Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ, ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ, 2007


ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ
ΚΕΡΚΥΡΑ, 26/3/2007
ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
      Μπορούμε, άραγε, μελετητές διαφορετικών πεδίων του επιστητού, ένας φυσικός, ένας βιολόγος και ένας οικονομολόγος-κοινωνιολόγος, να μιλήσουμε για τις παλιές και νέες ιδέες της επιστήμης και της φιλοσοφίας, κάνοντας αναφορές σε κάποιες, ενδεχομένως, κοινές ιστορικές πνευματικές διαδρομές;...
Σήμερα, το ζητούμενο στην έρευνα και στην εκπαίδευση λέμε ότι είναι η διεπιστημονικότητα. Για να κατανοήσουμε και να επεξεργασθούμε ένα φαινόμενο, πρέπει να συνεργασθούμε άνθρωποι πολλών ειδικοτήτων. Περάσαμε, αργά-αργά, από τον παν-επιστήμονα που τα έκανε όλα μόνος του, όπως ο Leonardo da Vinci τον καιρό της Αναγέννησης, στον άκρως εξειδικευμένο επιστήμονα του 19ου και του 20ου αιώνα, που μπορεί να ήταν η κορυφή στην δική του επιστημονική ειδικότητα, αλλά να έμενε αδαής και αδρανής περί τα λοιπά. Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, επιστρέφουμε, κατά κάποιο τρόπο, δειλά-δειλά και με πολλές παλινδρομήσεις, στο μοντέλο του παν-επιστήμονα. Μόνο που αυτός ο σημερινός παν-επιστήμων δεν είναι ένας άνθρωπος μόνος του. Είναι ένας συλλογικός παν-επιστήμων, είναι δηλαδή μια ομάδα επιστημόνων που συνεργάζεται, αναζητώντας διαρκώς τον πιο δόκιμο κώδικα επικοινωνίας (δικλείδα ασφαλείας έναντι της γνωστής υπεροψίας που ενίοτε διακρίνει την αυτάρκεια του ενός).
      Η επιστροφή από τον εξειδικευμένο επιστήμονα στον (συλλογικό πλέον) παν-επιστήμονα συνδέεται με το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε η παραδοχή σύμφωνα με την οποία η εξειδίκευση, παράγουσα την γνώση για το μερικό, είναι επαρκής για την συναγωγή συμπερασμάτων για το σύνολο των γύρω μας πραγμάτων. Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή, αν αθροίσουμε τις επί μέρους γνώσεις, μπορούμε να συναγάγουμε την γνώση για το γενικό. Το γενικό, κατά αυτή την υπόθεση, την λεγόμενη αναγωγική (reductionist) υπόθεση, ανάγεται στα μέρη που το συναποτελούν. Αποδείχθηκε, όμως, ότι, πηγαίνοντας από το ειδικό στο γενικό, συναντάμε συνήθως άλλης τάξεως προβλήματα. Η γνώση για το μερικό, πολλές φορές, δεν βοηθάει καθόλου στην γνώση του γενικού. Το αδιέξοδο της εξειδικευμένης γνώσης μπορεί, τότε, να παρακαμφθεί μόνον από μια διεπιστημονική (inter-disciplinary) προσέγγιση ενός οιονεί παν-επιστήμονος.
