Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ, 2004

Βέργος, Κ., 2004. Γεωπολιτκή των Εθνών. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης. 
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
Ι ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Ι.1 ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
Ι.2 ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΓΕΡΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Ι.3 ΑΠΟ ΤΗΝ REALPOLITIK ΣΤΗΝ WELTPOLITIK
Ι.4 Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ
Ι.5 ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
Ι.6 ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ι.7 ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΠΕΡΙ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΙΙ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΙΙ.1 ΠΕΡΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΙΙ.2 ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΙΙ.3 ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΙΙ.4 ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
ΙΙ.5 ΕΘΝΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗ
ΙΙ.6 ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
ΙΙ.7 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΙΙΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΙΙΙ.1 ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ
ΙΙΙ.2 ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΙΙΙ.3 ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
ΙΙΙ.4 ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΙΙΙ.5 ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΙΙΙ.6 ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ
ΙΙΙ.7 ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΙΣΧΥΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
ΠΗΓΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


.........................................................................................


...........................................................Απόσπασμα..........


Λέγεται, όλο και συχνότερα, ότι η μεταψυχροπολεμική συνθήκη των ιλιγγιωδών αλλαγών έφερε μαζί της μια συνθήκη αβεβαιότητας. Η άποψή μου είναι ότι, αντιθέτως, νέες ‘βεβαιότητες’ και νέα ιερατεία προστίθενται, τα τελευταία χρόνια, στα ήδη υπάρχοντα. Μονόδρομοι στην σκέψη και την διεθνή και εσωτερική πολιτική χαράσσονται σήμερα, όπως μονόδρομοι σκέψης και πολιτικής χαράσσονταν πάντοτε ως οι εκάστοτε επικρατούσες ιδεολογίες. Νέα ιερατεία άκρως εξειδικευμένης γνώσης και άκρως κρίσιμων αποφάσεων εγκαθιδρύονται και παγιώνονται. Όπως εξ άλλου γνωρίζουμε, όταν όλα αλλάζουν, τίποτα δεν αλλάζει.
Ο ενδιαφέρων διάλογος για την νεωτερικότητα και την μετανεωτερικότητα, πέραν της αναμφίβολης διδακτικής χρησιμότητάς του, παραβλέπει βασικές προνεωτερικές σταθερές, που, ως διαχρονικές σταθερές, επιβιώνουν και θα επιβιώνουν, δυστυχώς ή ευτυχώς, και αύριο. Το ότι ο πόλεμος των κρατών μετατράπηκε, στις ημέρες μας, σε ανοιχτή διεθνή αστυνόμευση είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ο εξωτερικός χώρος παρατηρούμε ότι ολοταχώς μετατρέπεται σε ένα τεράστιο εσωτερικό χώρο, κι αυτό έχει τις δραματικές συνέπειές του. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι όμως – μας υπενθυμίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης – να διαβάσουμε σωστά την πρόταση του Clausewitz, σύμφωνα με την οποία ο πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα: Η πολιτική, στο βαθύ της νόημα, δεν μπορεί παρά να είναι συγκρουσιακή, πολεμική, ακόμη και εμφυλιοπολεμική, ακόμη και όταν φαίνεται ότι όλοι είμαστε τα συναινούντα μέλη αυτού του τεράστιου εσωτερικού χώρου. Και το τέλος της ιστορίας διαρκώς θα αναβάλλεται.
Η θεωρία της απεδαφικοποιημένης (deterritorialized) παγκοσμιοποίησης (ή της δίχως εδαφικό κέντρο ‘Αυτοκρατορίας’) συνοδεύεται από ποικίλα αριστερά και δεξιά, φιλελεύθερα και νεοφιλελεύθερα δόγματα που παρακάμπτουν, εθελοτυφλώντας, αυτές τις (εδαφικές και εμμενέστατες) προνεωτερικές σταθερές. Το δαιμονικό, όμως, όσο το εξορκίζεις, τόσο θα επιστρέφει με όλο και πιο ευφάνταστες μεταμφιέσεις. Ο σύγχρονός μας επιθετικός φονταμενταλισμός του Κορανίου ή του Ευαγγελίου είναι μια απονενοημένη μεταμφίεση του δαιμονικού που επιστρέφει. Και η ‘διαρκής ειρήνη’ του Καντ γίνεται ένα ακόμη όπλο στα χέρια της πιο πολεμοχαρούς αντίδρασης.
Φορτώνοντας τα έθνη-κράτη με όλες τις συμφορές του κόσμου, κάποιοι βιάζονται να τα ξεφορτωθούν, ξεφορτωνόμενοι μαζί και όλες τις επίπονες νομικές και πολιτικές επεξεργασίες που τα συνόδευσαν στην σύντομη ιστορία τους: αναγνωρίσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών αλλά και πολιτών. Μιλούν με ελαφρότητα για τον μετα-πολίτη (post-citizenship), θεωρώντας την ιδιότητα του πολίτη ήδη ξεπερασμένη. Και όπως οι μαρξιστές (μαζί και ο Μαρξ) υποστήριζαν κάποτε, στο όνομα κάποιας νομοτελειακής προόδου, τον θετικό ρόλο της βρετανικής αποικιοκρατίας στην Ινδία, έτσι και κάποιοι σύγχρονοί μας διανοητές εκφράζονται, σήμερα, θετικά για τα όσα καινούρια μας έφερε η στρεφόμενη κατά της οπισθοδρομικής εθνικής κυριαρχίας παγκόσμια ηγεμονία. Επιτέλους, διακηρύσσεται το τέλος των εθνών. Έστω και αν, από την στιγμή που πρωτο-διακηρύχθηκε το τέλος των εθνών, πολλαπλασιάσθηκαν οι αιτήσεις αναγνώρισης νέων εθνών, μέσα από την εύπλαστη μάζα των υπαρκτών ή φαντασιακών εθνών και εθνοτήτων του κόσμου.
Από την άλλη μεριά, την μεριά της συντηρητικής πολιτικής, το εθνικό φαινόμενο εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται είτε ως μια υπόθεση ενός καταπιεσμένου επί αιώνες (ή και χιλιετίες) ρομαντισμού ενός δυσπροσδιόριστου κοινωνικού συνόλου είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ως μια υπόθεση αναγκαίας συλλογικής ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας. Ο πρωτεύων στρατηγικός χαρακτήρας των ιστορικών αυτών μορφωμάτων υποβαθμίζεται, έτσι, σε δευτερεύοντα και εντελώς συμπτωματικό. Η στρατηγική ‘αρχή των εθνοτήτων’ των αρχών του 19ου αιώνα (στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιδεών και των συγκεκριμένων αντιπαλοτήτων των αρχών του 19ου αιώνα) μπερδεύεται εύκολα με την μεταφυσικού χαρακτήρα ουσιοκρατική και φονταμενταλιστική εθνικιστική αρχή του τέλους του ίδιου αιώνα. Και αν οι εθνικιστές, σήμερα, έχουν κάθε λόγο να μπερδεύουν το ορθολογικό με το ανορθολογικό (για να εμφανίζονται ως ορθολογικοί, όντας ανορθολογικοί), οι διεθνιστές, εκφραστές της ριζικής αμφισβήτησης και ανατροπής του εκάστοτε κατεστημένου, βιάζονται να τελειώσουν με το παλιό, χωρίς όμως να πολυκαταλαβαίνουν το καινούριο, διαπράττοντας το μοιραίο σφάλμα, για άλλη μια φορά, της εγκατάλειψης κατακτήσεων, στο όνομα νεφελωδών ορισμών περί του νέου επαναστατικού υποκειμένου και της νέας επαναστατικής προοπτικής.
Ας θέσουμε, λοιπόν, το καίριο ερώτημα εξ αρχής: Είναι μύθος ή πραγματικότητα η περίφημη παγκοσμιοποίηση; Η παγκοσμιοποίηση είναι πέραν κάθε αμφιβολίας μια νέα πραγματικότητα, θα απαντήσουμε ευθέως. Δεν είναι, όμως, η κρίσιμη καθολική πραγματικότητα για την οποία τόσοι μιλούν, όπως θα εξηγήσουμε στο πόνημά μας. Και εξηγούμαστε: Ως προς τα ζητήματα, πρώτον, της παραγωγής και του εμπορίου, η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να είναι μια ισχυρή πραγματικότητα (αν και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προς συζήτηση). Οι κολοσσιαίες πολυεθνικές εταιρείες της παραγωγής και του εμπορίου μετατρέπονται με γοργούς ρυθμούς σε διεθνικές και υπερεθνικές εταιρείες. Ως προς τα ζητήματα, δεύτερον, του χρήματος και της πίστης, η παγκοσμιοποίηση είναι πραγματικότητα και μύθος μαζί. Το City, οιονεί πρωτεύουσα της παγκόσμιας χρηματιστικής οικονομίας, διακρίνεται από ένα ρέοντα λόγο περί της παγκοσμιοποίησης, αλλά έχει μαζί και ένα πολύ συγκεκριμένο εθνικό έδαφος και μια συγκεκριμένη εθνική γεωγραφία (έστω και ως τοπική μικρο-γεωγραφία του City, στην οποία τυγχάνει να συνωστίζονται υπερεθνικοί πελάτες). Ως προς τα μείζονα, όμως, τρίτον, ζητήματα του πολέμου, της διεθνούς αστυνόμευσης και της ειρήνης, η περίφημη παγκοσμιοποίηση είναι απλά, από την αρχή μέχρι το τέλος, ένας μύθος. Εδώ, υπάρχει σαφέστατα και εθνικό έδαφος και εθνικό κέντρο και το κόκκινο χρώμα της αστερόεσσας στον χάρτη του πλανήτη: μια κλασικού τύπου εθνική ηγεμονία (πλανητικών διαστάσεων).
Η γεωπολιτική θεωρία του τέλους του 19ου αιώνα αποτέλεσε ένα πλαίσιο επεξεργασίας ιδεών για τα εδαφικά στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (εθνών-κρατών). Η γεωπολιτική θεωρία του τέλους του 20ου αιώνα αποτελεί ένα πλαίσιο επεξεργασίας ιδεών για τα εδαφικά στρατηγικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (εθνών-κρατών, πολυεθνικών εταιρειών και λοιπών σύγχρονων πολιτικών υποκειμένων). Αν στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας περιλαμβάνονται και τα κοινωνικά κινήματα, τότε έχει λόγο και η Αριστερά να αναπτύξει την δική της γεωπολιτική θεωρία. (Το κάνει ήδη η ομάδα του Yves Lacost στην Γαλλία.) Η Γεωπολιτική είναι συγχρόνως Γεωγραφία και Ιστορία.
Οι περιορισμένοι πόροι (στον βαθμό που η ‘παγκοσμιοποίηση’ και η ‘νέα οικονομία’ δεν θα μπορέσουν να ξεπεράσουν οριστικά και διαπαντός το πρόβλημα των περιορισμένων πόρων) θα επιβάλλουν πάντα ένα στρατηγικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος στους (όποιους) παίκτες τής διεθνούς και εσωτερικής πολιτικής. Όλα τα άλλα, συνεργατικά, παίγνια των ανοικτών αγορών και των ανοικτών θυρών (παίγνια αυξανόμενου αθροίσματος) θα είναι παίγνια υπάλληλα του κρίσιμου γεωπολιτικού παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. (Ακόμη και η τόσο προβεβλημένη ‘αεραγορά’ του πρωτοκόλλου του Κιότο αυτό αποδεικνύει, για όσους επιμένουν να ερμηνεύουν σωστά τις διεθνείς δεσμεύσεις και παραχωρήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων).
Το διαρκές ερώτημα των Διεθνών Σχέσεων, δηλαδή το ερώτημα ‘συνεργασία ή σύγκρουση;’ εξετάζεται στο παρόν πόνημα υπό τους περιορισμούς που θέτουν η αυστηρή γεωπολιτική συνθήκη και οι αυστηροί όροι του γεωπολιτικού παιγνίου. Ονομάζουμε, εδώ, γεωπολιτική συνθήκη την υπόθεση του πεπερασμένου και κλειστού κόσμου, υπόθεση ισχύουσα στην διεθνή πολιτική από το τέλος της ‘κολομβιανής’ εποχής (1900), οπότε ολοκληρώθηκε το παζλ της αποικιοκρατίας. Παραθέτουμε κείμενα γραμμένα στην στροφή του 19ου προς τον 20ο αιώνα, ενδεικτικά της εν λόγω συνθήκης (ως ιστορικο-γεωγραφικής πραγματικότητας αλλά και ως ανθρώπινου βιώματος). Ονομάζουμε γεωπολιτικό παίγνιο το παίγνιο πολιτικής ισχύος μηδενικού αθροίσματος που εκτυλίσσεται υπό τους περιορισμούς της γεωπολιτικής συνθήκης. Ποιοι είναι οι παίκτες αυτού του παιγνίου; Ποια τα δρώντα υποκείμενα της πολιτικής; Ποια τα δρώντα υποκείμενα της συνεργασίας ή της σύγκρουσης; Είναι σε όλους τους τομείς (παραγωγή, χρήμα, πόλεμο) τα ίδια υποκείμενα; Μήπως, για όλα αυτά (υποκείμενα, συνεργασία ή σύγκρουση), πρέπει να απαντήσουμε διαφορετικά για κάθε ένα τομέα κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας; Απαντούμε ναι. Αυτός ο μεθοδολογικός διαφορισμός της απάντησής μας είναι το σημείο στο οποίο καλούμε τον αναγνώστη να εστιάσει την προσοχή του. Πώς είναι δυνατόν, με άλλα λόγια, να οδηγούμαστε σε συμπεράσματα για τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής και του πολέμου, εκκινούντες από το τι συμβαίνει στους περιφερειακούς τομείς της υλικής παραγωγής, του εμπορίου και του χρήματος;
Για να προλάβουμε ένα πρόωρο αντίλογο, να διευκρινίσουμε ότι ο ανωτέρω διαφορισμός δεν αρνείται ότι η ευρεία έννοια του πολέμου περιλαμβάνει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας και των οικονομικών ανταγωνισμών ως στρατηγικών εργαλείων. Όμως, αυτό δεν μπορεί να εξομοιώνει λειτουργίες και να σκιάζει τις εκάστοτε συγκεκριμένες ιεραρχίες και προτεραιότητες. Η οικονομική υπονόμευση μιας Δύναμης λαμβάνεται υπ’ όψη ως στρατηγική υπονόμευση μόνον εφ’ όσον αντανακλάται στον πραγματικό κόσμο των διεθνών αποφάσεων.
Το παρόν πόνημα μπορεί να αναγνωσθεί, εκτός των άλλων, και ως διατριβή επί της φύσης και της σύστασης των δρώντων υποκειμένων στην σύγχρονη διεθνή πολιτική. Και αν, ήδη από το πρώτο μέρος της εργασίας μας, μπορούμε να ορίσουμε με σαφήνεια την έννοια της γεωπολιτικής συνθήκης και του γεωπολιτικού παιγνίου, η φύση και η σύσταση του δρώντος υποκειμένου εξετάζονται καθ’ όλη την έκταση της εργασίας, και στα τρία της μέρη. Αν η γεωπολιτική συνθήκη και το γεωπολιτικό παίγνιο μπορούν να ορισθούν, από μια ιστορική στιγμή και μετά, ως έννοιες γενικής εφαρμογής (ακόμη και όταν τα συμπεράσματα ως προς το δέον γενέσθαι είναι εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους), η φύση και η σύσταση του δρώντος υποκειμένου μεταβάλλονται συνεχώς, στον χώρο και τον χρόνο, έστω και αν διατηρείται, εν τη ρύμη του λόγου, η ίδια ονομασία. Και χρειάζεται κάμποση θεωρητική προσπάθεια για να αποφύγουμε τον στείρο διάλογο ενός μεσαιωνικού νομιναλισμού, ως προς το αν οι λέξεις και οι γενικές κατηγορίες αντιπροσωπεύουν κάτι συγκεκριμένο και επαρκές για την συνεννόησή μας. Η μεταμοντέρνα γλωσσολογική πρόκληση είναι, όπως ξέρουμε, ταυτόχρονα, και πνευματική πρόκληση και πνευματική παγίδευση.
Για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο της πνευματικής παγίδευσης, πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι η σχέση μεταξύ υποκειμένου και παιγνίου είναι μια σχέση αμφίδρομη. Τα υποκείμενα ορίζουν το παίγνιο, αλλά και το παίγνιο ορίζει τα υποκείμενα. Αυτή είναι η απάντησή μας στα σχετικά ερωτήματα. Το εκάστοτε δρων υποκείμενο δεν ορίζεται ποτέ στην απομόνωση και καθαρότητά του, διότι, κατ’ αρχήν, ουδέποτε υφίσταται τέτοια απομόνωση και καθαρότητα. Το εκάστοτε δρων υποκείμενο ορίζεται στο πλαίσιο μιας συγκυρίας κοινωνικών, πολιτικών και πνευματικών παραγόντων, στο πλαίσιο μιας συγκυρίας ιστορικών και γεωγραφικών όρων και στο πλαίσιο των εκάστοτε συγκεκριμένων αντιπαλοτήτων και συμμαχιών μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ακόμη και αν το υποκείμενο διατηρεί την ίδια ονομασία, είναι μια ευμετάβλητη ουσία που διέπεται από τις λογικές μιας πολύπλοκης και πολυεπίπεδης στρατηγικής με σκοπό την επιβίωση, την εδραίωση, την ανάδειξή και ανάπτυξη, την επέκταση κ.λ.π.. Είναι μια ευμετάβλητη ουσία που διέπεται από τους κανόνες της στρατηγικής, δηλαδή από την διαλεκτική σχέση μέσων και σκοπών, στο πλαίσιο του εκάστοτε αναπτυσσόμενου παιγνίου. Όμως, από την άλλη πλευρά, η ίδια η στρατηγική σκέψη, η ανάγκη ευνοϊκών συμμαχιών σε ένα διαρκές ανταγωνιστικό πλαίσιο, επιβάλλει, έστω και επιλεκτικώς, την σταθερότητα (ενίων) συνθηκών και (ενίων) όρων. Αυτό, η αναγκαία δηλαδή σταθερότητα, επιτρέπει την αποφυγή της μεταμοντέρνας γλωσσολογικής παγίδευσης.
