου αιώνα, το εθνικό ζήτημα κρύβει απελευθερωτική δύναμη, που δεν έρχεται απαραίτητα σε αντίθεση προς τα αιτήματα του απελευθερωτικού κοινωνικού κινήματος. Συγχρόνως, το εθνικό ζήτημα περιλαμβάνει μια εκτεταμένη νομική επεξεργασία πολιτικών δικαιωμάτων που δεν πρέπει να χαθεί προς χάριν ιδεολογικών νεφελωμάτων περί υπέρβασης του εθνικού.
9η Ενότητα: Ταυτότητα Vs Ετερότητα
      Αν η σχέση προνεωτερικού – νεωτερικού συνίσταται στην διάκριση μεταξύ Πίστης και Λόγου, η σχέση νεωτερικού – μετανεωτερικού συνίσταται στην διάκριση μεταξύ Λόγου και ex nihilo έμπνευσης και πράξης. Δηλαδή η σχέση προνεωτερικού – μετανεωτερικού συνίσταται στην διάκριση μεταξύ ενός είδους Πίστης και ενός άλλου είδους Πίστης. Έτσι, με την μετανεωτερικότητα, κατά ένα απρόσμενο τρόπο, παρατηρούμε την επιστροφή μιας πνευματικότητας που αποτραβιέται κριτικά τόσο από την λογοκρατία όσο και από την εμπειριοκρατία του Διαφωτισμού.
      Ο νεωτερικός λόγος συνιστά μια μεγάλη αφήγηση (ακόμη και στην περίπτωση που κάνει κριτική σε μια μεγάλη αφήγηση) και αυτό είναι που απορρίπτουν μετά βδελυγμίας οι μεταμοντέρνοι στοχαστές. Οι μεταμοντέρνοι στοχαστές προσπαθούν να αποδομήσουν τα μεγάλα κείμενα και να υπονομεύσουν την εξηγητική και ερμηνευτική αξία τους. Πώς όμως να μυήσεις τον μαθητή χωρίς την μεγάλη αφήγηση; Πώς ο μαθητής θα προσχωρήσει συναισθηματικά σ’ αυτήν την ‘φαντασιακή κοινότητα’, από την οποία θα αντλήσει τον αναγκαίο για την κοινωνική ενσωμάτωση όρο ταυτότητας και νομιμότητας; Υπονομεύοντας τις μεγάλες αφηγήσεις και εισάγοντας την διαρκή αμφισβήτηση που προέρχεται από τον Άλλο, την ετερότητα και την μειοψηφία, κλονίζεις βεβαιότητες συναισθημάτων αλλά και δοκιμασμένων πολιτικών δικαιωμάτων κυριαρχίας. Αν και η διαρκής αμφισβήτηση οξύνει το πνεύμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σκεπτόμενος νους χρειάζεται την ίδια στιγμή ένα minimum στέρεου συναισθηματικού εδάφους για την ανάπτυξη μιας ιδέας του ανήκειν σε μια κοινότητα – έστω και φαντασιακή. (Χέρντερ).
      Πρέπει να πούμε ότι σε όλες τις αφηγήσεις, θρησκευτικές ή εθνικές, προεξάρχουν οι ηρωικές και θυσιαστικές πράξεις. Είναι αρχέγονη συνήθεια του ανθρώπου να σέβεται ως ιερή και υπεράνω κριτικής την θυσία. Δεν θα μπορούσε η θρησκευτική ή η εθνική ιστορία σε ένα σχολείο να μην αναφέρεται σε θυσίες αγίων και ηρώων, διότι τότε δεν θα ήταν σχολική Ιστορία, αλλά ένας κλάδος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας περί τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Εδώ έγκειται η χρησιμότητα της μεγάλης ιστορικής αφήγησης των σχολικών βιβλίων Ιστορίας, που κυλάει σαν το νερό στο ποτάμι, άλλοτε ήρεμα άλλοτε αγριεμένα, αλλά πάντα προς την ίδια κατέυθυνση.
10η Ενότητα: Νεωτερικό Vs Μετανεωτερικό
      Η πρόκληση είναι μεγάλη. Η νεωτερικότητα και η μετανεωτερικότητα θα συνυπάρξουν επί δεκαετίες και μάλιστα συγκρουσιακά. Εμείς οι ίδιοι μέσα μας αισθανόμαστε την σύγκρουση, διότι άλλοτε είμαστε νεωτερικοί, άλλοτε μετανεωτερικοί. Τα αποτελέσματα θα είναι θλιβερά εάν η μια συνθήκη επικρατήσει επί της άλλης. Από την μια ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, από την άλλη οι τραπεζιτικός κοσμοπολιτισμός της παγκοσμιοποίησης: αυτά είναι τα άκρα ως λογικές συνέπειες της μονομερούς επικράτησης. Η μονομερής επικράτηση θα αναδείξει τις χειρότερες και όχι τις καλύτερες πλευρές των δύο ανταγωνιστικών στρατοπέδων. Έχουμε να ωφεληθούμε τα μάλα, αν έχουμε επίγνωση των θετικών και των αρνητικών στοιχείων και των δύο πνευματικών συνθηκών και αν μάθουμε επεμβαίνουμε στην σύγκρουση υπερασπιζόμενοι την ελεύθερη σκέψη και τα πολιτικά δικαιώματα και μόνον αυτά. Συγχρόνως, θα ωφεληθούμε τα μάλα αν επικρατήσει η διάθεση για κατανόηση του ψυχολογικού υποστρώματος όλων των υπερβολών των εκάστοτε αντιπάλων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ως προνομιακό πεδίο πνευματικής μας έκφρασης το πεδίο συνάντησης της νεωτερικότητας με την μετανεωτερικότητα. Είμαστε νεωτερικοί των δικαιωμάτων εθνικής κυριαρχίας, είμαστε μετανεωτερικοί των δικαιωμάτων των προσφύγων.
      Μεγάλη αφήγηση, μεταφυσική, οντολογία, σημαινόμενο, αναγωγισμός, οργάνωση, τάξη, ιεραρχία, determinacy, βαθύ, cogito, υποκειμενικότητα, παρουσία, εγώ, εαυτός, ίδιο, ταυτότητα, πλειονότητα, εθνικό-παγκόσμιο, εδαφικό, από την μια πλευρά. Αποδόμηση, ειρωνεία, αισθητική, σημαίνον, πολυπλοκότητα, αυτοοργάνωση, χάος, αναρχία, indeterminacy, επιφανειακό, αναστοχαστικότητα, αντίστιξη, απουσία, εσύ, άλλος, διαφορετικό, ετερότητα, μειονότητα, τοπικό-παγκόσμιο, δικτυακό, από την άλλη πλευρά. Όλα αυτά συνθέτουν τους όρους της αντιπαράθεσης μεταξύ νεωτερικότητας της εθνικής ταυτότητας και μετανεωτερικότητας του ξένου. Είμαστε την ίδια στιγμή ριζωμένοι και αρρίζωτοι, γηγενείς και πρόσφυγες, μόνιμοι και περαστικοί, νεωτερικοί και μετανεωτερικοί, διασπασμένοι σε κράτη και ενωμένοι σε ένα σύμπαν που εξακολουθεί να διαστέλλεται εις το άπειρον. Αυτή είναι η συνθήκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.