      Στην βασική κουλτούρα της εξειδικευμένης γνώσης, διακρίνουμε, αφ’ ετέρου, μια βασική υπόθεση αιτιοκρατίας (ντετερμινισμού). Μετά την διατύπωση της κβαντικής θεωρίας και της θεωρίας της απροσδιοριστίας, στις αρχές του 20ου αιώνα, η αιτιοκρατική – ντετερμινιστική υπόθεση υπέστη δριμεία κριτική. Στην βάση της νέας και εναλλακτικής υπόθεσης της διεπιστημονικότητας βρίσκεται η υπόθεση της πολυπλοκότητας, της αυτό-οργάνωσης (self-organization) και της αλληλεπίδρασης των διαφόρων περιβαλλόντων. Αυτή η νέα και εναλλακτική υπόθεση δεν επιτρέπει την συναγωγή συμπερασμάτων για το ποιο περιβάλλον υπερ-προσδιορίζει το άλλο και ποιο περιβάλλον έχει, ούτως ειπείν, προνομιακή προτεραιότητα. Στην διαρκή αλληλεπίδραση, που υπονοεί η έννοια της πολυπλοκότητας και της αυτό-οργάνωσης, κανένα περιβάλλον δεν έχει το προνόμιο της προτεραιότητας έναντι κάποιου άλλου περιβάλλοντος. Υπάρχει, εδώ, μια ακατάπαυστη δυναμική σχέση όσμωσης, μεταξύ των περιβαλλόντων, μεταξύ των διαφόρων παραγόντων, που δεν επιτρέπει να μιλάμε πλέον για αιτίες και για αποτελέσματα, αλλά μόνον για παράγοντες και αμοιβαίες επιδράσεις και επιρροές των διαφόρων παραγόντων.[1]
      Θα ήταν σκόπιμο, ξεκινώντας, να μιλήσουμε για την γλώσσα, για την γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν περιγράφουμε ένα φαινόμενο. Αυτή είναι η γλώσσα που εγκαινίασε ο Αριστοτέλης, ο πρώτος συστηματικός, μεθοδικός επιστήμων (παν-επιστήμων για την ακρίβεια, μια και ασχολήθηκε κυριολεκτικά με τα πάντα). Ακόμη και αν έχουμε από αιώνες ξεπεράσει την αριστοτελική επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη, π.χ. την αριστοτελική θεωρία των τεσσάρων αιτίων (του ποιητικού, του υλικού, του μορφικού και του τελικού αιτίου), είναι δύσκολο να μην εξακολουθήσουμε να παγιδευόμαστε στην γλώσσα και ορολογία της (που είναι η γλώσσα και ορολογία που χρησιμοποιούμε και σήμερα) και τα πεισματικώς εμμένοντα σημαίνοντά της. Πώς θα καταλάβουμε τις αποχρώσεις των αιτιωδών σχέσεων, αν η λέξη ‘αιτία’, όπως και αν την πάρουμε, υποδηλώνει πάντα μια μονόδρομη σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων, κατά ένα τρόπο που αντιλαμβάνεται καλύτερα …ο ρητορικός και δικανικός λόγος (μια και ρητορική-δικανική υπήρξε κατ’ αρχήν η έννοια της αιτίας, που σημαίνει κατηγορία, μομφή). Όσο κι αν σήμερα μιλάμε για σχέσεις πολυπλοκότητας (complexity) και για υπέρβαση της απόλυτης αιτιοκρατίας, η έννοια της αιτίας παραμένει και σήμερα ο ακρογωνιαίος λίθος της επιστημονικής αναζήτησης και συζήτησης: αιτίες λέμε ότι προεχόντως ψάχνουμε να βρούμε, τις αιτίες των φαινομένων, όσο αιτιοκράτες ή αντι-αιτιοκράτες και αν είμαστε. Και όσο και αν η κρίσιμη επιστημονική και επιστημολογική σύγκρουση ξεδιπλώνεται ανάμεσα, από την μια πλευρά, σε αυτούς που εξακολουθούν να πιστεύουν στην αυστηρή αιτιώδη σχέση των πραγμάτων (και στην περίπτωση μιας ντετερμινιστικής φυσικής και στην περίπτωση μιας ντετερμινιστικής βιολογίας) και, από την άλλη, σε αυτούς που πιστεύουν σε μια εντελώς χαλαρή αιτιώδη σχέση των πραγμάτων (κατά την θεωρία της πολυπλοκότητας και της αυτό-οργάνωσης), η έννοια της αιτίας εξακολοθεί να αποτελεί τον κοινό άξονα της συζήτησης.