Έκαστο υποκείμενο, αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου υποκειμένου, περιλαμβάνει στους κόλπους του ένα αριθμό υποκειμένων, έκαστο των οποίων περιλαμβάνει στους κόλπους του ένα αριθμό άλλων υποκειμένων κ.ο.κ.. Οι συνθέσεις (συστάσεις) των υποκειμένων, είτε των μειζόνων είτε των ελασσόνων υποκειμένων, μεταβάλλονται κάθε στιγμή που διαφοροποιείται, χάρη ακριβώς στην δράση των ίδιων των υποκειμένων, το συγκεκριμένο στον χώρο και τον χρόνο κοινωνικο-πολιτικο-πνευματικό πλαίσιο. Οι συμμαχίες μεταβάλλονται, τα υποκείμενα ανασυντάσσονται, οι συσχετισμοί ισχύος αναδιατάσσονται. Η ισχύς, μακράν του να είναι, κατά πώς νόμιζαν κατά τον 19ο αιώνα, ένα υλικό αντικείμενο προς αποκλειστική ιδιοποίηση, είναι μια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη σχέση μεταξύ υποκειμένων. Όμως, την ίδια στιγμή, η ίδια η ανάγκη ηγεμόνευσης και ελέγχου επιβάλλει (σ’ αυτούς τους ίδιους που επικαλούνται την ρευστότητα των πραγμάτων) μια minimum σταθερή τάξη πραγμάτων και όρων. Έτσι, ένας μετανεωτερικός νομιναλισμός θα αποτελούσε απλώς ψευδοπρόβλημα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που επληρούτο η γεωπολιτική συνθήκη, τότε που συμπληρωνόταν το παζλ της αποικιοκρατίας και ο κόσμος γινόταν ένας κλειστός κόσμος και ένα κλειστό σύστημα, υποκείμενα διεθνούς δράσης ήταν κυρίως τα εθνικά κράτη. Τα εθνικά κράτη, ως διεθνή δρώντα υποκείμενα, απειλούντο μόνον από τις διεθνιστικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος ή, μάλλον, από το φάντασμα των διεθνιστικών οργανώσεων του εργατικού κινήματος. Ένα αιώνα μετά, στα τέλη του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου, στην συγκυρία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του πλουραλισμού των πολιτικών υποκειμένων, υποκείμενα της διεθνούς δράσης είναι έθνη-κράτη, υπο-κρατικές περιφέρειες, διακρατικές περιφέρειες και ολοκληρώσεις, διεθνείς οργανισμοί, μη-κυβερνητικοί οργανισμοί, πολυεθνικές εταιρείες και άλλα συμπαγή ιδιωτικά συμφέροντα ποικίλης μορφής κινούμενα στην εμφανιζόμενη ως απο-εδαφικοποιημένη (deterritorialized) σφαίρα της ‘νέας οικονομίας’.

Το παρόν πόνημα αποτελείται από 3 Μέρη, 21 Κεφάλαια, 63 Υποκεφάλαια. Το κάθε Μέρος αποτελείται από 7 Κεφάλαια. Το κάθε Κεφάλαιο αποτελείται από 3 Υποκεφάλαια. Κάθε Μέρους, Κεφαλαίου και Υποκεφαλαίου προτάσσεται μία εισαγωγή βασικών ιδεών. Το έβδομο Κεφάλαιο κάθε Μέρους (δηλαδή τα Κεφ. 7ο, 14ο και 21ο) ασχολείται με τον εννοιολογικό και φιλοσοφικό σχολιασμό των περιεχομένων του αντίστοιχου Μέρους.
Το Πρώτο Μέρος ασχολείται, πρώτον, με την γεωπολιτική συνθήκη και την αντίστοιχη περί της συνθήκης αυτής κλασική γεωπολιτική θεωρία και, δεύτερον, με την ιστορική περιπέτεια της εν γένει γεωπολιτικής θεωρίας, ξεκινώντας από την περί το 1900 εποχή και φθάνοντας μέχρι την μεταπολεμική καταδίκη και την σχετικώς πρόσφατη αναβίωσή της. Οι Ευρωπαίοι κατά το τέλος του 19ου αιώνα αντιλαμβάνονταν ότι, φθάνοντας στα πέρατα της γης, οδηγούσαν τις υπερπόντιες αποικιακές αυτοκρατορίες τους στα φυσικά πλανητικά τους όρια. Δεν έμενε πλέον παρά, πρώτον, να αξιοποιήσουν τα ήδη κεκτημένα εδάφη με την εντατικότερη κατά το δυνατόν μορφή εκμετάλλευσης και, δεύτερον, να στραφούν εναντίον αλλήλων προσπαθώντας να αναδιανείμουν τα εδάφη, κατά τον λόγο της δύναμης του καθενός. Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό κάθε ευρωπαϊκής χώρας συνέβαιναν δραματικές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις ως αποτέλεσμα, αφ’ ενός, της δυναμικής τής επεκτεινόμενης καθολικής ψηφοφορίας, αφ’ ετέρου, της ταξικής κοινωνικής πόλωσης. Σ’ αυτή την συγκυρία, δύο μέτωπα ανοίγονταν για όλους: ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό. Οι ιδέες που επιστρατεύονταν, και στα δύο μέτωπα, προέρχονταν, όπως ήταν φυσικό, από την πολιτική, τον πολιτισμό, την τέχνη και την επιστήμη του 19ου αιώνα. Τα εθνικά κράτη οργανώνονταν τόσο ως προς τον εσωτερικό τους χώρο όσο και ως προς τον εξωτερικό χώρο με τα ίδια ακριβώς (και για τους δύο χώρους) ιδεολογικά και υλικά μέσα. Η κλασική γεωπολιτική θεωρία είναι, κατά κάποιο τρόπο, η θεωρία των εθνικών κρατών της ιστορικής και γεωγραφικής αυτής σύμπτωσης.
Το Δεύτερο Μέρος ασχολείται με την βασική διάκριση του χώρου σε εσωτερικό χώρο και εξωτερικό χώρο. Η χωρική διάσταση του υποκειμένου διαιρεί, αναγκαία και θεμελιακά, τον χώρο σε εσωτερικό και εξωτερικό χώρο. Οι έννοιες του εσωτερικού χώρου και του εξωτερικού χώρου είναι τόσο έννοιες πραγματολογικές όσο και έννοιες φαντασιακές. Καθοριστικό ρόλο στον προσδιορισμό του ακριβούς περιεχομένου των εννοιών έχουν οι εκάστοτε υιοθετούμενες θεωρίες. Η παγκοσμιοποίηση και το αντιφατικό ιδεολογικό νεφέλωμα, που συνήθως συνοδεύει τις αισιόδοξες ή απαισιόδοξες περί της παγκοσμιοποίησης συζητήσεις, συνιστούν ένα πλαίσιο γεγονότων και ιδεών που περιβάλλει και διαμορφώνει τα σύγχρονα υποκείμενα (όσο και αυτά τα υποκείμενα επηρεάζουν και διαμορφώνουν το πλαίσιο αυτό). Όλες οι περί την παγκοσμιοποίηση συζητήσεις θέτουν, ανοικτά ή υπαινικτικά, το ζήτημα του έθνους-κράτους, είτε για να το επικαλεσθούν είτε για να το απορρίψουν είτε για να το εντάξουν σε μια συνολική και συστημική λογική παγκοσμιότητας. Τις θεωρίες αυτές, με κριτήριο την οπτική γωνία των πραγμάτων, τις διακρίνουμε σε θεωρίες περί ενός λειτουργούντος βασικού παγκοσμίου συστήματος (που καθορίζει τα λοιπά) και σε θεωρίες περί μιας λειτουργούσας βασικής εθνικο-κρατικής ρύθμισης (που καθορίζει τα λοιπά). Οι πρώτες έχουν ως αφετηρία την εποπτική σύλληψη του κόσμου ως πλανητικού συστήματος σχέσεων εξάρτησης και υποτέλειας. Οι δεύτερες έχουν ως αφετηρία τις βασικές εθνικές ρυθμίσεις στο μόνο αποτελεσματικά οργανωμένο κοινωνικά χώρο που διακρίνουν, τον χώρο δηλαδή του έθνους-κράτους. Οι πρώτες, εκκινώντας από μια συνολική θεώρηση καταλήγουν στις επί μέρους εξειδικεύσεις, οι δεύτερες, ακολουθώντας την ακριβώς αντίθετη πορεία, εκκινούν από τις επί μέρους εθνικές ρυθμίσεις για να καταλήξουν στο συνολικό και το παγκόσμιο.
Το Τρίτο Μέρος ασχολείται με την φύση και τον χαρακτήρα των διεθνών σχέσεων. Η γεωπολιτική διάσταση των διεθνών ζητημάτων δεν προδικάζει την ακριβή φύση και τον ακριβή χαρακτήρα των διεθνών σχέσεων στους διάφορους τομείς της οικονομίας και της πολιτικής. Έτσι, πρέπει να επιχειρηθεί μια αξιόπιστη κατηγοριοποίηση των διεθνών σχέσεων ανά τομέα διεθνούς δράσης και σε μια εκάστη των κατηγοριών να κριθεί ο ακριβής χαρακτήρας των διεθνών σχέσεων. Επιλέγονται δυο ευρύτερες θεματικές των διεθνών σχέσεων, οι θεματικές των καθεστώτων (regimes) και των περιφερειών (regions), στις οποίες δοκιμάζονται οι βασικές υποθέσεις της διεθνούς θεωρίας, οι υποθέσεις της συνεργασίας και της σύγκρουσης των διαφορετικών σχολών των Διεθνών Σχέσεων. Εδώ, αναποφεύκτως, κάποια στιγμή, τίθενται και τα μείζονα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης.
Στο πλαίσιο του κυρίαρχου γεωπολιτικού παιγνίου, μικρότερα παίγνια μπορούν να εξελίσσονται, όπως και στο πλαίσιο αυτών των μικρότερων παιγνίων ακόμη μικρότερα παίγνια μπορούν να λαμβάνουν χώρα κ.ο.κ.. Η αλληλουχία σημαντικότερων και λιγότερο σημαντικών παιγνίων συνιστά σταθερό γνώρισμα της εν γένει στρατηγικής σκέψης και δράσης. Στο κάθε παίγνιο, που διεξάγεται υπό την σκέπη του μείζονος γεωπολιτικού παιγνίου, τόσο η συνεργασία όσο και η σύγκρουση είναι δυνατά και επιλέξιμα σενάρια. Δεν επιδέχονται, όμως, επαναλαμβάνουμε, όλοι οι τομείς των διεθνών σχέσεων τις ίδιες συμπεριφορές. Τομείς κατ’ εξοχήν εμπορικού και συναλλακτικού χαρακτήρα ενδείκνυνται για την διεθνή συνεργασία, και αποδεικνύεται, σ’ αυτούς, ότι η διεθνής συνεργασία έχει και τεράστιες προοπτικές προόδου. Τομείς κατ’ εξοχήν πολεμικού χαρακτήρα αντεδείκνυνται για την όποια διεθνή συνεργασία, και αποδεικνύεται, σ’ αυτούς, ότι οι σχετικές περί ειρηνικής συνεργασίας διακηρύξεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ρητορική επιμελώς συγκαλύπτουσα άνισες σχέσεις επιβολής και υποταγής.
Το όλον πόνημα, δεχόμενο την κοινωνιολογία και την πολιτική θεωρία του Παναγιώτη Κονδύλη, μιλάει θετικά για την ισχύ, ανακηρύσσοντάς την βασικό θέμα και κεντρική κατηγορία της σκέψης, στην οντολογική, την ανθρωπολογική και την κοινωνικο-ιστορικο-γεωγραφική διάστασή της. Η ρητορική εξορκισμού της ισχύος αντιμετωπίζεται εδώ ως περίτεχνη στρατηγική ισχύος και τίποτα παραπάνω. Από την άλλη πλευρά, τα διακυβεύματα των διεθνών σχέσεων δεν είναι πάντα της ίδιας τάξεως. Το να παρουσιάζουμε τα διακυβεύματα των διεθνών σχέσεων ως εάν να είναι της ίδιας τάξεως συνιστά, και αυτό, μέρος περίτεχνης στρατηγικής ισχύος. Το να παρουσιάζουμε τα διακυβεύματα του γεωπολιτικού παιγνίου ως ίδιας σημασίας προς τα διακυβεύματα ενός εμπορικού παιγνίου λιανικών ή χονδρικών πωλήσεων συνιστά, και αυτό, μέρος περίτεχνης στρατηγικής ισχύος. Το παρόν πόνημα παίρνει πολύ στα σοβαρά τα όσα είπαν οι philosophes maudits περί της φύσεως του ανθρώπου και των ανθρώπινων σχέσεων.
…………………………………………………………….
…………………………………………………………….
ΜΕΡΟΣ I
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Ήταν άραγε μόνον ηθικοί οι λόγοι της καταδίκης της Γεωπολιτικής, μετά από τον πόλεμο που τα ευρωπαϊκά έθνη είχαν προκαλέσει, ή – κατά ένα παράδοξο τρόπο – ήταν και λόγοι γεωπολιτικοί; Οι εθνικισμοί ήταν οι υπαίτιοι του πολέμου και η Γεωπολιτική ήταν το θεωρητικό εργαλείο των εθνικισμών. Κατά την πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου, την πιο σκληρή φάση του, όταν ο κόσμος βρισκόταν με το δάκτυλο στην σκανδάλη του πυρηνικού οπλοστασίου του, η Γεωπολιτική ήταν πεδίο απαγορευμένο για τους γεωγράφους, τους πολιτικούς επιστήμονες και τους πολιτικούς. Οι εύθραυστες λεπτές ισορροπίες στις σχέσεις των δύο ιδεολογικο-πολιτικο-στρατιωτικών συνασπισμών, πέραν της ηθικής δεοντολογίας, δεν είχαν και την πολυτέλεια των πολλών συζητήσεων και αμφισβητήσεων. Οι περιφερειακές συγκρούσεις στις διάφορες περιοχές του πλανήτη θα υπάκουαν σε υποκατάστατα πολιτικά δόγματα (π.χ. θεωρία του ντόμινο). Και η αναβίωση της Γεωπολιτικής θα περίμενε την δεκαετία του 1970: Θα συνέπιπτε με την δεύτερη φάση του Ψυχρού Πολέμου, την φάση της Ύφεσης, που θα συνοδευόταν από νέα πολιτικά δόγματα και νέες πολιτικές θεωρίες. Τόσο η γέννηση όσο και η καταδίκη και η αναβίωση της Γεωπολιτικής έχουν την δικής τους γεωπολιτική εξήγηση!
Η Γεωπολιτική γεννήθηκε κατά την περί το 1900 εποχή. Τέκνο μιας εποχής, που από ένα κλασικό βρετανό γεωπολιτικό χαρακτηρίσθηκε ως το τέλος της κολομβιανής περιόδου και η αρχή της μετα-κολομβιανής. Η Γεωπολιτική του 1900 συνέθεσε τα κρίσιμα διακυβεύματα που έθετε στις άρχουσες πολιτικές ελίτ της Ευρώπης η συγκυρία του τέλους μιας αισιόδοξης κατάστασης. Επρόκειτο για το απόγειο της εξάπλωσης της ευρωπαϊκών δυνάμεων στον κόσμο. Το πλανητικό πάζλ των κατακτήσεων ολοκληρωνόταν, και τα έθνη της Ευρώπης θα στρέφονταν εναντίον αλλήλων. Το fin de siécle δεν ήταν απλώς το χρονικό τέλος ενός αιώνα και δεν ήταν μόνο ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν ένα μίγμα, αφ’ ενός, πραγματικών καταστάσεων που προμήνυαν γενικευμένο πόλεμο, αφ’ ετέρου, αισθημάτων για ένα παράδεισο που χανόταν. Οι νέες δυνάμεις, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιαπωνία, απειλούσαν τις εσωτερικές και εξωτερικές ισορροπίες της Ευρώπης, η αποικιοκρατία μετατρεπόταν σε ιμπεριαλισμό και ένα σφριγηλό εργατικό κίνημα – δεν πρέπει να το ξεχνάμε – διακήρυσσε, στο εσωτερικό των ίδιων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, την αντικατάσταση του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος από ένα άλλο, που θα καταργούσε τα κράτη. ‘Το λυκόφως των θεών και η συντέλεια του κόσμου’, όπως έγραφε ο Nordau, δανειζόμενος παραστάσεις της ισλανδικής μυθολογίας, ήταν αυτό που προσδοκούσαν και (μαζί) απεύχονταν αστοί και διανοούμενοι που λικνίζονταν στις πρόσκαιρες χαρές των καμπαρέ του 1900. Τα έθνη-κράτη έπρεπε να δράσουν. Ο εθνικισμός ήταν μια κάποια λύση. Και ο πόλεμος επίσης. Όμως τι θα ήταν ένας τέτοιος πόλεμος; Η πρόοδος της τεχνολογίας έδινε ασύλληπτης μαζικής καταστροφής όπλα στους εθνικούς στρατούς.
Αν και από την αρχή υπήρξαν πλείονες της μιας Γεωπολιτικές, μία για κάθε έθνος, η Γεωπολιτική γεννήθηκε, αναμφίβολα, ως μια ακόμη κατ’ εξοχήν γερμανική επιστήμη. Η Γερμανία υπήρξε η χώρα των γεωγράφων. Τώρα θα γινόταν και η χώρα των γεωπολιτικών. Η γεωγραφία είχε, κατά τους παρελθόντες αιώνες, παίξει στους Γερμανούς ένα άσχημο παιγνίδι, και οι Γερμανοί θεωρούσαν εαυτούς θύματα της γεωγραφίας. Στο κέντρο της Ευρώπης και χωρίς κάποια φυσική οχύρωση, δέχονταν, διαιρεμένοι σε άπειρα κρατίδια, τις επιθέσεις που μετέτρεπαν την γη τους σε ένα διαρκές πεδίο μαχών. Ο 19ος αιώνας θα ήταν για τους Γερμανούς ο αιώνας της ενοποίησης. Η Γεωγραφία και η Γεωπολιτική θα γίνονταν όπλα γνώσης των χωρικών όρων της γερμανικής ενοποίησης. Θα διδάσκονταν στα πανεπιστήμια και θα συγκέντρωναν το ενδιαφέρον της γερμανικής ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και το ενδιαφέρον του ευρύτερου γερμανικού κοινού.
Η κλασική γεωπολιτική θεωρία σφραγίσθηκε από την ιστορική και πνευματική συγκυρία που περιέβαλε τις πολιτικές εξελίξεις στον χώρο της Κεντρικής Ευρώπης. Και οι παγκόσμιες εξελίξεις, για δεκαετίες, θα σφραγίζονταν από την ανάδυση μιας τρομερής σε όλους τους τομείς κεντροευρωπαϊκής αυτοκρατορικής δύναμης, που θα απειλούσε τις παραδοσιακές Μεγάλες Δυνάμεις. Η γερμανική Geopolitik, που ακολούθησε την πολιτική μοίρα του γερμανικού αυτοκρατορικού κράτους, μέχρι της τελικής του πτώσεως, αποτελεί την κύρια ιστορική παρακαταθήκη της κλασικής Γεωπολιτικής. Το γιατί, λοιπόν, η Γεωπολιτική ενεπλάκη στην ενεργό πολιτική της Γερμανίας δεν είναι ένα ζήτημα που ενδιαφέρει τους γεωγράφους μόνον ως γεωγράφους και τους ιστορικούς μόνον ως ιστορικούς. Ενδιαφέρει, μάλλον, τους γεωγράφους ως ιστορικούς και τους ιστορικούς ως γεωγράφους. Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου, εδώ, δεν μπορούν να εξετάζονται ξεχωριστά.
Το ότι η Γερμανία είναι η χώρα των γεωγράφων, ας επαναλάβουμε, δεν είναι ένα καπρίτσιο της ιστορίας ή ένα καπρίτσιο της γεωγραφίας. Το ότι σ’ αυτή την χώρα γεννήθηκε η γεωπολιτική σκέψη, το ότι σ’ αυτή την χώρα αναπτύχθηκε, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ο ρομαντισμός στις τέχνες, ο οργανικισμός στις επιστήμες του ανθρώπου, ο εθνικισμός στην πολιτική επίσης δεν είναι ένα καπρίτσιο της ιστορίας ή ένα καπρίτσιο της γεωγραφίας. Το ότι υπάρχει μια αδιόρατη γραμμή, που ενώνει με βιωματικές σχέσεις το πνεύμα της γεωπολιτικής σκέψης, το πνεύμα του ρομαντισμού, το πνεύμα του οργανικισμού, το πνεύμα του εθνικισμού αποδεικνύεται από την λογική συμπληρωματικότητα των πνευματικών αυτών κινημάτων και της συγκεκριμένης ιστορίας και της συγκεκριμένης γεωγραφίας των πνευματικών και πολιτικών αυτών κινημάτων.
Έναντι των θεωρητικών επεξεργασιών, που ενέπνευσε στην πολιτική και κοινωνική θεωρία ο Διαφωτισμός, η γεωπολιτική θεωρία δανείσθηκε τις ιδέες της από τον Ρομαντισμό, που άνθησε κυρίως στην Γερμανία και διαμόρφωσε την γερμανική ψυχή. Το πνευματικό υπόβαθρο του Ρομαντισμού αποτέλεσε μια ευγενή τεκμηρίωση της ιδέας της ενότητας του εθνικού κράτους. Έναντι των θεωρητικών επεξεργασιών, που ενέπνευσε στην πολιτική και κοινωνική θεωρία το μηχανικό/ φυσικό Παράδειγμα, η γεωπολιτική θεωρία υιοθέτησε το οργανικό/ βιολογικό Παράδειγμα, που πάλι άνθησε στην Γερμανία. Το οργανικό/ βιολογικό Παράδειγμα αποτέλεσε το αύταρκες πνευματικό πλαίσιο της ιδέας της ενότητας του εθνικού κράτους. Η ενότητα του νεοσύστατου εθνικού κράτους ήταν το ποθούμενο αντικείμενο του ανερχόμενου επιθετικού γερμανικού εθνικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Το εθνικό κράτος, το μόνο ενεργό, κατά την κλασική γεωπολιτική θεωρία, υποκείμενο της διεθνούς πολιτικής πρέπει, πάνω απ’ όλα, να είναι ένα αρραγές υποκείμενο, να μην απειλείται δηλαδή από κινδύνους ρήξης και διάσπασης. Ρομαντισμός, οργανικισμός και εθνικισμός περιέβαλαν με απαράμιλλο τρόπο την υπόθεση της νεοσύστατης Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Ιστορικώς, η στρατηγική τρωτότητα και μειονεκτικότητα της κεντροευρωπαϊκής λεκάνης, έναντι των πέριξ της χωρών, συνοδευόταν από την πολιτική τρωτότητα και μειονεκτικότητα ενός επί αιώνες πολυδιασπασμένου σε εκατοντάδες κράτη και κρατίδια χώρου. Οι πέριξ της εν λόγω λεκάνης χώρες επί αιώνες ανέστειλαν, με κάθε τρόπο, την πολιτική ενοποίηση των γερμανικών πληθυσμών. Κατά τον 19ο αιώνα, που ήταν ο αιώνας των εθνών και της οργάνωσής τους υπό τα κελεύσματα της λαϊκής κυριαρχίας, τα πράγματα θα έπαιρναν τον δρόμο τους και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς. Όποιος θα ολιγωρούσε στην εξαντλητική κούρσα των διαφορετικών πολιτικών κρατικής ισχύος, δεν θα έμενε απλώς πίσω. Θα αφανιζόταν ως πολιτικό υποκείμενο. Το αν η Γερμανία θα γινόταν τελικώς μια πρωσική ή μια αυστριακή Γερμανία θα σήμαινε εντελώς διαφορετικά πράγματα για τους Γερμανούς, π.χ., της Βαυαρίας, για τους Γάλλους ή Βρετανούς ή Βέλγους και Ολλανδούς.
Τα πολιτικά υποκείμενα δεν είναι αυθύπαρκτα, δεν υπάρχουν μόνα τους στον κόσμο. Δεν υπάρχουν αφ’ εαυτών. Παίρνουν σάρκα και οστά στο πλαίσιο υπαρκτών ανταγωνιστικών σχέσεων πολιτικής ισχύος. Δεν υπάρχουν – ας το πούμε εξ αρχής – πολιτικά υποκείμενα έξω από τις σχέσεις εξουσίας. Ο 19ος αιώνας θεωρούσε την ισχύ ή την εξουσία ως ένα υλικό αντικείμενο, ως φρούριο προς κατάκτηση, ως μηχανισμό και εργαλείο προς ιδιοποίηση. Η υφέρπουσα στρουκτουραλιστική του σκέψη, που θα εκδηλωνόταν, λίγο αργότερα, κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, με την επίσημη φιλοσοφία και κοινωνιολογία του στρουκτουραλισμού, θα αντιλαμβανόταν την εξουσία ως ένα υλικό αντικείμενο, ένα υλικό εργαλείο ή, κατά την επεξεργασμένη στρουκτουραλιστική εκδοχή, ως μια δομή, που, αν και δομή, φέρεται ως υλικό αντικείμενο επικαθορίζον το πολιτικό γίγνεσθαι. Το ότι, βεβαίως, σήμερα, στο πλαίσιο της μεταστρουκτουραλιστικής φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας, δεχόμαστε, πλέον, ότι η ισχύς δεν είναι ένα υλικό αντικείμενο προς κατάκτηση ή ιδιοποίηση, αλλά μια διαρκής δυναμική σχέση, χωρίς επικαθορισμούς και προκαθορισμούς, δεν σημαίνει ότι τελειώσαμε με τα υλικά αντικείμενα.
Η κλασική γεωπολιτική θεωρία ασχολήθηκε με τα υλικά αντικείμενα. Η σύγχρονη γεωπολιτική θεωρία ασχολείται πάλι με υλικά αντικείμενα, αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο. Η σύγχρονη γεωπολιτική θεωρία ασχολείται, πρωτίστως, με σχέσεις, και δη με σχέσεις ισχύος. Όχι, όμως, αδιακρίτως με όλες τις όλες τις σχέσεις ισχύος, αλλά με εκείνες τις σχέσεις ισχύος που τυχαίνει να είναι σχέσεις αποκλεισμού. Δεν ασχολείται με εκείνες τις σχέσεις ισχύος που τυχαίνει να είναι σχέσεις συμμετοχής. Υπάρχει μια λεπτή, αλλά εξόχως σημαντική, διαφορά, που θα εξηγήσουμε στο κεφάλαιο Ι.4, όταν θα εξηγήσουμε γιατί τα παίγνια γεωπολιτικής ισχύος είναι παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Η Γεωπολιτική ασχολείτο και εξακολουθεί να ασχολείται με παίγνια μηδενικού αθροίσματος. Η Γεωπολιτική ασχολείται με σχέσεις μεταξύ ανθρώπων ή πολιτικών μορφωμάτων, που ερίζουν περί το πεπερασμένο του πλανήτη, περί την πεπερασμένη εδαφική έκταση του πλανήτη και περί τους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη.
Υπάρχει μια βασική υπόθεση που διαπερνά το σύνολο της κλασικής γεωπολιτικής θεωρίας. Η κοινότητα αυτής της βασικής υπόθεσης αποτελεί το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της κλασικής Γεωπολιτικής εν σχέσει προς άλλες πολιτικές θεωρίες. Είναι η υπόθεση του κλειστού πλανητικού γεωπολιτικού συστήματος. Η τετρακοσιοετής κολομβιανή ιστορική περίοδος της ευρωπαϊκής εξόρμησης προς τις άλλες ηπείρους έφθανε στο τέλος της, καθώς έδυε ο 19ος αιώνας. Σύμφωνα με την λογική και τους κανόνες των παιγνίων μηδενικού αθροίσματος, ό,τι αποτελεί κέρδος για ένα παίκτη, αποτελεί απώλεια για ένα άλλο παίκτη. Οι διεθνείς ανταγωνισμοί ισχύος αποκτούν, τότε, ένα οξύτερο χαρακτήρα, ένα γεωπολιτικό χαρακτήρα.
Η Γεωπολιτική υπονοεί, πάντοτε, ένα δεδομένο και πεπερασμένο μέγεθος διακυβεύματος. Επ’ αυτού του δεδομένου και πεπερασμένου μεγέθους αναπτύσσονται οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί. Ακόμη και αν αυτό το πεδίο των συγκρούσεων θα μπορούσε υπό κάποιους όρους να επεκταθεί, δεν είναι δυνατόν να επεκτείνεται διαρκώς. Η αφετηριακή αναφορά στο πεπερασμένο του πλανητικού γεωγραφικού χώρου, δηλαδή του πλανητικού εδαφικού πεδίου με όλους τους εντοπισμένους διαθέσιμους και εκμεταλλεύσιμους παραγωγικούς πόρους, και το εντός αυτού του πεπερασμένου πεδίου ανταγωνιστικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος αποτελούν τον ιδρυτικό όρο της Γεωπολιτικής. Αυτή είναι η ουσία της Γεωπολιτικής. Σήμερα, που περισσότερο από ποτέ άλλοτε, όπως μας υπενθυμίζουν οι ακτιβιστές οικολόγοι, τα όρια εκμετάλλευσης του πλανήτη και των πόρων του είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού, το γεωπολιτικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος προσλαμβάνει ένα ακόμη οξύτερο χαρακτήρα. Η γεωπολιτική ανάλυση προσλαμβάνει ένα πιο επείγοντα χαρακτήρα. Αν κάποτε τα έθνη πολεμούσαν για αποικίες και ‘ζωτικούς χώρους’, σήμερα τα έθνη, και όποια άλλα πολιτικά υποκείμενα σταθούν δίπλα τους ή εναντίον τους, μπορεί να πολεμούν για καθαρότερο αέρα και για ευνοϊκότερη κατανομή των περιορισμένων υδατικών ή άλλων βασικών πόρων.
Η Γεωπολιτική, όπως και η Γεωγραφία, ήταν, είναι και θα είναι λόγος εκφερόμενος περί της ισχύος. Γεωγραφία και Γεωπολιτική έχουν να κάνουν με τον πόλεμο, την ειρήνη και την στρατηγική (όσο, βεβαίως, και ο πόλεμος, η ειρήνη και η στρατηγική έχουν να κάνουν με την Γεωγραφία και την Γεωπολιτική). Υπάρχει, όμως, μεταξύ τους, μεταξύ Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής, μια βασική διαφορά: η διαφορά μεταξύ της στατικότητας της πρώτης και της μεταβλητότητας της δεύτερης, όπως παρατηρεί ο αμερικανός κλασικός γεωπολιτικός Spykman. Προφανώς, κάθε επιστήμη και κάθε θεωρία εξετάζει φαινόμενα που είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, δυναμικά φαινόμενα. Σε καμία επιστήμη δεν θα άρεσε να της πούνε ότι εξετάζει φαινόμενα που είναι στατικά. Ακόμη και η θεωρούμενη στατικότητα – θα μας πει η κάθε επιστήμη – κρύβει μέσα της μια ικανότητα μεταβολής στην μεγάλη διάρκεια του χρόνου. Όμως, εδώ ακριβώς εντοπίζεται η διαφορά: στον ορίζοντα του χρόνου. Οι χρόνοι της Γεωγραφίας και της Γεωπολιτικής διαφέρουν. Και κατά τούτο διαφέρουν και οι ρυθμοί γραφής τους. Είναι σαν η Γεωπολιτική να σπρώχνει τον χρόνο προς τα εμπρός και η Γεωγραφία προς τα πίσω. Γεωγραφία και Γεωπολιτική, αν και εξετάζουν τα ίδια πράγματα, είναι σαν να τα εξετάζουν με διαφορετικό τρόπο. Και όσο η μια αποστασιοποιείται από τα πράγματα, για να τα δει καθαρότερα, τόσο η άλλη συμμετέχει ενεργά, για να τα κατανοήσει πληρέστερα και να δράσει ανάλογα. Διαφορετικές οι μέθοδοι, διαφορετικές οι προσεγγίσεις, διαφορετικές οι αποφάνσεις.
Η Γεωπολιτική, επί μακρόν, μετά την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσε απαγορευμένο πεδίο για τους πολιτικούς επιστήμονες και τους γεωγράφους. Η γερμανική Geopolitik είχε καταδικασθεί στην συλλογική συνείδηση του κόσμου, ως ενεργώς εμπλακείσα στην πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας. Αν η Γεωγραφία είναι η επιστήμη (περί) του πολέμου, η Γεωπολιτική έκανε η ίδια πόλεμο.
Μετά από ένα μακρύ διάστημα απώθησης και παραγκωνισμού, η Γεωπολιτική, ως σκέψη και δημόσιος λόγος, επανεντασσόταν στην θεματική των ακαδημαϊκών και καθημερινών πολιτικών ενδιαφερόντων. Όπως, δε, η Γερμανία έπρεπε, μετά τον πόλεμο και την ‘τιμωρία’ της, σύντομα να επανενταχθεί στο διεθνές γίγνεσθαι, έτσι και η Γεωπολιτική έπρεπε κάποτε να ξανατεθεί στο τραπέζι των διεθνών συζητήσεων. Τα ζητήματα, που θέτουν η περίπλοκη γεωπολιτική πραγματικότητα και η ανοικτή γεωπολιτική σκέψη, κρίθηκε πως είναι πολύ σοβαρά για να παραμένουν υπό το πέπλο μιας μόνιμης πνευματικής απαγόρευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.1
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΙ
Στα τρία πρώτα κεφάλαια του Πρώτου Μέρους ασχολούμαστε με το πανόραμα των κλασικών ορισμών της Γεωπολιτικής και το εννοιολογικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο αυτοί οι ορισμοί εντάσσονται. Η Γεωπολιτική δεν θα μπορούσε να είναι μια καθαρή επιστήμη. Εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη ιστορία και σε μια συγκεκριμένη γεωγραφία. Εκείνο που στις επιστήμες που ασχολούνται με τις ανθρώπινες κοινωνίες παραμένει σταθερό είναι ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ανθρωπολογική σταθερά. Κι αυτό είναι ό,τι εμείς, ως παρατηρητές, διακρίνουμε και χαρακτηρίζουμε ως δι-ιστορικότητα. Στα τρία πρώτα κεφάλαια ασχολούμαστε με τα ιστορικά, που παρέρχονται: το πνευματικό πλαίσιο, το γνωσιολογικό πλαίσιο, το πολιτικό πλαίσιο. Στο τέταρτο κεφάλαιο ασχολούμαστε με τα δι-ιστορικά, την γεωπολιτική συνθήκη και το γεωπολιτικό πλαίσιο: την γεωπολιτική συνθήκη και το γεωπολιτικό παίγνιο. Η Γεωπολιτική είναι εδώ.
Επιλέγουμε να παρακολουθήσουμε την ιστορία της χώρας με την στενότερη σχέση με την γεωγραφία. Η Γεωγραφία, ως σύγχρονη επιστήμη, γεννήθηκε στην Γερμανία. Το ίδιο και η Γεωπολιτική. Ποιες είναι οι ιστορικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες αυτής της χώρας και ποια είναι η σχέση της με τα πνευματικά και πολιτικά κινήματα κατά την εποχή, κατά την οποία τα σύγχρονα έθνη-κράτη εγεννώντο; Η ιστορία της γεωπολιτικής σκέψης έχει, κατά κάποιο τρόπο, την δική της γεωπολιτική εξήγηση. Η Γερμανία – ή ό,τι ήταν η Γερμανία πριν από τον σχηματισμό του Γερμανικού Ράιχ – είχε ανέκαθεν μια ιδιαίτερη πνευματική και ενίοτε μυστικιστική σχέση με την γεωγραφία. Ήταν – ή θεωρούσε τον εαυτό της ότι ήταν – το μεγάλο θύμα της γεωγραφίας. Έπρεπε, από κάποια στιγμή και μετά, να γίνει ο πρωθιεράρχης μύστης της Γεωγραφίας. Να αντλήσει από αυτή τα μέγιστα δυνατά μαθήματα.
Αν και αυτός που εισήγαγε τον όρο ‘γεωπολιτική’ ήταν ένας σουηδός πολιτικός επιστήμων, ο Rudolf Kjellen, ο γερμανός γεωγράφος Friedrich Ratzel είναι αυτός που θεωρείται ο πραγματικός πατέρας της γεωπολιτικής σκέψης και θεωρίας. Ο πρώτος, ο Kjellen, επηρεάσθηκε από τον δεύτερο. Ο Kjellen υπήρξε, όντως, ένας εκλαϊκευτής του Ratzel. Μέσω της γερμανικής μετάφρασης του έργου του Kjellen (από την σουηδική γλώσσα) διαδόθηκαν ευρύτερα στον γερμανικό κόσμο οι ρατζελιανές γεωπολιτικές ιδέες. Τόσο ο Ratzel όσο και ο Kjellen χρησιμοποίησαν στα γεωπολιτικά τους κείμενα έννοιες δανεισμένες από την βιολογία και την μελέτη των ζώντων οργανισμών. Κατηγορήθηκαν, έτσι, και μαζί μ’ αυτούς κατηγορήθηκε και μια ολόκληρη παράδοση, ότι απλούστευσαν επικίνδυνα την πολιτική σκέψη. Η πρόκληση της ρατζελιανής θεώρησης των πραγμάτων ήταν μεγάλη, δεδομένης της απήχησης που είχε το έργο του σε μια περίοδο πολιτικής ρευστότητας. Αυτή την περίοδο όλοι αναζητούσαν τα μεγάλης κλίμακας ερμηνευτικά σχήματα καθώς και τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα πολιτικής δράσης.
………………………………………………………
………………………………………………………
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I.2
ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Οι κλασικοί γεωπολιτικοί γράφουν βαθύτατα επηρεασμένοι από την ατμόσφαιρα του fin de siécle (sekelskiftet). Το fin de siécle είναι μία εποχή ανάμεικτων συναισθημάτων, στα οποία υπερέχει ο φόβος μιας επικείμενης καταστροφής. Ο (αντισημίτης) Nietzsche και ο (εβραίος, σιωνιστής) Nordau, μέγιστοι πνευματικοί ταγοί του fin de siécle και των καταστροφικών οραμάτων του, προαναγγέλλουν ένα τέλος, κηρύσσοντας την ‘βόρεια’ ιδέα του λυκόφωτος των θεών (ragnarοk), που από πολλούς εκλαμβάνεται και ως λυκόφως των εθνών και των βεβαιοτήτων. Βιώνοντας έντονα τις θρυλούμενες αμφισημίες, γεωγράφοι και γεωπολιτικοί αναζητούν διέξοδο στις γεωγραφικές σταθερές και στις γεωγραφικές βεβαιότητες καθώς και στην αναγωγή της κρατικής οντότητας στην σχετικώς προβλέψιμη λογική ενός ζώντος οργανισμού, αγωνιζόμενου για την επιβίωση και ανάπτυξή του. Η Γεωπολιτική είναι, κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο, τέκνο του fin de siécle.