      Για να ξεκινήσουμε από την Βιολογία, στην κορωνίδα της σύγχρονης έρευνας βρίσκονται, από ετών, το Πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος (Human Genome Project, HGP) στις ΗΠΑ και η αντίστοιχη διεθνής Οργάνωση για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα (Human Genome Organization, HUGO). Το ότι το HGP χαρακτηρίσθηκε συγχρόνως και ως ‘κώδικας των κωδίκων’ – κάτι δηλαδή σαν το αναζητούμενο από καιρό Άγιο Δισκοπότηρο – δείχνει την υφέρπουσα αντίληψη, σε κάποιους (αρκετούς) επιστήμονες, ότι βρισκόμαστε, με αυτό, μόλις ένα βήμα πριν την ανακάλυψη του υπέρτατου μυστικού της ζωής, της φύσης, του Θεού κ.ο.κ.. Μπορούμε πλέον να νιώθουμε ως μικροί θεοί. Οι γονιδιακές θεραπείες και η γέννηση νέων ανθρώπων κατά παραγγελία φαίνεται να είναι ante portas. Είναι, όμως, ακριβώς έτσι τα πράγματα;
      Έχει επισημανθεί από γνωστούς κριτικούς βιολόγους και γενετιστές ότι το Πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος μπορεί κάλλιστα να δώσει, κάποια στιγμή, την νομιμοποίηση σε εκείνη την παλιά, ρατσιστική και αποκρουστική θεωρία του βιολογικού ντετερμινισμού. «Ένα ιατρικό μοντέλο για το σύνολο της ανθρώπινης ποικιλομορφίας δημιουργεί ένα ιατρικό μοντέλο του φυσιολογικού, περιλαμβανομένου του κοινωνικώς φυσιολογικού, γεγονός που υπαγορεύει ότι, προληπτικά, και μέσω διορθωτικών θεραπειών, μπορούμε να φέρνουμε στον ίσιο δρόμο όποιον αποκλίνει από αυτή την νόρμα.» Τα φαντάσματα ποτέ δεν πεθαίνουν – είναι μέσα στην φύση, στον χαρακτήρα των φαντασμάτων να μη πεθαίνουν ποτέ! Αν πέθαιναν, τι φαντάσματα θα ήταν; Έτσι και με το φάντασμα του βιολογικού ντετερμινισμού, αυτό θα επανέρχεται μετά από κάθε σημαντική ανακάλυψη της Βιολογίας.
      Έχουμε να κάνουμε, για μια ακόμη φορά, με την γνωστή αναγωγική υπόθεση της αναγωγής του όλου στα μέρη του, δηλαδή της αναγωγής ενός σύνθετου και πολύπλοκου οργανισμού στα γονίδιά του. Τα τεράστια ποσά, που δαπανώνται στην σχετική έρευνα, δείχνουν από μόνα τους την σημασία της σχετικής περί το Πρόγραμμα αναπτυχθείσας προπαγάνδας. Η συζήτηση έχει ήδη ξεσπάσει ανάμεσα σ’ αυτούς που επιμένουν σε μια αυστηρή αιτιώδη σχέση μεταξύ γονιδίου και ασθένειας, που οδηγεί σε εξατομικευμένες θεραπευτικές μεθόδους, και σε μια χαλαρότερη αιτιώδη σχέση, η οποία επιτρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας όλη την ιστορία της ανάπτυξης του οργανισμού και της κοινωνίας και να μη περιορισθούμε στο λεγόμενο ‘εγωιστικό γονίδιο’ – για να κάνουμε αναφορά σε ένα γνωστό best-seller. Εννοείται ότι η κρίσις αυτών που χρηματοδοτούν το σχετικό επιστημονικό πρόγραμμα – και που είναι περισσότερο πολιτική και οικονομική και λιγότερο επιστημονική κρίσις – θα είναι η καθοριστικότερη για το μέλλον του σχετικού προγράμματος.
      Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, αν η Φυσική ήταν η επιστήμη του 20ου αιώνα, η Βιολογία φαίνεται να είναι η επιστήμη του 21ου. Αν η Φυσική ήταν η επιστήμη που, τον 20ο αιώνα, φιλοδόξησε να είναι η επιστήμη των επιστημών, η Βιολογία, τον 21ο αιώνα, εμφανίζεται ως η πιο φιλόδοξη των επιστημών. Το αμερικανικό Πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος εξέδωσε, προ λίγων ετών, ένα πολυτελές ενημερωτικό δελτίο, προς δωρεάν διανομή, με έμβλημα ένα ανθρώπινο σώμα, περιτυλιγμένο ωσάν τον Λαοκόωντα από τις φιδίσιες σπείρες του DNA, συνοδευόμενο από το μότο ‘Μηχανική, Χημεία, Βιολογία, Φυσική, Μαθηματικά’!
      Κανείς δεν αντιλέγει για την σπουδαιότητα του εν λόγω Προγράμματος, όμως από αυτή την παραδοχή μέχρι την πομπώδη διακήρυξη ενός διαπρεπούς μοριακού βιολόγου ότι «αν διαθέταμε ένα μεγάλο υπολογιστή και την πλήρη αλληλουχία του DNA ενός οργανισμού, θα υπολογίζαμε επακριβώς τον οργανισμό αυτόν και την συμπεριφορά του» υπάρχει μεγάλη απόσταση. Λέει ο Richard Lewontin, σχολιάζοντας επ’ αυτού: «Σε κάθε στιγμή της ζωής του, ο ζωντανός οργανισμός είναι το μοναδικό αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής ιστορίας που προκύπτει από την αλληλεπίδραση από εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις. Οι εξωτερικές δυνάμεις, αυτό που συνήθως λέμε ‘περιβάλλον’, είναι οι ίδιες εν μέρει αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων του οργανισμού καθώς παράγει και καταναλώνει τις προϋποθέσεις της ύπαρξής του. Οι οργανισμοί δεν βρίσκουν έτοιμο τον κόσμο στον οποίο αναπτύσσονται. Τον φτιάχνουν. Αντίστοιχα, οι εσωτερικές δυνάμεις δεν είναι αυτόνομες, αλλά δρουν αποκρινόμενες στις εξωτερικές. Μέρος του εσωτερικού χημικού μηχανισμού ενός κυττάρου κατασκευάζεται μόνον όταν το απαιτούν οι εξωτερικές συνθήκες.» (Lewontin 2000/1991, σ. 97).
      Αυτή η αναφορά του Lewontin μου φέρνει στο μυαλό μια τολμηρή φράση στην Βιολογία στο Μπουντουάρ: «Ακριβώς, όπως ο εγκέφαλος δημιουργεί την σκέψη, έτσι και η σκέψη δημιουργεί τον εγκέφαλο.» Αυτή η φράση γενικεύει, νομίζω, την σχέση μεταξύ περιβαλλόντων, ενός οποιουδήποτε περιβάλλοντος νοουμένου ως εσωτερικού και ενός άλλου, διακριτού προς το πρώτο, νοουμένου ως εξωτερικού περιβάλλοντος. Επίσης, με ένα άλλο τρόπο, μου φέρνει στο μυαλό το γνωστό άλυτο πρόβλημα της σχέσης παρατηρητή και παρατηρουμένου αντικειμένου στην σύγχρονη Φυσική – πρόβλημα που η νευτώνεια θεωρία δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα ανέκυπτε. Επίσης, με ένα άλλο τρόπο, μου φέρνει στο μυαλό την σχέση επενδυτή και επενδυτικού αποτελέσματος στην σύγχρονη οικονομική – χρηματιστική θεωρία, όπου, όπως