Ο οργανικισμός και ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι ένα πλαίσιο κοινωνιολογικών αντιλήψεων, που παρομοιάζουν την κοινωνία με ένα ζωντανό οργανισμό. Πολλοί από τους φερόμενους ως οι αρχικοί εμπνευστές του οργανικισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού αρνήθηκαν τον χαρακτηρισμό του οργανικιστή. Όμως, στην πολιτική θεωρία δεν ασχολούμαστε μόνον την κειμενική ανάλυση των πρωτότυπων πηγών, αλλά και με τα φαντάσματα που αυτές οι πηγές απελευθερώνουν. Και ο Kjellen είναι ένα από εκείνα τα ιστορικά πρόσωπα που αναλαμβάνουν να εκλαϊκεύσουν τις θεωρίες και να απελευθερώσουν τα φαντάσματα. Αν τόσο ο Spencer όσο και ο Ratzel, απαντώντας σε σχετικές κριτικές, αναγνωρίζουν ότι οι πολίτες ενός κράτους δεν μπορούν να παρομοιάζονται με τα όργανα ενός οργανισμού, αφού, σύμφωνα με την δική τους πανομοιότυπη διατύπωση, διαθέτουν κατ’ αρχήν την ικανότητα να αποσκιρτήσουν, ο Kjellen την οργανική μεταφορά θα την πάρει περισσότερο στα σοβαρά. Ο Kjellen δεν θα επιτρέψει σε κανένα από τα όργανα του οργανισμού να αποσκιρτήσει, και μάλιστα επί ποινή εσχάτης προδοσίας(!), αφού χωρίς τα όργανά του ο οργανισμός αποθνήσκει. Αυτή η εσχάτη ποινή θα είναι η λογική συνεπαγωγή ενός αυστηρού οργανικισμού. Το φάντασμα της οργανικής αναλογίας απελευθερώνεται, κάποια στιγμή, για να πλανάται και να ελέγχει τον βαθμό εθνικής συνείδησης, επιφυλασσόμενο να απευθύνει την κατηγορία της εθνικής μειοδοσίας και της εσχάτης προδοσίας.
Τα πνευματικά, γνωσιολογικά και πολιτικά κινήματα του ρομαντισμού, του οργανικισμού και του εθνικισμού συνιστούν, αντικειμενικά, ένα πλαίσιο αλληλοσυμπληρούμενων ιδεών και αντιλήψεων πρόσφορο και ευνοϊκό ως προς την υπόθεση της σφυρηλάτησης της ενότητας του εθνικού κράτους. Έναντι (εναντίον) όλων των εναλλακτικών ενδεχομένων περί της οργάνωσης της κοινωνίας, το αίτημα της ενότητας του έθνους-κράτους συσπείρωσε, κατά τον 19ο αιώνα, ευρύτατες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ο ρομαντισμός, ο οργανικισμός και ο εθνικισμός, δίνοντας πρωταρχική έμφαση στο όλον και στην ιδέα της ενότητας των μερών στο όλον, επιστρατεύθηκαν στο οπλοστάσιο των δυνάμεων εκείνων που προέτασσαν της ταξικής ή άλλης εσωτερικής ομαδοποίησης και σύγκρουσης την αξία της εθνικής ενότητας.
Η κλασική γεωπολιτική θεωρία, γέννημα του τέλους του 19ου αιώνα, θεώρησε τα έθνη-κράτη ως τα μόνα άξια λόγου πολιτικά υποκείμενα, και για λογαριασμό αυτών των εθνών-κρατών ιστορικά εκφράσθηκε. Το πλαίσιο των ιδεών του ρομαντισμού, του οργανικισμού και του εθνικισμού αποτέλεσε την βασική ιδεολογική και ψυχολογική πηγή αναφοράς των πρώτων γεωπολιτικών στοχαστών. Τα έθνη-κράτη, ως υποκείμενα, πρέπει να είναι ενωμένα, ένα έκαστο εξ αυτών, ώστε να αντιμετωπίσουν άλληλα, εν ειρήνη ή εν πολέμω, με την μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Πρέπει, κατά δεύτερο, αλλά εξ ίσου σημαντικό λόγο, να αντιμετωπίσουν το φάντασμα που πλανάται στην Ευρώπη, στο όνομα του διεθνούς και διεθνιστικού κομμουνισμού, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Ο Ρομαντισμός, ο εθνικισμός και ο επιστημολογικός οργανικισμός επιβεβαιώνουν την εσωτερική ενότητα των εθνικοκρατικών υποκειμένων, ενός εκάστου εξ αυτών, ως μόνης προϋπόθεσης για την επιβίωσή τους σε ένα, κατά το μάλλον ή ήττον, ανταγωνιστικό κόσμο που τα περιβάλλει και τα διαπερνά.
Προφανώς, τα εν λόγω πνευματικά και πολιτικά κινήματα προσφέρονταν για περισσότερες της μιας αναγνώσεις και για περισσότερες της μιας χρήσεις. Λειτούργησαν κατά πολυδιάστατο τρόπο, προσφέροντας υπηρεσίες σε περισσότερες της μιας μεγάλες ιστορικές υποθέσεις. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την προνομιακή σχέση τους με την υπόθεση του γρήγορου μετασχηματισμού της επαναστατικής ‘αρχής της εθνικότητας’ σε αντεπαναστατικό εθνικισμό στην διάρκεια του 19ου αιώνα, και κυρίως μετά το σημαδιακό 1848. Πρόσφορες υπήρξαν οι προσεγγίσεις του ρομαντικού κινήματος, που δίδασκαν, πέραν της αγάπης στην πατρίδα, την υποταγή των ατομικών επιθυμιών σε ένα σύνολο υπέρτερο του αθροίσματος των ατομικών βουλήσεων, σε μια υψηλή κοινή υπόθεση. Πρόσφορες υπήρξαν, ομοίως, και οι κοινωνιολογικές και πολιτικές απόψεις που χρησιμοποίησαν τις οργανικές/ βιολογικές μεταφορές και αναλογίες στην κοινωνιολογία και την πολιτική επιστήμη ως μέθοδο ανάλυσης των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων και που, επίσης, οδήγησαν την σκέψη στο λογικό συμπέρασμα της υπεροχής του συνόλου έναντι των επί μέρους ομάδων και συμπεριφορών.
Μπορούμε να πούμε, με κάποιο βαθμό γενίκευσης, ότι η διεθνής διεθνιστική εργατική αριστερά της κρίσιμης δεκαετίας του 1890 βάσισε την μεν πολιτική θεωρία της στην ιδέα που καλλιέργησε στην φιλοσοφία ο Διαφωτισμός, την δε κοινωνική θεωρία της στο γνωσιολογικό Παράδειγμα της μηχανικής μεταφοράς. Κατά ανάλογο τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι η εθνικιστική δεξιά της ίδιας περιόδου βάσισε την μεν πολιτική θεωρία της στην ιδέα που καλλιέργησε στην φιλοσοφία ο Ρομαντισμός, την δε κοινωνική θεωρία της στο γνωσιολογικό Παράδειγμα της οργανικής/ βιολογικής μεταφοράς. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό, αυτούς καθ’ εαυτούς, και στα δύο διακριτά γνωσιολογικά Παραδείγματα, αυτά καθ’ εαυτά, όσο οφείλεται στις επιλογές ιδεών που τα ίδια τα πολιτικά κινήματα έκαναν σε κάποια κρίσιμη ιστορική στιγμή.
Μιλώντας για πατρίδες, η Γαλλία υπήρξε μάλλον η πατρίδα του Διαφωτισμού και των περί αυτόν ιδεολογιών και κινημάτων, ενώ η Γερμανία υπήρξε μάλλον η πατρίδα του Ρομαντισμού και των περί αυτόν ιδεολογιών και κινημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Γαλλία δεν υπήρξε η πατρίδα του ρομαντικού Ρουσώ και η Γερμανία δεν υπήρξε η πατρίδα του διαφωτιστή Έγελου. Τα όρια είναι αρκετά ασαφή. Κάποιοι στοχαστές συγκαταλέγονται άλλοτε στο ένα ρεύμα σκέψης άλλοτε στο άλλο ρεύμα σκέψης. (Π.χ. ο Herder, φιλόσοφος ενός απόλυτα ρομαντικού ανήκειν, συγκαταλέγεται από τον εξαιρετικό γνώστη της ιστορίας των ιδεών Παναγιώτη Κονδύλη στη χορεία του Διαφωτισμού, λόγω της κυριαρχούσας στον Herder αντινοησιαρχικής στάσης.) Αυτό δεν πρέπει να ξενίζει όσους δεν αναζητούν απόλυτους και ουσιοκρατικούς ορισμούς. Η αλήθεια – σχετική πάντοτε – αποκαλύπτεται μόνο στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των ιδεών. Έτσι, μπορούμε να κάνουμε λόγο για γαλλικές ιδέες και για γερμανικές ιδέες, χωρίς να εννοούμε ότι δεν υπάρχουν γαλλικές ιδέες στην Γερμανία και γερμανικές ιδέες στην Γαλλία. Στις γερμανικές ιδέες συγκαταλέγεται η πρώτη γεωπολιτική θεωρία. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, ισχυρή θεωρητική γεωγραφική και γεωπολιτική παράδοση στην Γαλλία.
……………………………………………………………
……………………………………………………………
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I.3
ΑΠΟ ΤΗΝ REALPOLITIK ΣΤΗΝ WELTPOLITIK
Η ιστορία της Γερμανίας του 19ου και του 20ου αιώνα, αυτής της χώρας των γεωγράφων και της Γεωγραφίας, αποτελεί άξονα και ερμηνευτικό κλειδί της νεώτερης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας. Η σχετικώς καθυστερημένη δημιουργία σύγχρονου εθνικού κράτους στον γερμανικό χώρο, με το βάρος όλων όσα δραματικά είχαν προηγηθεί στον χώρο αυτό, περιέκλεινε μια ορμή νεοφώτιστου σε μια εποχή που η ανθρωπότητα, στο τεχνολογικό επίπεδο, ανέπτυσσε με πρωτοφανή τρόπο τις δημιουργικές αλλά συνάμα και τις καταστροφικές ικανότητές της. Πού θα κατευθυνόταν, κατά κύριο λόγο, αυτή η ορμή; Στην δημιουργία ή την καταστροφή; Οι πολιτικές που θα ακολουθούντο από το νέο αυτοκρατορικό κράτος, μετά το 1871, θα έκριναν το μέλλον της Ευρώπης και, λόγω της παγκόσμιας σημασίας της Ευρώπης, θα έκριναν και το μέλλον του κόσμου.
Το εκρηκτικό μείγμα των γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, της κεντρικής δηλαδή γεωγραφικής θέσης στο διεθνές σύστημα των ευρωπαϊκών δυνάμεων, και, από την άλλη πλευρά, των πολιτικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων της νεοσύστατης γερμανικής αυτοκρατορίας αποτέλεσε την πρώτη ύλη της γεωπολιτικής θεωρίας και του εν γένει γεωπολιτικού σκέπτεσθαι. Το γεωπολιτικό μόρφωμα που διαμορφωνόταν στην Κεντρική Ευρώπη ανέτρεπε ή, εν πάσει περιπτώσει, αμφισβητούσε την ιδέα του μόνιμου ειρηνικού διακανονισμού των διαφορών των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων μέσω του διαρκούς συνεδριακού συστήματος, που εγκαινιάσθηκε το 1815, μέσω δηλαδή του συστήματος που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως ‘Κονσέρτο της Ευρώπης’. Η ισορροπία ανατρεπόταν κατά τρόπο ριζικό και δυναμικό. Χρειαζόταν η μεγάλη πολιτική ικανότητα και διπλωματική μαεστρία του Βίσμαρκ για να καθησυχασθούν οι ευρωπαϊκοί φόβοι ενός γενικευμένου πολέμου. Οι διάδοχοί του, μετά το 1890, δεν θα κατάφερναν να διατηρήσουν τις λεπτές ισορροπίες.
Η γερμανική πολιτική των δεκαετιών μεταξύ 1871 και 1914 χωρίζεται σε δύο σαφώς διακριτές φάσεις. Η πρώτη φάση κυριαρχείται από την μορφή ενός εκ των σημαντικότερων ευρωπαίων πολιτικών, του Βίσμαρκ. Η δεύτερη φάση, στην αρχή της τουλάχιστον, κυριαρχείται από την ξεχωριστή μορφή του κάϊζερ Γουλιέλμου Β΄. Και αν η πρώτη φάση, αυτή του Βίσμαρκ, κυριαρχείται από την realpolitik του γερμανού καγκελάριου, η δεύτερη φάση, αυτή του Γουλιέλμου Β΄, κυριαρχείται από την weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) του γερμανού κάϊζερ. Την realpolitik χαρακτήριζε η ψύχραιμη και, ενίοτε, κυνική εκτίμηση της υπαρκτής πραγματικότητας. Αρχή της realpolitik ήταν ο αυτοπεριορισμός μιας δύναμης που πρέπει να εμφανίζεται ως ήρεμη δύναμη, μη προκαλώντας ανησυχίες στους δυνητικούς αντιπάλους της. Την weltpolitik χαρακτήριζε η αισιόδοξη και συνάμα φιλόδοξη θεώρηση των πραγμάτων για λογαριασμό ενός οιονεί μοναδικού, χαρισματικού πρωταγωνιστή της ιστορίας – δίχως, υποτίθεται, νόμιμους και επικίνδυνους αντιπάλους εξ ίσου χαρισματικούς. Αυτός ο μοναδικός, χαρισματικός πρωταγωνιστής ήταν, προφανώς, η Γερμανία.

I.3. α) Πρωσική Γερμανία
Το 1806, μετά την συντριβή των απαρχαιωμένων, ως προς την οργάνωση και την νοοτροπία, πρωσικών στρατευμάτων από τα εκσυγχρονισμένα γαλλικά στρατεύματα στην (διπλή) μάχη της Ιένας, στην διάρκεια των Ναπολεοντείων Πολέμων, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αυτή η χαλαρή και κατά τους τελευταίους αιώνες της ζωής της άνευ ουσιαστικής σημασίας γερμανική συνομοσπονδία, ενταφιάσθηκε οριστικά. Μετά την πρωσική ήττα, ο Hegel διακήρυξε το ‘τέλος της ιστορίας’. (Η ‘πανουργία του Λόγου’ είχε επιτελέσει τον σκοπό της!)
Το 1815, στο Συνέδριο της Βιέννης, εκτός των άλλων, αποφασίσθηκε η ίδρυση της Γερμανικής Συνομοσπονδίας στην θέση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που δεν θα παλινορθωνόταν. Η Γερμανική Συνομοσπονδία θα αποτελείτο από 39 γερμανικά κράτη, δύο των οποίων, η Αυστρία και η Πρωσία, ήταν ήδη μεγάλα και ισχυρά. Το ερώτημα ετέθη ευθύς εξ αρχής: Πώς Αυστρία και Πρωσία θα προσαρμόζονταν και θα λειτουργούσαν στο πλαίσιο της Γερμανικής Συνομοσπονδίας; (Η ιστορία, αποδείχθηκε, θα συνεχιζόταν το ίδιο αδιατάρακτα, με απρόβλεπτες εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις!)
Καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, από το 1815 μέχρι το 1866, διεξήχθη ένας εξαντλητικός και μέχρι τελικής πτώσεως αυστρο-πρωσικός αγώνας υπεροχής για την επικράτηση στον ευρύτερο γερμανικό χώρο. Προοδευτικώς, φαινόταν καθαρά ότι κάποια στιγμή ο όλος γερμανικός χώρος θα ενοποιείτο υπό μια σύγχρονη συνεκτική κρατική μορφή. Υπό αυτή την διαφαινόμενη προοπτική ενός ενιαίου κράτους, το αν η Γερμανία θα γινόταν τελικώς αυστριακή ή πρωσική θα καθόριζε και την τύχη της μεγάλης και πολυπληθούς αυτής χώρας που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης. Η Αυστρία και η Πρωσία είχαν αναπτύξει διαφορετικές πολιτικές κουλτούρες, διαφορετικές διοικητικές δομές και διαφορετικές οικονομικές δομές και αντιλήψεις.
Η Πρωσία έδωσε από την αρχή έμφαση στην τελωνειακή ένωση (zollverein), την οποία τελικώς και επέβαλε το 1834, περιλαμβάνοντας 25 συνομόσπονδα κράτη και αφήνοντας έξω την συνομόσπονδη Αυστρία. Το πρώτο βήμα για την δημιουργία της ενιαίας Γερμανίας είχε γίνει. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε τον κλασικό οικονομολόγο της εθνικής ενοποίησης των Γερμανών Friedrich List. Παράλληλα είχε γίνει και ένα πρώτο βήμα αποκλεισμού της Αυστρίας από την μελλοντική Γερμανία. Τα βήματα αυτά είχαν προσλάβει ένα κατ’ αρχήν οικονομικό και τελωνειακό χαρακτήρα. Αυτό είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, δεδομένου του έντονου οικονομικού δυναμισμού που παρουσίαζε, τότε, η Πρωσία αλλά και των κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων της οικονομίας της. Στην δεκαετία του 1860, με την στρατιωτική νίκη της Πρωσίας επί της Αυστρίας (το 1866), η Γερμανία κρίθηκε οριστικά ότι θα ήταν πρωσική. Το 1871, μετά την γερμανική νίκη επί της Γαλλίας, ο Γουλιέλμος Α΄, βασιλιάς της Πρωσίας, στέφθηκε αυτοκράτορας του Γερμανικού Ράϊχ. Ο Βίσμαρκ, εκτός από πρωθυπουργός της Πρωσίας, γινόταν και πρωθυπουργός της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Το πρωσικό μοντέλο αυστηρής στρατιωτικής οργάνωσης και αυστηρής δημόσιας διοίκησης επιβαλλόταν στο σύνολο της επικράτειας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Τον Σεπτέμβριο του 1862, όταν ο Βίσμαρκ έγινε πρωθυπουργός της Πρωσίας – ή, ακριβέστερα, πρωθυπουργός του βασιλέως της Πρωσίας – η Πρωσία διερχόταν μια παρατεταμένη κρίση στις σχέσεις βασιλέως και κοινοβουλίου. Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες βουλευτές διεκδικούσαν μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας επί της βάσει ενός συντάγματος που παραχωρήθηκε από τον βασιλέα στον απόηχο των μεγάλων εξεγέρσεων του 1848. Ο Βίσμαρκ, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, εγκαινίασε μια, εμμέσως πλην σαφώς, αντι-αυστριακή πολιτική, η οποία εμφανώς έκανε λόγο για την τελική ενοποίηση της Γερμανίας εις βάρος της Αυστρίας. Αύξησε, συγχρόνως, τις στρατιωτικές δαπάνες, αδιαφορώντας πλήρως για τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που ζητούσε το κοινοβούλιό του. Το μεγαλόπνοο πολιτικό του πρόγραμμα δεν επέτρεπε καμία φθοροποιό και χρονοβόρο, κατά την γνώμη του, διαβούλευση με το κοινοβούλιο. Πώς, όμως, θα αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις;
Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι την τύχη της Γερμανίας την καθόρισε η πυγμή αυτού του πολιτικού που δεν δίστασε σε κάθε διαφορετική περίσταση και συγκυρία να συμμαχήσει με διαφορετικές δυνάμεις έτσι, ώστε να μπορέσει να επιτύχει τους εκάστοτε σκοπούς του. Ο ιστορικός Gordon Craig αναφέρει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική ενοποίηση δεν επιτεύχθηκε με αποφάσεις που ελήφθησαν στο πεδίο της οικονομικής και εμπορικής πολιτικής, αλλά με αποφάσεις που ελήφθησαν στην μάχη του Κένιγκρατς στις 3 Ιουλίου του 1866». (Craig 1981, σ.1). Ο αυστρο-πρωσικός πόλεμος, όμως, ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του Βίσμαρκ. Οι στρατιωτικοί εκτέλεσαν, άλλοτε μειοδοτούντες άλλοτε πλειοδοτούντες, την πολιτική επιλογή και απόφαση του καγκελάριου. (Προφανώς, για λόγους οικονομικούς και εμπορικούς η ενοποίηση κάποτε θα πραγματοποιείτο. Θα είχε, όμως, κατά πάσα πιθανότητα, ένα άλλο χαρακτήρα.)