παρατηρεί κάπου ο George Soros, η υποτιθέμενη ‘αντικειμενική’ πρόβλεψη ενός επενδυτή, που οδηγεί τον συγκεκριμένο επενδυτή σε μια συγκεκριμένη επένδυση, επιβεβαιώνει, αυτό-επιβεβαιούμενη(!), κατά μια έννοια αυτό-επιβεβαιούμενης προφητείας (self-sufficient prophecy), την αρχική πρόβλεψη. Επίσης, τέλος, μου φέρνει στο μυαλό την ευρηματική όσο και πολύ-ερμήνευτη έννοια-κλειδί της σύγχρονης μεταμοντέρνας, μετα-στρουκτουραλιστικής φιλοσοφικής σκέψης, ‘αναστοχαστικότητα’ (reflexivity), που υποδηλώνει τον στοχασμό πάνω στον στοχασμό πάνω στον στοχασμό πάνω στον στοχασμό κοκ, δηλαδή τον στοχασμό για ένα αντικείμενο, που πρέπει να συνοδευθεί από ένα στοχασμό που στοχάζεται και το αντικείμενο και τον στοχαζόμενο μαζί ως ένα αλληλεπιδρόν σύνολο – που αυτό υποδηλώνει με την σειρά του μια ετέρμονη αλληλουχία σκέψεων στην οποία η έννοια της αιτίας χάνει εντελώς το αρχικό της νόημα και γίνεται μια χαλαρή σχέση που εντάσσεται στο πλαίσιο μια ευρύτερης έννοιας αυτό-οργάνωσης και πολυπλοκότητας.
      Ίσως, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι έγινε στους τρεις τελευταίους αιώνες, στον χώρο της σκέψης, και της επιστημονικής και της φιλοσοφικής, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την νευτώνεια θεωρητική κατασκευή για το «πώς δουλεύει ο κόσμος» και να φθάσουμε στην σύγχρονη φυσική του μικρόκοσμου και μεγάκοσμου, την σύγχρονη κβαντομηχανική και την σύγχρονη κοσμολογία, όπου η υπόθεση του ντετερμινισμού κλονίζεται και αμφισβητείται.[2]
      Κρίσιμες, για την συζήτησή μας, νομίζω ότι αποδεικνύονται οι έννοιες της αυξανόμενης αταξίας του Δεύτερου Θερμοδυναμικού Αξιώματος, της τάξης και της αταξίας (εντροπίας), της τάξης που αναδύεται μέσα από την αταξία, της πλήρους ισορροπίας ενός συστήματος και του χάους, του βέλους του χρόνου, των συνθηκών κοντά ή μακριά από το σημείο ισορροπίας ενός συστήματος, της ζωής και του θανάτου που μπορεί να υποδηλώνουν οι υφιστάμενες συνθήκες σε σχέση με το σημείο ισορροπίας ενός συστήματος, της τύχης και της βεβαιότητας, της στατιστικής πιθανότητας ως κομμάτι που καλύπτει όχι το άγνωστο αλλά το γνωστό, της στατιστικής πιθανότητας όχι ως πρόσκαιρη κάλυψη μιας καλύτερης προσέγγισης, αλλά ως η μόνη προσέγγιση που μπορούμε να έχουμε, της στατιστικής πιθανότητας όχι ως υποκατάστατο γνώσης, αλλά ως επαρκής και αυτάρκης γνώση.