Το καλοκαίρι του 1866, αμέσως μετά την πρωσική νίκη επί της Αυστρίας, ο εμπνευστής του ίδιου του πολέμου κατά της Αυστρίας επέμεινε, παρά την αντίθετη γνώμη του στρατάρχη Moltke και των λοιπών στρατιωτικών, να μη διεκδικήσει η Πρωσία την οποιαδήποτε αποζημίωση από την Αυστρία. Ο επόμενος αντίπαλος μιας ενωμένης (πλην Αυστρίας) Γερμανίας ήταν η Γαλλία του Ναπολέοντος Γ΄. Η ανακήρυξη του Γερμανικού Ράιχ έγινε, πράγματι, στις Βερσαλλίες, στις αρχές του 1871.
Στην πρώτη φάση της πολιτικής του καριέρας, αυτός ο δεξιός, ακραία συντηρητικός πολιτικός προσέγγισε τους φιλελεύθερους δημοκράτες βασιζόμενος στο εθνικό ζήτημα, που συγκινούσε τότε τους φιλελεύθερους δημοκράτες της Πρωσίας καθώς και τους φιλελεύθερους δημοκράτες των άλλων ομόσπονδων γερμανικών κρατών. Οι συντηρητικοί πολιτικοί της Πρωσίας, όπως και οι συντηρητικοί των άλλων γερμανικών κρατών, και κυρίως αυτών της νότιας Γερμανίας (κυριότατα της Βαυαρίας), έβλεπαν με δυσπιστία την προοπτική της γερμανικής ενοποίησης (οι περισσότεροι Βαυαροί δε πολιτικοί αντιδρούσαν σφόδρα).
Ο Βίσμαρκ, μετά από ένα διάστημα οξείας σύγκρουσής του με την καθολική εκκλησία της Γερμανίας, εγκαινίασε, το 1878, μία πολιτική διώξεων των στελεχών του σοσιαλιστικού κόμματος (με τους νόμους ‘Κατά των Σοσιαλιστών’), θεωρώντας ως επικίνδυνο το κοινωνικό και πολιτικό τους πρόγραμμα, τόσο για τις εσωτερικές ισορροπίες του καθεστώτος όσο και για τις εξωτερικές ισορροπίες των διεθνών ευρωπαϊκών σχέσεων (εφ’ όσον τα στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ενεπλέκοντο στις διεργασίες των Διεθνών). Συνεργαζόμενος με όλα, διαδοχικά, τα κόμματα επεδίωξε να απομονώσει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Παράλληλα, στο επίπεδο της κοινωνικής πρόνοιας εφάρμοσε μία φιλολαϊκή πολιτική δημιουργίας θεσμών πρόνοιας, ώστε να εξουδετερώσει την απήχηση της Αριστεράς.
Ο έκδηλος μιλιταρισμός του νέου αυτοκρατορικού κράτους και ο διοικητικός συγκεντρωτισμός του Βίσμαρκ αποτέλεσαν, από την στιγμή της γέννησης του Ράιχ, μόνιμες πηγές ανησυχίας και αναστάτωσης σε όλη την Ευρώπη, που αναζητούσε τότε - πρέπει να σημειώσουμε - πιο δημοκρατικά κυβερνητικά σχήματα. Η δικαιολογημένη έχθρα των Γάλλων για την Αλσατία και την Λορένη, που μετά το 1871 περιήλθαν υπό γερμανικό έλεγχο, εξελίχθηκε στον γνωστό γαλλικό ‘ρεβανσισμό’. Η πολιτική ένταση στις διεθνείς ευρωπαϊκές σχέσεις ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι λεπτές ισορροπίες κάποια στιγμή θα διεταράσσοντο. Κι αυτό συνέβη αμέσως μετά την αποχώρηση του Βίσμαρκ από την εξουσία. Οι διάδοχοί του δεν αποδείχθηκαν ικανοί να διατηρήσουν τις πολλές επί μέρους ισορροπίες, που τηρούσε και διαχειριζόταν ο ‘σιδηρούς καγκελάριος’.
Υπάρχει μια ιστορική και γεωγραφική αντιστροφή: Επί αιώνες η γερμανική γη, στην καρδιά της Ευρώπης, υπήρξε το πεδίο συγκρούσεων ξένων, κυρίως, επιβουλών με μόνιμα κύρια θύματα τους εντόπιους γερμανικούς πληθυσμούς. Τώρα, με την δημιουργία του ισχυρού Γερμανικού Ράιχ, υπό την πρωσική μιλιταριστική καθοδήγηση, οι όροι φαίνονταν ότι θα αντιστρέφονταν. Από αυτή την κεντρική γερμανική γη θα εκπορεύονταν προς τα έξω οι πραγματικές ή οι δυνητικές απειλές του μέλλοντος. Η γεωγραφία έπαιζε πάντοτε ένα σημαντικό ρόλο για τους Γερμανούς. Αυτό που εκαλούντο τώρα οι Γερμανοί να κάνουν ήταν να μετατρέψουν τα μειονεκτήματα της χώρας τους σε πλεονεκτήματα. Η πρωσική Γερμανία είχε επιλέξει τον συγκεκριμένο τρόπο. Κι αυτός δεν ήταν καθόλου απλός και εύκολος, δεδομένης της ύπαρξης των αδιαμφισβήτητα ισχυρών αντιπάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, που αθροιστικά εξακολουθούσαν να είναι υπέρτερες της ενωμένης Γερμανίας και, προφανώς, καιροφυλακτούσαν.
«Η γεωγραφία είχε δημιουργήσει ένα δίλημμα που αποδείχθηκε άλυτο», παρατηρεί ο Kissinger. «Το πιθανότερο ήταν ότι θα σχηματίζονταν ευρωπαϊκοί συνασπισμοί για να περιορίσουν την ανάπτυξη της δυνητικά κυρίαρχης γερμανικής δύναμης. Επειδή η Γερμανία βρισκόταν στο κέντρο της ηπειρωτικής Ευρώπης, αντιμετώπιζε συνεχώς τον κίνδυνο αυτού που ο Βίσμαρκ αποκαλούσε ‘εφιάλτη των γύρω εχθρικών συνασπισμών’. Αν η Γερμανία επιχειρούσε να προστατευθεί από ένα συνασπισμό όλων των γειτόνων της, σε Ανατολή και Δύση, ταυτόχρονα ήταν βέβαιο ότι η κίνηση αυτή θα ερμηνευόταν σαν απειλή ενάντια σε κάθε ένα από αυτούς, με αποτέλεσμα την επίσπευση της ενεργοποίησης αυτών των συνασπισμών. Οι αυτοεκπληρούμενες προφητείες έγιναν μέρος του διεθνούς συστήματος.» (Kissinger 1995 [1994], σ.157).

Ι.3. β) Realpolitik
Σύμφωνα με το Λεξικό των Διεθνών Σχέσεων των εκδόσεων Penguin, η έννοια της realpolitik αναφέρεται στην υιοθέτηση πολιτικών περιορισμένων αντικειμενικών στόχων, οι οποίοι παρουσιάζουν μια λογική πιθανότητα επιτυχίας. «Η realpolitik, ταυτισμένη με το Βίσμαρκ και τις αρχές της πολιτικής του, παραπέμπει πάντα στον εντοπισμό της προσοχής στην λεπτομέρεια, στην σταθερή τάση για μετριοπάθεια αλλά και στην σταθερή βούληση χρήσης βίας, όταν και εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο.» (Evans 1998, σ.467).
Ποια ήταν η realpolitik του Βίσμαρκ; Ποιες ήταν οι βασικές παραδοχές της και ποιες οι βασικές στοχεύσεις της; Κατά πολλούς ιστορικούς και πολιτικούς συγγραφείς, αυτή απέτρεψε επί μακρύ διάστημα το φάσμα της γενικευμένης σύγκρουσης στην Ευρώπη, ενώ, κατά άλλους, περιέπλεξε τα πράγματα έτσι, ώστε αμέσως μετά την αποχώρηση του εμπνευστή της να εκδηλωθούν οι αδυναμίες της – δηλαδή η ουσία ενός εκρηκτικού μείγματος πρόσκαιρων και επιφανειακών ισορροπιών, που αργά ή γρήγορα θα εκρηγνυόταν. Η realpolitik, ως η πολιτική ενός raison d’ état, ήταν μια πολιτική εμπνευσμένη από ένα πολιτικό σιδηράς θέλησης και φλεγματικού χαρακτήρα, που ανέδειξε συμμαχίες και αντιπαλότητες επί τη βάσει μιας ψυχρής εκτίμησης του εκάστοτε εθνικού συμφέροντος και του αντίστοιχου συσχετισμού δυνάμεων, και όχι επί τη βάσει ιδεολογιών και προκαταλήψεων. Και επειδή η ιστορία γράφεται ή διαβάζεται με δεύτερο τρόπο (και προφανώς και με τρίτο και με τέταρτο), πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι η διεθνής πολιτική οδηγήθηκε σταδιακά στον παγκόσμιο πόλεμο, το 1914, ως αποτέλεσμα των πολιτικών ακροβασιών του Βίσμαρκ και της δημιουργίας εκ μέρους του ενός εξαιρετικά πολύπλοκου συστήματος σχέσεων και συμμαχιών, που καλλιεργούσε την προς αλλήλους καχυποψία. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, θα οδηγούμασταν στον πόλεμο ανεξαρτήτως ικανότητας ή ανικανότητας των διαδόχων του Βίσμαρκ, εφ’ όσον το διαμορφωθέν βισμαρκικό σύστημα έπασχε από το γεγονός ότι απομάκρυνε κάθε προοπτική συλλογικής ασφάλειας.
«Ο Βίσμαρκ αντιπροσώπευε την νέα εποχή τόσο στις επιστήμες όσο και στην πολιτική. Το σύμπαν το αντιλαμβανόταν όχι σαν μια μηχανική ισορροπία, αλλά σαν αποτελούμενο από μόρια σε συνεχή κίνηση, η αλληλεπίδραση των οποίων δημιουργεί αυτό που θεωρείται πραγματικότητα. Μια συγγενής επιστημονική θεωρία ήταν η θεωρία του Δαρβίνου περί της εξέλιξης των ειδών, που βασίσθηκε στην επιβίωση του ισχυροτέρου. Οδηγημένος από αυτά τα πιστεύω, ο Βίσμαρκ διακήρυξε την σχετικότητα όλων των πεποιθήσεων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης για την ύπαρξη εις το διηνεκές και της δικής του πατρίδας. Στον κόσμο της realpolitik καθήκον του πολιτικού ήταν να εκτιμά τις ιδέες σαν δυνάμεις σε σχέση με όλες τις άλλες δυνάμεις, που είχαν να κάνουν με την λήψη μιας απόφασης, και τα διάφορα στοιχεία που χρειάζονταν για να αξιολογηθεί το πόσο καλά μπορούσαν να υπηρετήσουν το εθνικό συμφέρον, και όχι να οδηγείται από προκαθορισμένες ιδεολογίες.» (Kissinger 1995 [1994], σ.145). Ο Βίσμαρκ, κατά τον Kissinger (ο οποίος προφανώς υιοθέτησε και στην δική του πολιτική θεωρία τον βισμαρκικό ορισμό της realpolitik), «πίστευε ότι η προσεκτική ανάλυση συγκεκριμένων περιστάσεων θα οδηγούσε όλους τους πολιτικούς στα ίδια ακριβώς συμπεράσματα». (Kissinger 1995 [1994], σ.145). Ο ρεαλισμός αυτού του τύπου, βεβαίως, θα παρατηρούσαμε αμέσως, υποκρύπτει ένα αθεράπευτο ιδεαλισμό: τον ιδεαλισμό μιας ουτοπικής κοινότητας συμπερασμάτων. Όταν η realpolitik αρχίζει να συναρτάται (είτε το θέλει είτε δεν το θέλει) ολοένα και περισσότερο με την στρατιωτική ισχύ, κι όταν η στρατιωτική ισχύς αρχίζει να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τεχνολογίες μαζικής καταστροφής (τις οποίες ο νους αδυνατεί να συλλάβει στο πραγματικό τους μέγεθος, λίγο πριν την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), τότε η ουτοπική κοινότητα συμπερασμάτων καταλήγει σε ένα εντελώς ανοικτό πεδίο σεναρίων.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Πρωσία, από την μια πλευρά, και η Γαλλία, από την άλλη, είχαν αρχίσει να εκδηλώνουν την διάθεση αμφισβήτησης του υφιστάμενου διεθνούς συστήματος. Οι αντιλήψεις του Μέτερνιχ, περί ενός ομονοούντος και αλληλέγγυου μοναρχικού ευρωπαϊκού διευθυντηρίου εναντίον κάθε επαναστατικής απειλής, είχαν καταρρεύσει. Η κατάρρευση οφειλόταν όχι στα επαναστατικά κινήματα, που ο Μέτερνιχ τόσο φοβόταν, αλλά σε πολιτικές που προέρχονταν από δύο ηγέτες, ένα Γάλλο και ένα Πρώσο, που, σε μια ιστορική συγκυρία, φιλοδόξησαν να θέσουν την προσωπική τους σφραγίδα στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Ο Ναπολέων Γ΄, ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντος, ζηλώσας την δόξα του θείου του, θέλησε να καταστήσει την χώρα του ισχυρό κεντρικό ρυθμιστικό παράγοντα της Ευρώπης, θεωρώντας ότι οι αποφάσεις της Βιέννης και το διεθνές σύστημα, που βασίσθηκε στις αποφάσεις αυτές, είχαν ως μόνο στόχο την Γαλλία και τον περιορισμό και έλεγχο της. Προβεβλημένος και δημοφιλής πρόεδρος της Γαλλίας, προϊόν συμβιβασμού που ακολούθησε τις εξεγέρσεις του 1848, έσπευσε να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτωρ, όταν το κοινοβούλιο αρνήθηκε την ανανέωση της προεδρικής του θητείας. Την μοναρχική ιδιότητα αυτή ειρωνεύθηκαν οι άλλοι μονάρχες της Ευρώπης. Έτσι κι αλλιώς, είχαν στην Βιέννη δεσμευθεί (οι γεννήτορές τους) ότι δεν θα δέχονταν ποτέ στον γαλλικό θρόνο Βοναπάρτη. Είχαν, τώρα, μπροστά τους ένα Βοναπάρτη αυτοκράτορα.
Ένα από τα στρατηγικά σφάλματα του Ναπολέοντος ΙΙΙ ήταν ότι, στην προσπάθειά του να μειώσει την Αυστρία (επί του ιταλικού εδάφους που τελούσε υπό αυστριακή διοίκηση), υποτίμησε τις προθέσεις, τον δυναμισμό και την αποφασιστικότητα του Βίσμαρκ. Αδιαφόρησε για την διαφαινόμενη προοπτική της τελικής γερμανικής ενοποίησης υπό πρωσική διεύθυνση. Έτσι, ο Ναπολέων Γ΄ κάνει λανθασμένη εκτίμηση, όταν επιχαίρει για την διάλυση της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, το 1866. Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα θα ηττηθεί από μία αποφασιστική και de facto ενωμένη (πλην Αυστριακών) Γερμανία - υπό την πρωσική καθοδήγηση του Βίσμαρκ. Η de jure ανακήρυξη του νέου γερμανικού κράτους ως Γερμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Α΄, βασιλιά της Πρωσίας, θα γίνει στο ίδιο το Παρίσι, στις Βερσαλλίες.
Αποκαλυπτική των βαθύτερων αισθημάτων και επιλογών του Βίσμαρκ είναι η εξής επιστολή του που απηύθυνε σε ένα γερμανό γηραιό πολιτικό, με τον οποίο είχε έλθει σε ρήξη στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ο Βίσμαρκ ήταν τότε ακόμη αντιπρόσωπος της Πρωσίας στην Γερμανική Συνομοσπονδία: «Η Γαλλία με ενδιαφέρει μόνο σε ό,τι αφορά στην επιρροή της στην κατάσταση του τόπου μου. Η πολιτική μας μπορεί να διαμορφωθεί μόνο με βάση την Γαλλία που υπάρχει. Σαν ρομαντικός θα μπορούσα να χύσω κάποια δάκρυα για την τύχη του Ερρίκου Ε΄. Σαν διπλωμάτης, θα ήμουν υπηρέτης του αν ήμουν Γάλλος, αλλά όπως έχουν τώρα τα πράγματα, η Γαλλία, ανεξάρτητα από τον ηγέτη που έχει, για μένα είναι ένα αναπόφευκτο πιόνι στην σκακιέρα της διπλωματίας, όπου μοναδικό καθήκον μου είναι να υπηρετώ τον Δικό Μου βασιλιά και την Δική Μου πατρίδα. (Η έμφαση των κτητικών αντωνυμιών δόθηκε από τον ίδιο τον Βίσμαρκ). Δεν μπορώ να συμβιβάσω προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες για ξένες δυνάμεις με την δική μου αίσθηση καθήκοντος στις εξωτερικές υποθέσεις. Στην πραγματικότητα βλέπω μέσα τους το έμβρυο της απιστίας προς τον άρχοντα που υπηρετώ.» Ο Βίσμαρκ θεωρούσε ότι η πολιτική του Ναπολέοντος Γ΄, που κατ’ άλλους σφετεριζόταν τον θρόνο των Βουρβόνων, ήταν επ’ ωφελεία των μακροπρόθεσμων πρωσικών συμφερόντων. Η ενοποίηση της Γερμανίας θα επιτυγχάνετο μόνο αν καταργείτο το σύστημα που βασίσθηκε στις ιδέες του Μέτερνιχ. Και η πρώτη ριζική αμφισβήτηση του συστήματος ερχόταν από την Γαλλία του Ναπολέοντος Γ΄, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1850 υποστήριξε την ιταλική απόσχιση από την Αυστρία. Αυτή η κίνηση του Ναπολέοντος, διέκρινε από την αρχή ο Βίσμαρκ, ήταν προς το συμφέρον της Πρωσίας και των σχεδίων της για μια ενωμένη Γερμανία, που θα άφηνε έξω την καθολική Αυστρία. Το σύστημα του Μέτερνιχ έπρεπε να δώσει, πλέον, την θέση του στην realpolitik.
Από την στιγμή της γερμανικής ενοποίησης, η Κεντρική Ευρώπη, άλλοτε στόχος επιθέσεων και επιβουλών, θα είναι αυτή που θα στρέφεται (συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα) απειλητικά προς τους εξωτερικούς της γείτονες. Οι ευρωπαίοι μονάρχες άρχισαν να εκδηλώνουν, ολοένα και περισσότερο, την ανησυχία τους από την ανάδειξη μιας υπέρτερης πληθυσμιακής, οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης στο κέντρο της Ευρώπης. Ήταν οι πολιτικές ικανότητες του Βίσμαρκ αυτές που περιόριζαν τα περιθώρια μεγάλων ενστάσεων, αντιρρήσεων και εντάσεων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της Γερμανίας. Η διπλωματική δεξιοτεχνία Βίσμαρκ κατέστησε σύντομα την Γερμανία κεντρικό σημείο αναφοράς του ευρωπαϊκού συστήματος ισορροπίας ισχύος της εποχής – με αποκορύφωμα την διοργάνωση του σημαντικού ιστορικά Συνεδρίου του Βερολίνου, το 1878.