[3] Είναι κρίσιμες αυτές οι έννοιες, πρώτον διότι ανοίγουν εντελώς νέους ορίζοντες, αλλά και δεύτερον διότι βρίσκονται στην διασταύρωση πολλών επιστημών, ακυρώνοντας την υπέρμετρη φιλοδοξίας μιας επιστήμης να κυριαρχήσει πάνω στις άλλες και θεμελιώνοντας ταυτόχρονα την διεπιστημονική προσέγγιση, την αναγκαία διεπιστημονικότητα της σύγχρονης γνώσης. Τέλος, κρίσιμο είναι το ζήτημα των δυναμικών μη-γραμμικών μαθηματικών, των μαθηματικών των φράκταλς και των γεωμετρικών μορφών, των μαθηματικών των τεσσάρων ή ν διαστάσεων, των μαθηματικών που δεν θα ήταν δυνατά άνευ της ηλεκτρονικο-μηχανικής υποστήριξης των υπολογιστών. Τα μαθηματικά αυτά ξαναθέτουν, προκλητικά πλέον, ένα παλιό ερώτημα: η αφηρημένη μαθηματική σκέψη προηγείται ή έπεται;
      Το νευτώνειο Παράδειγμα επηρέασε το σύνολο της σκέψης επί αιώνες. Υπήρξε το ίδιο ο προνομιακός παρατηρητής σε ένα κόσμο που έμοιαζε με μηχανικό ρολόι. Ο γνωστός ορισμός, για την αιτιοκρατία, του Laplace, σύμφωνα με τον οποίο η γνώση των συνθηκών σε μια δεδομένη στιγμή οδηγεί στην γνώση των συνθηκών σε μια άλλη οποιαδήποτε στιγμή, στο απώτατο παρελθόν ή στο απώτατο μέλλον, διέτρεξε όλα τα πεδία της επιστημονικής γνώσης. Οι μεγαλοπρεπείς τίτλοι των έργων του Laplace: The System of the World (1796) και Mechanics of the Heavens (1825), δείχνουν πώς αντιλαμβανόταν την επιστήμη του ο μεγάλος αυτός αιτιοκράτης επιστήμονας. Αν σκεφθούμε το φωτοστέφανο που περιέβαλε, καθ’ όλη την διάρκεια των αιώνων αυτών, τις θετικές επιστήμες, η νευτώνεια θετικιστική σκέψη επηρέασε και την κοινωνιολογική και γενικότερη πολιτική και φιλοσοφική σκέψη. Το σύμπαν, ο μικρόκοσμος, η κοινωνία, ο άνθρωπος θεωρήθηκαν ως κλειστά συστήματα, που διέπονται από αιώνιους κανόνες της μηχανικής ως καλοκουρδισμένα ρολόγια.
      Η δική μου προσέγγιση σ’ αυτή την νευτώνεια φάση της εξέλιξης της σκέψης, επιστημονικής, κοινωνιολογικής και φιλοσοφικής, είναι προσέγγιση συμπάθειας και κατανόησης. Η ανθρωπότητα, περνώντας από αιώνες σκοταδισμού, έπρεπε να βρει ένα τρόπο να αποβάλλει τα μεταφυσικά και ιερατικά εμπόδια της σκέψης (εμπόδια που έφθαναν μέχρι την καύση, π.χ., επί κοπερνικισμώ, του Giordano Bruno, ένα μόλις αιώνα πριν τα Principia του Νεύτωνα). Βόλευε, ίσως, ως πρόσκαιρος συμβιβασμός των ερευνητών έναντι ενός κραταιού εκκλησιαστικού κατεστημένου, μια ιδέα ενός Θεού που έφτιαξε ένα κόσμο καλοκουρδισμένο, νευτώνειο και που μετά τον άφησε να δουλεύει έτσι, μόνος του, χωρίς παρεμβάσεις από θαύματα και ‘αφύσικες’ καταστάσεις.[4] Υπήρχε, έτσι, θέση και για τον Θεό και για την ελεύθερη έρευνα των επιστημόνων. Στο κάτω-κάτω, και η ανθρώπινη σκέψη, η δυνατότητα δηλαδή έρευνας και αναζήτησης της αλήθειας, θείο κατασκεύασμα ήταν κι αυτό, όπως έξυπνα είχε υπαινιχθεί, τον 13ο αιώνα, ο ιερός Θωμάς Ακινάτης, αυτός ο επίσημος φιλόσοφος της καθολικής εκκλησίας. Αυτή η δυνατότητα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερη να αναπτυχθεί χωρίς προκαταλήψεις. Μπορεί να ήταν και θεία θέληση!