Ο Βίσμαρκ αποδείχθηκε ικανός να δημιουργήσει και να ελέγξει ένα περίπλοκο πλέγμα συμμαχιών και σχέσεων, που εξασφάλιζαν την Γερμανία από μία απειλητική περικύκλωση, αλλά και που εξασφάλιζαν τη Αυστρία από την ρωσική απειλή, την Ρωσία από την αυστριακή απειλή και, κυρίως, που εξωθούσαν ή ενθάρρυναν τις λοιπές Μεγάλες Δυνάμεις να εκτονώνουν τις φιλοδοξίες τους εκτός του ευρωπαϊκού πεδίου. Ο Bismarck, πρέπει να σημειώσουμε, αδιαφορούσε για τα ζητήματα της οποιασδήποτε αποικιοκρατικής επέκτασης, θεωρώντας τα ως υψηλού κόστους και αμφίβολου οφέλους για το κράτος του. Η πραγματική γερμανική αποικιοκρατική, ιμπεριαλιστική πολιτική θα εγκαινιαζόταν από την weltpolitik του Γουλιέλμου Β΄ και των πολιτικών του συμβούλων.

Ι.3. γ) Weltpolitik
Κατά την δεκαετία του 1890, μετά δηλαδή την αποχώρηση του Βίσμαρκ από την καγκελαρία, οι σοσιαλιστές κερδίζουν διαρκώς έδαφος, βρίσκοντας απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Οι ‘αντισοσιαλιστικοί νόμοι’ του Βίσμαρκ, με βάση τους οποίους διώκονταν οι σοσιαλιστές, είχαν καταργηθεί αμέσως μετά την απομάκρυνση του Βίσμαρκ. Την ίδια στιγμή ο εθνικιστικός πυρετός φουντώνει στην Γερμανία. Στα πανεπιστήμια εκφωνούνται πύρινοι λόγοι για το υψηλό πεπρωμένο του Γερμανικού Ράιχ. Τα γειτονικά κράτη θεωρούνται ως εχθρικά. Όμως, ο μεγαλύτερος εχθρός βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας. Οι ‘αντισοσιαλιστικοί νόμοι’ επανέρχονται ως ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση του ογκούμενου αριστερού εργατικού κινήματος.
Η weltpolitik, σε αντίθεση με τον αυστηρά συγκεκριμένο λόγο της realpolitik, ήταν στην ουσία της ένας διαρκής ρητορικός αυτοσχεδιασμός μιας ακραίας φιλοδοξίας απροσδιόριστης στόχευσης. Έχει γραφτεί ότι είναι αδύνατον να προσδιορισθεί το ακριβές περιεχόμενο της weltpolitik, διότι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός της: Να μη προσδιορίζεται ποτέ, κατά σαφή τρόπο, το νόημά της καθώς και η σχέση της με το γερμανικό εθνικό συμφέρον. Έχοντας άλλοτε ειρηνικό, άλλοτε πολεμικό χαρακτήρα, προετοίμαζε τον γερμανικό λαό και προϊδέαζε τους άλλους λαούς για τα χειρότερα που έμελλε να έρθουν. Συγχρόνως, όμως, εξασφάλιζε την τόσο ποθητή για την άρχουσα πολιτική και κοινωνική τάξη συνοχή της γερμανικής κοινωνίας, έναντι του φάσματος μιας μεγάλης εσωτερική ρήξης.
Ένας ευφυής και υπερφιλόδοξος αυτοκράτορας, ο Γουλιέλμος Β΄, τέσσερις αδύνατης κράσης καγκελάριοι, οι Caprivi, Hohenlohe, Bulow, Bethmann, πολλοί επιρρεπείς στις πολεμικές περιπέτειες αυτοκρατορικοί σύμβουλοι και ένα σύνταγμα (του 1871), που δεν εγγυάτο κανένα ουσιαστικό εσωτερικό έλεγχο, οδήγησαν την Γερμανία στην άκρη του γκρεμού. Η realpolitik του Βίσμαρκ είχε δώσει την θέση της στην weltpolitik των διαδόχων του. Και η weltpolitik θα έδινε, το 1914, την θέση της σε ένα καταστροφικό τριακονταετή πόλεμο που θα έσχιζε στα δύο τον 20ο αιώνα.
Η weltpolitik συνίστατο στην υπέρβαση της βισμαρκικής πολιτικής, μέσω μιας πολιτικής παγκοσμίων οριζόντων. Συνίστατο δηλαδή στην μετατροπή της Γερμανίας σε μια πλανητική δύναμη με ενδιαφέροντα που θα εκδηλώνονταν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αντιπαρατιθέμενη ευθέως, ακόμη και στο πολεμικό επίπεδο, με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Ζήτημα αιχμής θα αποτελούσε το εξοπλιστικό ναυτικό πρόγραμμα, που φιλοδοξούσε να καταστήσει την Γερμανία ίσης ή και μεγαλύτερης ναυτικής ισχύος δύναμη εν σχέσει προς την Βρετανία. Συνίστατο, λοιπόν, η weltpolitik στην ανατροπή της πολυσχιδούς αν και δυσνόητης εξωτερικής πολιτικής του Βίσμαρκ. Αφ’ ετέρου, συνίστατο στην προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων που επισωρεύθηκαν από την παρατεταμένη παγκόσμια οικονομική κρίση (που είχε εκδηλωθεί από το 1873 και συνεχιζόταν) αλλά και από την άνοδο της αποφασιστικότητας ενός σοσιαλιστικού κινήματος που, αν και διωκόμενο απηνώς, αναπτυσσόταν επικίνδυνα για τα κρατούντα συμφέροντα. Ο φιλόδοξος νέος αυτοκράτορας ασφυκτιούσε από το 1888 που εστέφθη κάϊζερ. Ο ‘σιδηρούς καγκελάριος’ δεν του άφηνε πολλά περιθώρια επίδειξης των διοικητικών και στρατιωτικών ικανοτήτων του σε εσωτερικό και εξωτερικό. Η συνύπαρξη επί διετία σε θρόνο και καγκελαρία υπήρξε άκρως προβληματική. Ο τόπος έπρεπε να απαλλαγεί από ένα αυταρχικό και υπερσυγκεντρωτικό καγκελάριο, που δεν συμμεριζόταν τους πόθους και τις φιλοδοξίες ενός λαοπρόβλητου και πολλά υποσχόμενου αυτοκράτορα.
O γερμανός αυτοκράτορας, αμέσως μετά την απομάκρυνση του Βίσμαρκ, το 1890, αρνήθηκε να ανανεώσει την Συνθήκη Αντασφάλισης με την Ρωσία, θεωρώντας ότι επρόκειτο περί συνθήκης εις βάρος της χώρας του. (Αυτή ήταν και η προβληθείσα αιτία απομάκρυνσης του Βίσμαρκ.) Ο Γουλιέλμος Β΄, που βιαζόταν να γίνει ο μεγάλος ηγέτης που θα ένωνε την σπαρασσόμενη από ταξικές έριδες και συγκρούσεις γερμανική κοινωνία, επιθυμούσε να οδηγήσει το γερμανικό έθνος στην δόξα των κατακτήσεων. Η πνευματική ατμόσφαιρα της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα και της πρώτης του 20ου ευνοούσε τα σχέδιά του. Ήταν μια ατμόσφαιρα που είχε όλα τα στοιχεία ενός επιθετικού εθνικισμού που φούντωνε, εμπνεόμενος από ιδέες μεγαλείου.
Ο Γουλιέλμος Β΄ και οι διάδοχοι του Βίσμαρκ εγκατέλειψαν την βισμαρκική τακτική του αυτοπεριορισμού και της μετριοπάθειας, στην εξωτερική πολιτική, και άρχισαν να βασίζονται όλο και περισσότερο στην δύναμη. Μία από τις αγαπημένες διακηρύξεις τους ήταν αυτή, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία γινόταν πια «το σφυρί και όχι το αμόνι της ευρωπαϊκής διπλωματίας». Οι διάδοχοι του Βίσμαρκ δεν είχαν ούτε την υπομονή ούτε την διακριτικότητα να συνεχίσουν την πολύπλοκη πολιτική του προκατόχου τους. Είναι χαρακτηριστική και η ομολογία του Caprivi, διαδόχου του Βίσμαρκ στην καγκελαρία, ότι «δεν διέθετε την ικανότητα του προκατόχου του να κρατάει ταυτόχρονα οκτώ μπάλες στον αέρα». Φαινόταν προτιμότερη η ευθεία αντιπαράθεση – ακόμη και η πολεμική αντιπαράθεση – με όλους και επί όλων των θεμάτων. Η Γερμανία ήταν η ανερχόμενη δύναμη, η πιο πολυπληθής ευρωπαϊκή χώρα και διέθετε μια οικονομία με πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης. Αιχμή θα αποτελούσε το νέο ναυτικό εξοπλιστικό της πρόγραμμα, που θα την ανεδείκνυε σε κραταιά ναυτική δύναμη, έναντι της δεδομένης βρετανικής ναυτικής ισχύος. Ο Γουλιέλμος Β΄ είχε πολλές φορές αρνηθεί κατηγορηματικά ότι η Γερμανία έθετε υπό αμφισβήτηση την θαλασσοκρατορία της Βρετανίας. Ήταν, όμως, φανερό ότι αυτός ήταν ο πραγματικός σκοπός του ναυάρχου Alfred von Tirpitz και του εκτεταμένου προγράμματος ναυτικών εξοπλισμών, που αυτός ακολούθησε από το 1897, όταν ορίσθηκε από τον αυτοκράτορα υπουργός Ναυτικών της Γερμανίας.
Το 1900, δέκα χρόνια μετά την απομάκρυνση του Βίσμαρκ από την καγκελαρία, η Γερμανία εμφανιζόταν στην Ευρώπη απομονωμένη και απειλητική. Η μη ανανέωση της Συνθήκης Αντασφάλισης με την Ρωσία οδήγησε την Ρωσία στην αγκαλιά της Γαλλίας. Η Μεγάλη Βρετανία, μετά την αιγυπτιακή κρίση του 1898 (που έφερε Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία στα πρόθυρα του πολέμου), πέρασε και αυτή στο διπλωματικό στρατόπεδο της Γαλλίας, εγκαταλείποντας τα σχέδια μιας συνεννόησης με την Γερμανία. Η Γερμανία κατάφερνε μέσα σε μία δεκαετία να ενώσει τρεις εχθρούς της, Γαλλία, Ρωσία, Βρετανία, σε ένα οιονεί συνασπισμό στραμμένο εναντίον της. Ο οιονεί αυτός συνασπισμός δεν θα αργούσε να προσλάβει δεσμευτικό και στρατιωτικό χαρακτήρα, υπό την μορφή της Τριπλής Αντάντ.
Κατά την δεκαετία του 1890, η Γερμανία ύψωσε εμπορικούς φραγμούς έναντι της Ρωσίας και επεδίωξε, μέσω μιας πολιτικής επιθετικού οικονομικού προστατευτισμού προς κάθε κατεύθυνση, να προστατεύσει επί μέρους οικονομικά συμφέροντα της χώρας, επιτείνοντας δυσπιστίες και εχθρότητες στις διεθνείς σχέσεις. Η αδυναμία του νεώτερου των κρατών της κεντρικής Ευρώπης να ορίσει με σαφή τρόπο, και σύμφωνα με τα ισχύοντα τον 19ο αιώνα, το εθνικό του συμφέρον επέτεινε διαρκώς την σύγχυση και την ρευστότητα στην Ευρώπη, σφραγίζοντας έτσι το οριστικό τέλος του μηχανισμού διεθνούς συνεννόησης που επικράτησε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα. Ο πόλεμος το 1914 ήλθε ως αποτέλεσμα μιας προετοιμασίας και ενός κλίματος που άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και τα πιο καταστροφικά. Η πνευματική ατμόσφαιρα ήταν ώριμη, από καιρό, για πόλεμο και ένδοξες σελίδες κατακτήσεων, που θα δικαίωναν, υποτίθεται, τον ειδικό εκπολιτιστικό ρόλο τους.
Πρωτοστάτες αυτής της πολεμικής ατμόσφαιρας ήταν τα ίδια τα πανεπιστήμια, οι καθηγητές και οι φοιτητές τους. Η Παγγερμανική Ένωση, που από την δεκαετία του 1890 επεξεργαζόταν τις θεωρίες της μοναδικής γερμανικής ‘εκπολιτιστικής’ αποστολής, τροφοδοτούσε συνεχώς με ευήκοο κοινό τους εθνικιστές γερμανούς καθηγητές και τους εθνικιστές γερμανούς πολιτικούς. Σύμφωνα με την άποψη του Friedrich Naumann, ενός αιρετικού αντιπροσώπου της γερμανικής προτεσταντικής εκκλησίας της εποχής, ο εθνικισμός ήταν «ο καλύτερος τρόπος για να αποσπασθούν οι μάζες από την σοσιαλδημοκρατία και να υπερκερασθεί η διαίρεση της γερμανικής κοινωνίας, η οφειλόμενη στην κομματική πολιτική». (Craig 1981, σ.205). Κατά τον Naumann, η weltpolitik δεν ήταν παρά ένα μέσο προσέγγισης των κοινωνικών τάξεων μεταξύ τους, ένα μέσο κοινωνικής ολοκλήρωσης. Προσέγγιζε ο Naumann το ζήτημα από μια διαφορετική προς τον Γουλιέλμο Β΄ πλευρά. Έγραφε δε, το 1900, στο πιο γνωστό βιβλίο του, Demokratic and Kaisertum: «Η νέα εποχή θα είναι ιμπεριαλιστική και προλεταριακή. Είναι αδύνατο να διαχωρισθούν αυτά τα δυο στοιχεία.» Δεν απασχολούσαν τον Naumann (όπως και τον Max Weber που εκείνο τον καιρό εκφραζόταν με θαυμασμό για το ναυτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα του Tirpitz) οι κίνδυνοι πολέμου που θα προέρχονταν από τον ανοικτό ανταγωνισμό με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Και επίσης δεν τον απασχολούσαν τα ζητήματα της κατανομής των αναμενομένων από την weltpolitik κερδών.
Οι καθηγητές των πανεπιστημίων διακρίνονταν από τον ίδιο επιθετικό εθνικισμό, που διέκρινε και του Παγγερμανούς. «Οι καθηγητές ήταν η πνευματική σωματοφυλακή των Χοεντζόλερνς.» (Craig 1981, σ.205). Σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής – π.χ. ναυτικό πρόγραμμα του 1900, αποικιακή πολιτική του 1907 – οργανωμένες ομάδες ακαδημαϊκών προσέφεραν την ενθουσιώδη στήριξή τους. Η weltpolitik ήταν ή άλλη όψη της επιδιωκόμενης sammlungspolitik, πολιτικής που εξαγγέλθηκε το 1897. Η sammlungspolitik θα ένωνε τον γερμανικό λαό κάτω από την σημαία μεγαλεπήβολων προγραμμάτων. Ο εισηγητής της sammlungspolitik (και εμπνευστής του όρου) υπουργός οικονομικών Johannes von Miquel έγραφε το 1897: «Το μεγάλο μας καθήκον προς το παρόν είναι, χωρίς προκατάληψη, να συγκεντρώσουμε όλα τα στοιχεία που υποστηρίζουν το κράτος και να προετοιμασθούμε για την αναπόφευκτη μάχη εναντίον του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.» (Craig 1981, σ.255). Οι πρώτοι καρποί της sammlungspolitik ήταν η εύκολη ψήφιση της Συμπληρωματικής Ναυτιλιακή Πράξης, το 1900, και η επίσης εύκολη ψήφιση των νέων φορολογικών νόμων, το 1902.
Ακόμη περισσότερο και από τα κόμματα, οργανώσεις, όπως η Παγγερμανική Ένωση, ασκούσαν πιέσεις για την άσκηση μιας επιθετικής πολιτικής εδαφικών προσαρτήσεων. Η συνεργασία του προέδρου της Παγγερμανικής Ένωσης, Heinrich Class, και του γενικού διευθυντή της Krupp, Alfred Hugenberg, είχε ως αποτέλεσμα, τον Ιανουάριο του 1915, ένα εξαιρετικά επιθετικό μνημόνιο για τους εδαφικούς σκοπούς του πολέμου. Το μνημόνιο αυτό ενέπνευσε ένα δεύτερο μνημόνιο, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1915 και που περιείχε ακόμη περισσότερες εδαφικές διεκδικήσεις. Το δεύτερο αυτό μνημόνιο, που έφερε τις υπογραφές 1.347 διανοουμένων, εκ των οποίων 352 ήταν καθηγητές πανεπιστημίου, έμεινε γνωστό ως ‘Έκκληση των Διανοουμένων’ (Intellektuelleneingabe). Απευθυνόταν ευθέως στον γερμανό καγκελάριο και έτυχε ευρείας δημοσιότητας. Οι γερμανοί διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί θεωρούσαν ότι είχαν το «καθήκον να ενθαρρύνουν, να ενδυναμώσουν και να ενεργοποιήσουν τον λαό». (Craig 1981, σ.360).
…………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.4
Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ
Στο κεφάλαιο αυτό ορίζουμε την έννοια της γεωπολιτικής συνθήκης και την έννοια του γεωπολιτικού παιγνίου. Η πρώτη έννοια, αυτή της γεωπολιτικής συνθήκης, αφορά την υπόθεση του κλειστού γεωπολιτικού κόσμου και του πεπερασμένου εδαφικού πεδίου, που εκδηλώνεται και ως αίσθημα και ως πραγματικότητα, και η δεύτερη έννοια, αυτή του γεωπολιτικού παιγνίου, αφορά ένα παίγνιο ισχύος μηδενικού αθροίσματος επί ενός πεπερασμένου εδαφικού πεδίου. Οι δύο αυτές έννοιες διαπερνούν την γεωπολιτική σκέψη από την πρώτη στιγμή που αυτή εκδηλώθηκε, δηλαδή από την περί το 1900 ιστορική στιγμή του τέλους της κολομβιανής εποχής, μέχρι σήμερα. Στα τρία πρώτα κεφάλαια, εξετάσαμε το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώθηκαν η γεωπολιτική συνθήκη και το γεωπολιτικό παίγνιο. Είναι ένα πλαίσιο που κυριαρχείται και κανοναρχείται από τα έθνη-κράτη της εποχής και τις φιλοδοξίες τους. Στην σημερινή εποχή, όπου, παρά την νεοφιλελεύθερη ρητορική, εξακολουθούν να υπάρχουν και το πεπερασμένο και το παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, το μόνο που αλλάζει είναι το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο και το ιστορικό και γεωγραφικό υποκείμενο της δράσης. Δίπλα στα έθνη-κράτη, υπάρχει και αναπτύσσεται μια ποικιλία δρώντων υποκειμένων με τις δικές τους λογικές και τις δικές του φιλοδοξίες.
Σύμφωνα με τον γερμανό γεωπολιτικό Hans Weigert, φυγάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες του μεσοπολέμου, η Γεωπολιτική είναι «μια θεώρηση και προσέγγιση του κόσμου με όρους πλανητικούς, με σκοπό την κατανόηση του κόσμου ως μιας κλειστής μονάδας (closed unit)». (Weigert 1942). Η γεωπολιτική θεώρηση της περί το 1900 εποχής – διευκρινίζουμε εξ αρχής του παρόντος κεφαλαίου – είναι μια τυπική δυτική θεώρηση του κόσμου. Η γεωπολιτική ματιά τής περί το 1900 εποχής υπήρξε μια δυτική ματιά, διότι η εκπλήρωση της γεωπολιτικής συνθήκης συνέβη σε χρόνο κατά τον οποίο η Ευρώπη ασκούσε αδιαμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία. Τόσο η γεωπολιτική συνθήκη όσο και το γεωπολιτικό παίγνιο αφορούσαν κυρίως τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη και τα δικά τους πολιτικά διακυβεύματα και ενδιαφέροντα.
Με μια μακροσκοπική θεώρηση των πραγμάτων, είναι εύκολο να διακρίνουμε πώς άλλαξε, κατά τους τελευταίους αιώνες, η βασική σχέση της Ευρώπης με τον υπόλοιπο κόσμο και πώς άλλαξε η βασική της συμπεριφορά έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Η Ευρώπη, που επί αιώνες αποτελούσε το αντικείμενο έξωθεν απειλών, μετατράπηκε σταδιακά σε υποκείμενο απειλών που θα στρέφονταν προς κάθε κατεύθυνση. Υπήρξε περίοδος, η μεσαιωνική περίοδος, κατά την οποία η Ευρώπη βρέθηκε να είναι αμυνόμενη έναντι ενός περιβάλλοντος κόσμου εχθρικού και βαρβαρικού. Ακολούθησε περίοδος, η περίοδος των Νεώτερων Χρόνων, κατά την οποίαν η Ευρώπη εξορμούσε προς τον άλλο κόσμο, άλλοτε ειρηνικά και εμπορικά και άλλοτε στρατιωτικά. Και όταν, τέλος, ολοκληρώθηκε αυτή η φάση, κατά την περί το 1900 εποχή, η Ευρώπη αντιμετώπισε το δίλημμα να αδρανήσει ή να στραφεί κατά του εαυτού της. Και έκανε το δεύτερο, κατά τον τελευταίο τριακονταετή πόλεμο της ιστορίας.
Η κλασική γεωπολιτική θεωρία διατυπώνεται στο μεταίχμιο των δύο τελευταίων φάσεων: στην στιγμή, δηλαδή, κατά την οποία ολοκληρώνονται οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές κατακτήσεις στο σύνολο του πλανήτη. Είναι η στιγμή, που, και με βάση την γνωστή ιστορική περιοδολόγηση του Hobsbawm, η ευρωπαίκή αποικιοκρατία των πρώτων δεκαετιών του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα μετατρέπεται σε ένα εφ’ όλης της ύλης ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Ο κόσμος εμφανίζεται, στα μάτια των Ευρωπαίων, ως ένα κλειστό ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό σύστημα συμφερόντων, όπου η κάθε προσκομιζόμενη ωφέλεια, για ένα ευρωπαϊκό κράτος, προκύπτει από απώλειες ενός ή περισσοτέρων άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Ι.4. α) Ο Κλειστός Κόσμος
Η παρατήρηση του Mackinder ότι «κάθε έκρηξη κοινωνικών δυνάμεων αντί να διασκορπίζεται σε ένα περιβάλλοντα άγνωστο χώρο, σε ένα βάρβαρο χάος, θα αντηχείται, θα επιστρέφει από την άλλη άκρη του κόσμου» (Mackinder 1904) παραπέμπει σε ένα βαθύτερο αίσθημα ανασφάλειας των ιθυνουσών κοινωνικών τάξεων κατά τον χρόνο της στροφής του 19ου προς τον 20ο αιώνα. Το μόνιμο μέλημα των ιθυνουσών κοινωνικών τάξεων κατά τους χρόνους της αποικιοκρατίας αποτελούσε η εκτόνωση στην αποικιοκρατία των κοινωνικών δυσαρεσκειών, εντάσεων ή εκρήξεων. Εφ’ όσον, από κάποια ιστορική στιγμή και μετά, δεν υφίσταται η δυνατότητα διεξόδου των ασφυκτιουσών λαϊκών τάξεων σε παντός αποικιακού τύπου δραστηριότητες και επαγγελματικές καριέρες, ο λαός πρέπει να μάθει τα παντός είδους εθνικά του διακυβεύματα απανταχού της Γης και, κυρίως, να προσχωρήσει στην ιδέα της εθνικής ενότητας και συνοχής. Στο πλαίσιο ενός πλέγματος επενδεδυμένων διεθνών συμφερόντων πρέπει ο λαός να προσαρμόσει τις δικές του συλλογικές πολιτικές βλέψεις. Ο κλασικός γεωπολιτικός λόγος απευθύνθηκε σε ένα ευρύτατο ακροατήριο, στο οποίο ακροατήριο συμμετείχε το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων του έθνους.
Η χρονική σύμπτωση των πρώτων κειμένων Γεωπολιτικής και της ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών κατακτήσεων δεν είναι καθόλου – μα καθόλου – τυχαία. Κι αυτό θέλουμε κυρίως να πούμε εδώ. Η Γεωπολιτική εμφανίσθηκε ακριβώς την στιγμή που συμπληρωνόταν το παζλ της αποικιοκρατίας καθ’ όλη την έκταση του πλανήτη. Εμφανιζόταν τότε ένα διπλό πρόβλημα για τα έθνη: ένα εσωτερικό πρόβλημα και ένα εξωτερικό πρόβλημα: Από την μία πλευρά, υπήρχε ο κίνδυνος της εκδήλωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας και της ανατροπής του εσωτερικού κοινωνικού κατεστημένου. Ο λαός έπρεπε να ενωθεί γύρω από την εθνική του ιδέα, εναντιούμενος στα σενάρια της ταξικής διαίρεσης και πάλης. Από την άλλη πλευρά, από αυτή την ιστορική στιγμή και μετά, τα έθνη ‘αναγκαστικά’ θα στρέφονταν εναντίον αλλήλων για την ανακατανομή των ήδη κατανεμημένων παγκοσμίως εδαφών. Ο λαός έπρεπε να γνωρίσει τα γεωπολιτικά του διακυβεύματα. Αυτή η διπλή απάντηση στο διπλό πρόβλημα είχε μια κοινή λογική: Το ένα σκέλος της απάντησης συμπλήρωνε το άλλο.
Το περίσσιο εσωτερικό δυναμικό των χωρών των Μεγάλων Δυνάμεων δεν θα μπορούσε να εκτονωθεί, πλέον, σε νέες αποικιακές και αποικιοκρατικές κατακτήσεις, όπως συνέβαινε τις προηγούμενες περιόδους. Το περίσσιο εσωτερικό δυναμικό των χωρών των Μεγάλων Δυνάμεων έμελλε να εκτονωθεί σε ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις και ιμπεριαλιστικούς πολέμους ανακατανομής των ήδη κεκτημένων εδαφών. Αυτή είναι και η διαφορά μεταξύ αποικιοκρατίας και ιμπεριαλισμού. Η ισχύς δεν θα απέρρεε, πλέον, από την επέκταση του υπό έλεγχο γεωγραφικού χώρου, αλλά θα απέρρεε από την ανακατανομή του κλειστού γεωγραφικού χώρου και, ταυτοχρόνως, από την πύκνωσή του και την εντατική και αποτελεσματική χρήση και εκμετάλλευσή του.
Σε κάποια ιστορική στιγμή, ο κόσμος, θεωρούμενος από την σκοπιά της Ευρώπης των τελευταίων αιώνων, παύει να είναι ένα ανοικτό σύστημα, όπου γεγονότα σε ένα μέρος του πλανήτη αφήνουν ανεπηρέαστα και αδιάφορα άλλα μέρη του πλανήτη. Μετατρέπεται σε ένα κλειστό σύστημα, όπου γεγονότα σε ένα μέρος του πλανήτη επιδρούν και επηρεάζουν άλλα, μακρινά μέρη, ή και το σύνολο του πλανήτη. Η πραγματικότητα ενός κλειστού συστήματος και η θεώρηση του κόσμου ως ενός κλειστού συστήματος συνιστούν μια νέα πολιτική και κοινωνική συνθήκη: την γεωπολιτική συνθήκη. Αυτή είναι η συνθήκη που γέννησε την γεωπολιτική θεωρία.
Το fin de siécle του 19ου αιώνα κόμιζε μαζί του την ιδέα και το αίσθημα του τέλους πολλών πραγμάτων και καταστάσεων. Κατά γλωσσική αλλά και νοηματική σύμπτωση, κόμιζε μαζί του και το αίσθημα του τέλους των χωρίς τέλος πραγμάτων και καταστάσεων και, κατά συνέπεια, κόμιζε μαζί του και το αίσθημα μιας αρχής των πεπερασμένων πραγμάτων και καταστάσεων. Η όλη φιλολογία του τέλους παραπέμπει σε άλλες παλαιότερες διακηρύξεις τέλους. Το τέλος, όμως, των χωρίς τέλος πραγμάτων είχε μια διαφορετική, υλική και γεωγραφική αυτή την φορά, σημασία και υπόσταση.
Οι πολύχρωμοι πολιτικοί άτλαντες της εποχής αυτής, του τέλους δηλαδή του 19ου αιώνα, έδειχναν τις κτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων υπό μορφή σταθερών και διαρκών ενοτήτων, εχουσών οιονεί φυσικά χαρακτηριστικά (δηλαδή ως εάν ήταν γεννήματα της ίδιας της φύσης). Οι μεγάλες γραμμές που χάραζαν άλλοτε μόνον φυσικά όρια, ακτές, ποτάμια, χάραζαν τώρα, χωρίς καμία διάκριση, και τα νέα πολιτικά σύνορα εν είδει φυσικών συνόρων. Τα λιγοστά λευκά τμήματα των χαρτών σύντομα θα καλύπτονταν, κι αυτά, με χρώματα που θα έδειχναν την πηγή του πολιτικού ελέγχου (δηλαδή, της μιας ή της άλλης αυτοκρατορίας και της αντίστοιχης μητρόπολή της). Οι σκοτεινές περιοχές (λευκές στον γενικό χάρτη), που αντιπροσώπευαν μέχρι πρό τινος τόπους της μυθολογίας και του μυστηρίου, σύντομα θα εντάσσονταν στον λεπτομερώς χαρτογραφημένο και πεπερασμένο πλανητικό χώρο. Η υδρόγειος, για τα δυτικοευρωπαϊκά αποικιοκρατικά κράτη, μετατρεπόταν, από ένα άπειρο πεδίο άπειρων και απόλυτων δυνατοτήτων κατάκτησης – η οποία κατάκτηση δεν θα συνεπαγόταν αντίστοιχες απώλειες για κάποιο άλλο κράτος – σε ένα πεπερασμένο πεδίο πεπερασμένων και σχετικών δυνατοτήτων κατάκτησης – η οποία κατάκτηση θα συνεπαγόταν απώλειες για κάποιο ανταγωνιστικό κράτος.
«Μία σελίδα κλείνει για πάντα... Η εξερεύνηση της Γης τελειώνει... Ο πολιτισμένος άνθρωπος γνωρίζει πια τα του οίκου του με ένα πρωτόγνωρο τρόπο. Έτσι ολοκληρώνεται η παγκόσμια διαδικασία. Ένα εξαιρετικά σπουδαίο και μοιραίο γεγονός.» Μ’ αυτά τα λόγια ο βρετανός λόρδος J. Bryce, το 1902, περιέγραψε το αίσθημα ενός τέλους, που βιώνεται ως τέτοιο (ως τέλος). (Bryce 1902, σ.5). Συμπληρωματικώς προς τον δυσοίωνο χαρακτήρα του ‘μοιραίου γεγονότος’ αυτού, ο Bryce αποτολμά να δώσει και μια ευοίωνη προοπτική: «Η ολοκλήρωση της παγκόσμιας διαδικασίας ανοίγει μια νέα φάση στην παγκόσμια ιστορία, την φάση μιας νέου είδους ενότητας του κόσμου... Παρά το ότι βαριά σύννεφα φαίνονται στον ορίζοντα του μέλλοντα, κάπου υπάρχει και ένα φως.» (Bryce 1902, σ.46). Αυτή την, ανάμεσα στα άλλα μελανά χρώματα, ευοίωνη προοπτική ο Bryce την βασίζει σε μια ενδεχόμενη ορθολογιστική και επιστημονική διαχείριση των παγκοσμίων ζητημάτων σε ένα ενωμένο κόσμο.
Η αμερικανίδα γεωγράφος Ellen Semple, μαθήτρια και μεταφράστρια του Ratzel, τοποθέτησε, το 1911, αυτό το ‘μοιραίο γεγονός’ μέσα στην μακρά διάρκεια της ιστορίας ως εξής: «Ο γεωγραφικός ορίζοντας του γνωστού κόσμου διευρύνεται συνεχώς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και παράλληλα με αυτή την διεύρυνση του ορίζοντα διευρύνεται και η γεωγραφική σύλληψη και κατανόηση της ανθρωπότητας.» (Semple 1911, σ.69). Μία καινούρια κατάσταση, στην στροφή του αιώνα παρουσιάζεται στους Ευρωπαίους, που είχαν συνηθίσει να θεωρούν απέραντο τον γεωγραφικό ορίζοντα και άπειρες τις δυνατότητες συνεχούς επέκτασης και κατάκτησης νέων εδαφών.
Ήταν αυτό το κλείσιμο ή το επερχόμενο κλείσιμο (closure) του κόσμου, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτέλεσε την γεωπολιτική βάση του ψυχολογικού περιβάλλοντος του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού που άνθησε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Ernest Lavisse, ήδη από το 1891, ορίζει την έννοια του κλεισίματος του κόσμου, χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια ελπίδας στην ειρήνη μελλοντικά: «Επί του παρόντος, καθώς φαίνεται, η κατάκτηση του κόσμου ολοκληρώνεται ειρηνικά... Το τι θα γίνει, όταν όλο το διαθέσιμο έδαφος κατακτηθεί, δεν είναι δύσκολο να το φαντασθεί κανείς. Παντού υπάρχουν ενδείξεις πολέμου.» (Lavisse 1891, σ.159).
Στα τέλη του 19ου αιώνα, τέσσερις αιώνες μετά την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο, η χωρική επέκταση των οικονομικών και διοικητικών δραστηριοτήτων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και εταιρειών έφθανε στα έσχατα πλανητικά της όρια. Είναι μια σημαίνουσα ιστορική στιγμή. Η εκτατική αντίληψη της κρατούσας πολιτικής δίνει σταδιακά την θέση της σε μια εντατική αντίληψη της πολιτικής. Το ενδιαφέρον για την όλο και μεγαλύτερη έκταση δίνει, σταδιακά, την θέση του στο ενδιαφέρον για την ένταση της εκμετάλλευσης των δεδομένων εδαφικών κατακτήσεων και των δεδομένων οικονομικών και άλλων δημογραφικών στοιχείων. Η γεωγραφική κλίμακα του πλανήτη, που προηγουμένως ήταν μια αφηρημένη έννοια, τώρα γίνεται μια έννοια με συγκεκριμένες πραγματικές πολιτικές και οικονομικές εφαρμογές. Η γεωγραφική κλίμακα της παγκοσμιότητας, που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο εσωτερικών αλληλεπιδράσεων, θέτει εντελώς νέους προβληματισμούς σε πολιτικούς και γεωγράφους. Στην ιστορική αυτή φάση, η πολιτική επιστρατεύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό (εν σχέσει προς το παρελθόν) την γεωγραφική γνώση, ενώ και η γεωγραφική γνώση επιστρατεύει την πολιτική.
Η αίσθηση του περίκλειστου χώρου που καταλαμβάνεται από ασφυκτιούσες και ανταγωνιστικές μεταξύ τους δυνάμεις είναι πρόδηλη σε όλες τις πρώτες γεωπολιτικές θεωρήσεις. Συμπλήρωμα αυτής της αίσθησης είναι η διαπίστωση μιας ανάγκης για μια νέα πολιτική, που θα είναι πολιτική μαζί με γνώση και, ειδικότερα, γεωγραφική γνώση. Αυτό, λίγο ή πολύ, πάντοτε συνέβαινε, τώρα όμως οι ανάγκες εσωτερικής διοίκησης καθιστούν κρίσιμα επιτακτική την συνδρομή αυτής της γνώσης. Η γεωπολιτική θεωρία της εποχής αυτής είναι η πολιτική θεωρία που καθοδηγεί τις εγγενείς αναπτυξιακές δυνάμεις του κυρίαρχου συστήματος να συνεχίσουν ομαλά την αναπτυξιακή τους δραστηριότητα, εντείνοντας τώρα, παρά εκτείνοντας, την αναπτυξιακή δραστηριότητα αυτή. Μετά από τέσσερις αιώνες συνεχούς εξάπλωσης, η Δύση έπρεπε να αρχίσει να συμπεριφέρεται διαφορετικά.
Με διαφορετικούς τρόπους, τόσο ο γερμανός Friedrich Ratzel (με ποιητικό μάλλον τρόπο) όσο και ο βρετανός Halford John Mackinder (με ιστορικό μάλλον τρόπο), κλασικοί θεμελιωτές της γεωπολιτικής θεωρίας, εκφράζουν την αίσθηση της εποχής τους: το ‘ρεύμα’, στο τέλος του 19ου αιώνα, έχει φθάσει στα όρια του, η επέκταση στα ακρότατα όρια της γης. Αυτή είναι η γεωπολιτική: ο αγώνας για χώρο, όταν ο χώρος εμφανίζεται ως αυστηρά πεπερασμένος, ο αγώνας για χώρο, όταν ο χώρος εμφανίζεται ως αγαθό εν ανεπαρκεία. «Ανάμεσα στην κίνηση της ζωής, η οποία δεν σταματά ποτέ, και τον χώρο της γης, ο οποίος παραμένει αμετάβλητος, υπάρχει μια αντίφαση. Από αυτήν την αντίφαση γεννιέται ο αγώνας για χώρο. Η ζωή εντάχθηκε στον γήινο χώρο, αλλά όταν έφθασε το ρεύμα της στα όρια του γύρισε πίσω και έκτοτε μάχεται ασίγαστα σε όλη την επιφάνεια της γης για χώρο, η μία ζωή την άλλη.» (Ratzel 1901).
«Όταν οι ιστορικοί στο μακρινό μέλλον θα κοιτάζουν πίσω τούς αιώνες που εμείς τώρα διανύουμε... πιθανώς θα περιγράφουν τα τελευταία τετρακόσια χρόνια ως την κολομβιανή εποχή και θα λένε ότι αυτή έληξε αμέσως μετά το έτος 1900. Τελευταίως, έχει γίνει κοινός τόπος το να λέμε ότι η γεωγραφική εξερεύνηση σχεδόν περατώνεται και αναγνωρίζεται ότι η γεωγραφία πρέπει να μεταστρέψει τον σκοπό της προς την κατεύθυνση της εντατικής έρευνας και της φιλοσοφικής σύνθεσης. Σε τετρακόσια χρόνια το περίγραμμα του χάρτη του κόσμου έχει ολοκληρωθεί με αρκετή ακρίβεια.» (Mackinder 1904).