      Μ’ αυτό τον παραπάνω τρόπο, απαντώ στο υφέρπον ζήτημα σχετικά με το ότι η μεταμοντέρνα, μετα-στρουκτουραλιστική φιλοσοφική σκέψη, παρακολουθώντας το μετα-νευτώνειο Παράδειγμα, φαίνεται σαν να επαναλαμβάνει τον παθητικό τρόπο με τον οποίο η παλιά θετικιστική και στρουκτουραλιστική φιλοσοφική σκέψη παρακολούθησε πιστά και παθητικά το αντίστοιχο νευτώνειο Παράδειγμα. Δεν πρόκειται για πιστή και παθητική παρακολούθηση του ενός από το άλλο Παράδειγμα, αλλά για κοινή πνευματική περιπέτεια και κοινή απελευθέρωση, κάποια στιγμή, από τον παλιό, μηχανιστικό, τρόπο σκέψης. Ήταν μια πρόσκαιρη παραχώρηση της έρευνας και της σκέψης, ένας πρόσκαιρος συμβιβασμός με ένα ισχυρότατο θρησκευτικό ιερατείο, του οποίου η ισχύς πρέπει να ομολογήσουμε δεν ήταν μόνον καταναγκαστική, αλλά εθελουσία εκ μέρους των εκατομμυρίων πιστών οπαδών, ακόμη και των ευφυεστέρων που αποδέχονταν αυτή την ισχύ.[5]
      Σήμερα, πάντως, για να κατανοήσουμε τους προσανατολισμούς της επιστημονικής έρευνας δεν χρειαζόμαστε να την αντιπαραβάλουμε σε κάποιο εκκλησιαστικό κατεστημένο και να πούμε ότι υπήρξε έναντι αυτού αυτή η παραχώρηση. Σήμερα, περισσότερα έχουν να μας πουν οι χρηματοδότες! Μέσα στην πληθώρα των ερευνητικών ομάδων των πανεπιστημίων και των εταιρειών, θα υπάρξουν πολλοί που θα δώσουν την μια ή την άλλη λύση και ερμηνεία της λύσης προκειμένου να αντλήσουν επαρκείς πόρους για την συνέχιση της έρευνάς τους. Η κοινωνιολογία και η πολιτική ανάλυση των ερευνητικών ομάδων και των αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων θα έχει να μας πει περισσότερα επ’ αυτού.
      Σήμερα οι εξαρτήσεις δεν είναι, πια, από την εκκλησία και τα αυστηρά πιστεύω της, αλλά από τους αποφασίζοντες να χρηματοδοτήσουν τον ένα ή τον άλλο, δημόσιο ή ιδιωτικό, προϋπολογισμό και τα αυστηρά συμφέροντά τους. Και αν κάποτε η εκκλησία σε άφηνε να δουλέψεις, αφού πρώτα είχες υιοθετήσει ένα αιτιοκρατικό μοντέλο, όπου ο Θεός ήταν το ποιητικό αίτιο των πάντων, σήμερα η χρηματιστική εξουσία φαίνεται να βάζει τους ίδιους όρους αιτιοκρατίας και να σε παρακολουθεί μέχρι να αποδείξεις ό,τι αυτή επιθυμεί να αποδείξεις! Οι τέτοιοι όροι αιτιοκρατίας έχουν να κάνουν με το ότι τα μεγάλα χρηματιστικά συμφέροντα (φερομενα αντι-οικολογικά) εξυπηρετούνται τα μάλα από την αιτιοκρατική και αναγωγική επιστημολογική υπόθεση. Αποφεύγουν έτσι την ‘δημοκρατική’ κριτική![6]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.