Η μακιντεριανή αντίληψή εξέφραζε με τον καλύτερο τρόπο την νέα συγκρουσιακή συνθήκη, αυτό που εμείς εδώ ονομάσαμε γεωπολιτική συνθήκη. Ενώ στην ιστορική φάση της αποικιοκρατίας η ευρωπαϊκή επέκταση στην Αφρική και την Ασία εκτόνωνε εσωτερικές και εξωτερικές εντάσεις των ευρωπαϊκών χωρών, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1890 η ευρωπαϊκή επέκταση στην Αφρική και την Ασία είχε γίνει πηγή συγκρούσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Η βρετανική επιθυμία, π.χ., δημιουργίας ενός άξονα που θα συνέδεε τον Βορρά και τον Νότο της αφρικανικής ηπείρου, από το Κάϊρο μέχρι το Κέηπ, συγκρουόταν ευθέως με την Γαλλικό σκοπό να ανοιχθεί ένας δρόμος που θα συνέδεε Δύση και Ανατολή της αφρικανικής ηπείρου. Οι δύο χώρες έφθασαν στα πρόθυρα του πολέμου το 1898, όταν ο στρατός του Kitchener αντιμετώπισε τον στρατό του Marchard στις ακτές του Νείλου. Την ίδια ώρα, Βρετανία και Ρωσία ήταν έντονα εμπλεγμένες στο Μεγάλο Παιγνίδι κατασκοπείας και αντικατασκοπείας, κατά μήκος των ορίων των ασιατικών αυτοκρατοριών τους. Και από την άλλη πλευρά, Γαλλία και Γερμανία δύο φορές, το 1905 και το 1911, έφθασαν στο χείλος του πολέμου για το ζήτημα του Μαρόκου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις βρίσκονταν στα πρόθυρα του μεγάλου πολέμου.

Ι.4. β) Γεωπολιτική Περιοδολόγηση
Αν και εμείς επιλέγουμε μια περιοδολόγηση με βάση το κριτήριο που θέτει η ίδια η γεωπολιτική συνθήκη, ας δούμε μια άλλη, ενδιαφέρουσα περιοδολόγηση, που αφορά τις μεγάλες ιστορικές φάσεις της πολιτικής σκέψης και του πολιτικού φαντασιακού. Ο John Agnew, καθηγητής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, επιχειρεί μια περιοδολόγηση της ιστορίας της γεωπολιτικής σκέψης, ξεκινώντας από τις αρχές του 19ου και φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας: Στα περίπου διακόσια αυτά χρόνια υπήρξαν, κατά τον Agnew, διαδοχικά, μια πολιτισμική (civilizational) γεωπολιτική, μια νατουραλιστική (naturalized) γεωπολιτική και, τέλος, μια ιδεολογική (ideological) γεωπολιτική. (Agnew 1998, σ.86).
Η κατά Agnew πολιτισμική γεωπολιτική αφορά την περίοδο 1815-1875. Την περίοδο αυτή η Ευρώπη κανοναρχείται από τις διαδικασίες του ‘Κονσέρτου της Ευρώπης’. Τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτισμικής γεωπολιτικής ήταν, πρώτον, η δέσμευση στην ευρωπαϊκή μοναδικότητα, από πλευράς αξιών πολιτισμού (χαρακτηριστικό που είχε τις ρίζες του στους προηγούμενους αιώνες της ευρωπαϊκής ιστορίας), και, δεύτερον, η συνεχώς αυξανόμενη ταύτιση ενός εθνικού κράτους με την τελειότερη εκδοχή ευρωπαϊκής υπεροχής. Η νατουραλιστική γεωπολιτική αφορά την περίοδο 1875-1945, την περίοδο δηλαδή της έξαρσης των εθνικισμών που κατάληξη είχαν τους δυο παγκοσμίους πολέμους. Αναγνωρίζεται, σ’ αυτή την περίοδο, ότι η ανθρωπότητα έχει χάσει τον έλεγχο του πεπρωμένου της. Η φύση φαίνεται να κατευθύνει, σχεδόν μόνη, τις υποθέσεις των κρατών. Τα κράτη εμφανίζονται να έχουν ‘βιολογικές’ ανάγκες για περισσότερα εδάφη, περισσότερους πόρους και περισσότερες διεξόδους για το οικονομικό επιχειρείν. Σταθερές, διαχρονικές, γεωγραφικές ιδιότητες και περιβαλλοντικές συνθήκες φαίνεται να προδιαγράφουν την συμπεριφορά των κρατών. Η ιδεολογική, τέλος, γεωπολιτική αφορά την περίοδο 1945-1989, την περίοδο δηλαδή του Ψυχρού Πολέμου. Ο κόσμος κατά την περίοδο αυτή διακρίνεται από την σύγκρουση ιδεολογικών συστημάτων επί της πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης. Τρεις διακριτοί, ως προς το μοντέλο ανάπτυξης, ‘Κόσμοι’ σχηματίζονται και, ενώ οι δύο, ο ‘Πρώτος’ και ο ‘Δεύτερος’, ανταγωνίζονται αλλήλους, αμφότεροι προσπαθούν να διεισδύσουν στον ‘Τρίτο’. Το σύνολο του πλανήτη σταδιακά ομογενοποιείται, διαιρούμενο μόνο με βάση την αρχέγονη διάκριση ‘φίλου και εχθρού’.
Για την μεταψυχροπολεμική περίοδο, ο Agnew αποφεύγει να πάρει ακριβή θέση. Υποθέτει, όμως, πως υπάρχουν δυο υποψηφιότητες. Μια αντι-γεωπολιτική (αντι-geopolitical) υποψηφιότητα, που έλκει την καταγωγή της από την ήδη εξαπλούμενη οικονομική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που διεθνοποιεί και απο-εδαφικοποιεί (deterritorializes) την παγκόσμια οικονομία, και μία κουλτουραλική (cultural) υποψηφιότητα, που έλκει την καταγωγή της από τις ήδη τονιζόμενες και εξαπλούμενες πολιτισμικές διαφοροποιήσεις ταυτότητας.
Η περιοδολόγηση της γεωπολιτικής σκέψης έχει, πέραν του ιστορικού, ένα πρόσθετο ενδιαφέρον: (αν επιχειρηθεί με βάση την διαχρονική εξέλιξη της αντιστοιχίας γεωπολιτικής θεωρίας και γεωπολιτικής ιστορικής συγκυρίας) καταδεικνύει ότι υφίσταται και μια ιστορία και μια γεωπολιτική της Γεωπολιτικής. Σ’ αυτό και στο μεθεπόμενο υποκεφάλαιο (το περί της πτώσης και της αναβίωσης του γεωπολιτικού λόγου) καταγράφουμε τις μεγάλες φάσεις εμφάνισης, εξαφάνισης και επανεμφάνισης της γεωπολιτικής θεωρίας και του γεωπολιτικού λόγου, σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες γεωπολιτικές και ιστορικές συγκυρίες.
Ο Mackinder το 1904, στο περίφημο άρθρο του στο περιοδικό Geographical Journal ‘The Geographical Pivot of History’, ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της γεωπολιτικής θεωρίας, σημείωνε ότι η Κολομβιανή εποχή της ανακάλυψης του κόσμου, πού διήρκεσε 400 χρόνια, έφθανε στο τέλος της. Ο κόσμος, πλέον, είχε ανακαλυφθεί στην ολότητά του, είχε κατακτηθεί, είχε αποικιοποιηθεί, είχε χαρτογραφηθεί. «Μπορούμε να αντιπαραθέσουμε την κολομβιανή εποχή με την εποχή η οποία προηγήθηκε αυτής, συνοψίζοντας τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της στην επέκταση της Ευρώπης έναντι σχεδόν αμελητέας αντίστασης, ενώ, κατ’ αντιδιαστολή, η μεσαιωνική Χριστιανοσύνη παρέμεινε εγκλωβισμένη σε μια στενή περιοχή και απειλούμενη από ένα εξωτερικό βαρβαρισμό. Από τώρα και στο εξής, στην μετα-κολομβιανή εποχή, θα έχουμε ξανά να κάνουμε με ένα κλειστό πολιτικό σύστημα και, ακόμη περισσότερο, αυτό θα είναι ένα πολιτικό σύστημα παγκοσμίων, οικουμενικών διαστάσεων. Κάθε έκρηξη κοινωνικών δυνάμεων, αντί να διασκορπίζεται σε ένα περιβάλλοντα άγνωστο χώρο, σε ένα βαρβαρικό χάος, θα αντηχείται, θα επιστρέφει από την άλλη άκρη του κόσμου. ...Το γεγονός αυτό μεταστρέφει την προσοχή των πολιτικών από την εδαφική επέκταση στον αγώνα για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα». (Mackinder 1904).
Ήδη, σ’ αυτές τις γραμμές, συνοψίζονται οι μεγάλες περίοδοι της ευρωπαϊκής ιστορίας. Σε κάθε περίοδο μπορούμε να διακρίνουμε την διαφορετική σχέση ισχύος μεταξύ Ευρώπης και του περιβάλλοντος την Ευρώπη κόσμου. Το σημερινό κλειστό μετα-κολομβιανό σύστημα ήρθε να αντικαταστήσει το ανοικτό σύστημα της κολομβιανής εποχής που είχε, με την σειρά του, αντικαταστήσει, από τον 15ο αιώνα, τον κλειστό Χριστιανικό Μεσαίωνα. Σε αυτή την σχηματική διαδρομή διαγράφεται η εξέλιξη της σχέσης ισχύος και χώρου. Είναι μια σχέση που περνάει από την αμυντική ισχύ των φρουρίων, όταν ο χώρος στον Χριστιανικό Μεσαίωνα είναι κλειστός, στην επιθετική, επεκτατική, αποικιοκρατική ισχύ, όταν ο χώρος ανοίγεται, στην διάρκεια της αποικιακής εξάπλωσης και της αποικιοκρατίας, και, αργότερα, στην επιθετική, εντατική (εμβαθυντική) ισχύ, όταν ο χώρος ξανακλείνει, στην διάρκεια του ιμπεριαλισμού. Ο Mackinder διαπιστώνει ότι μπορεί να υπάρξει, με ένα ικανοποιητικό βαθμό ακρίβειας, συσχετισμός μεταξύ ευρύτερων γεωγραφικών γενικεύσεων και ευρύτερων ιστορικών γενικεύσεων και υπ’ αυτήν την έννοια θέτει προς κρίση την ‘γεωγραφική ερμηνεία (causation) της παγκόσμιας ιστορίας’. Η διαδοχή κλειστού, ανοικτού, κλειστού συστήματος έχει να κάνει και με ιστορικούς και με γεωγραφικούς όρους.
Η περιοδολόγηση της ιστορίας, όσο αυθαίρετη και αν είναι, βοηθάει την κατανόηση βαθύτερων κοινωνικών αλλαγών. Η μετάβαση από την αποικιοκρατία στον ιμπεριαλισμό γίνεται την χρονική στιγμή κατά την οποία ο ανοικτός, επεκτάσιμος κόσμος μετατρέπεται σε κλειστό κόσμο. Όταν η αποικιοκρατία έδωσε την θέση της στον ιμπεριαλισμό, η πολιτική συμπεριφορά των ιθυνουσών κοινωνικών τάξεων έναντι των υποτελών αντιπάλων και υποτελών εταίρων της, τόσο στα εξωτερικά ζητήματα όσο και στα εσωτερικά ζητήματα, άλλαξε.
Έχει σημασία να κάνουμε την διάκριση αυτών των ιστορικών περιόδων, διότι σε κάθε περίοδο αντιστοιχεί διαφορετική πολιτική συμπεριφορά και προς τα έξω και προς τα μέσα. Ο ιμπεριαλισμός εν σχέσει προς την προηγούμενη φάση, αυτή της κλασικής αποικιοκρατίας, έθεσε την στρατιωτική επιβολή και τον στρατιωτικό έλεγχο υπεράνω των εμπορικών και επιχειρηματικών ενδιαφερόντων και συμφερόντων. Στον ιμπεριαλισμό η λογική του στρατιωτικού ελέγχου και οι στρατιωτικοί ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων υπερακόντισαν σε σημασία την απλή εμπορική και επιχειρηματική εκμετάλλευση. Το στρατιωτικό μακρύ χέρι των μητροπόλεων δεν αποτελούσε, πλέον, απλό συμπλήρωμα και απλή προστατευτική ομπρέλα των εμπορικών συμφερόντων, αλλά επέβαλλε απόλυτες κυριαρχίες με κυρίαρχο λόγο στην διοίκηση αλλά και στην ψυχή των ιμπεριαλιστικά εξαρτημένων κοινωνιών. Και, από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό κοινωνικό μέτωπο, η πολιτική στράτευση γινόταν στο όνομα ενός έθνους που απειλείτο από άλλα (ευρωπαϊκά) έθνη. Ο αμυντικός οραματικός εθνικισμός, που εκφραζόταν από την ‘αρχή της εθνικότητας’ και που δεν είχε καμία εγγενή επιθετικότητα, θα μετατρεπόταν αυτόματα σε εξωστρεφή, επιθετικό εθνικισμό, που θα εκφραζόταν ακριβώς έτσι: ως επιθετικός εθνικισμός.
Για να συνεχίσουμε την περιοδολόγηση μέχρι τις ημέρες μας, πρέπει να δούμε πώς το κλειστό πλανητικό πολιτικό σύστημα της κατά Mackinder μετα-κολομβιανής εποχής του 20ου αιώνα, έμελλε να καταλήξει στο τέλος του 20ου αιώνα σε ένα εξαιρετικά πυκνό πολιτικό και οικονομικό χώρο. Οι ιστορικές φάσεις του μεταπολεμικού παραγκωνισμού της γεωπολιτικής σκέψης και της επανεμφάνισης της γεωπολιτικής σκέψης, στην δεκαετία του 1970, θα εξετασθούν στο μεθεπόμενο υποκεφάλαιο (το περί της πτώσης και της αναβίωσης του γεωπολιτικού λόγου).

Ι.4. γ) Το Γεωπολιτικό Παίγνιο
Υπάρχει ένας γενετικός διχασμός στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων. Δύο σχολές σκέψης, δύο βασικές θεωρίες, συγκρούονται περί την υπόθεση και το ερώτημα του τελικού κριτηρίου στο πεδίο των υπαρκτών διεθνών σχέσεων. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει και κρίνει τις διεθνείς σχέσεις είναι η ισχύς ή ο Λόγος, η σύγκρουση ή η συνεργασία; Εν σπέρματι τα δύο αυτά στοιχεία, η σύγκρουση και η συνεργασία, υπάρχουν από την πρώτη κιόλας στιγμή της σχετικά νέας αυτής επιστήμης. Η κάθε σχολή διατείνεται ότι οι ιστορικές εξελίξεις δικαιώνουν την θεμελιώδη θεωρητική της άποψη. Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, να δούμε υπέρ ποιας σχολής των Διεθνών Σχέσεων θα ετάσσετο η Γεωπολιτική, εάν εκαλείτο να πάρει θέση.
Υπάρχει μια τεράστια φιλοσοφική παράδοση που συνοδεύει τις δύο έννοιες, τις έννοιες της ισχύος και του Λόγου. Η ισχύς – ερωτάται πρώτα απ’ όλα – είναι αντικείμενο προς κατάκτηση και ιδιοποίηση ή μια διαρκής, δημιουργική ή καταστροφική, σχέση; Ποιά είναι η φύση και η ουσία της ισχύος; Όπως θα αναφέρουμε και στο κεφάλαιο Ι.7, οι στρουκτουραλιστές στοχαστές θεωρούν ότι η ισχύς είναι (ή, σε τελευταία ανάλυση, συνοψίζεται σε) ένα υλικό αντικείμενο προς αποκλειστική ιδιοποίηση, ενώ οι μετα-στρουκτουραλιστές στοχαστές θεωρούν ότι η ισχύς είναι μόνον χέση, σχέση δημιουργική ή καταστροφική.
Εμείς, υιοθετώντας την μετα-στρουκτουραλιστική προσέγγιση των πραγμάτων (μια και τα θεωρητικά αδιέξοδα του στρουκτουραλισμού είναι προφανή), οφείλουμε να παρατηρήσουμε την δυσκολία των μετα-στρουκτουραλιστών στοχαστών να πραγματευθούν υπαρκτά αντικείμενα προς αποκλειστική ιδιοποίηση, στο πλαίσιο των υπαρκτών κοινωνικών σχέσεων. Για την υπέρβαση αυτής της δυσκολίας, πρέπει, νομίζουμε, πρώτα να κατανοήσουμε ότι οι κοινωνικές σχέσεις εμφανίζονται υπό δύο μορφές: άλλοτε ως σχέσεις συμμετοχής άλλοτε ως σχέσεις αποκλειστικότητας και αποκλεισμού. Άλλοτε, δηλαδή, είναι σχέσεις συναίνεσης (χωρίς να εξετάζουμε το πώς αποσπάται κάθε φορά η συναίνεση) άλλοτε είναι σχέσεις στο πλαίσιο των οποίων κάποιοι ιδιοποιούνται αποκλειστικώς ένα αγαθό, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι αποκλείονται από την χρήση αυτού του συγκεκριμένου αγαθού. Είναι προφανές ότι διαφορετικό χαρακτήρα έχουν οι σχέσεις συμμετοχής από τις σχέσεις αποκλεισμού και διαφορετικές πολιτικές συμπεριφορές αναπτύσσονται στις μεν και στις δε. Οι πρώτες, οι σχέσεις συμμετοχής, δε αποκλείουν κανένα. Αντιθέτως, αφομοιώνουν στην λογική τους (όποια και αν είναι αυτή, καλή ή κακή) τούς πάντες. Οι δεύτερες, οι σχέσεις αποκλεισμού, συνεπάγονται τον αποκλεισμό ενός μικρού ή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού από την χρήση του επίζηλου αντικειμένου.
Οι μετα-στρουκτουραλιστές, στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν ότι η ισχύς είναι σχέση και όχι υλικό αντικείμενο, και από τον φόβο μήπως κατηγορηθούν από τους ομοϊδεάτες τους επί στρουκτουραλισμώ, παραλείπουν να εξετάσουν με σοβαρότητα τις σχέσεις αποκλεισμού, τις σχέσεις δηλαδή που αναφέρονται σε αντικείμενα αποκλειστικής ιδιοποίησης. Η στρουκτουραλιστική Γεωπολιτική ασχολείται με αντικείμενα. Η μετα-στρουκτουραλιστική Γεωπολιτική ασχολείται με σχέσεις. Ασχολείται, όμως, (η μετα-στρουκτουραλιστική Γεωπολιτική) όχι εν γένει με σχέσεις, αλλά με σχέσεις ισχύος που τυχαίνει να είναι σχέσεις αποκλεισμού. Και ουδόλως ασχολείται με σχέσεις ισχύος που τυχαίνει να είναι σχέσεις συμμετοχής. (Αυτό, βεβαιότατα, δεν σημαίνει ότι ένας γεωπολιτικός τάσσεται απαραιτήτως υπέρ του αποκλεισμού. Καταγράφει, οφείλει να καταγράφει, τον αποκλεισμό. Το αν τάσσεται υπέρ ή κατά του αποκλεισμού είναι άλλης τάξεως ζήτημα.)
Οι γεωπολιτικές σχέσεις είναι σχέσεις ανταγωνισμού και σύγκρουσης περί ένα υλικό αντικείμενο. Το υλικό αντικείμενο αυτό προσδιορίζει τον χαρακτήρα και των σχέσεων αυτών και της ίδιας της έννοιας της ισχύος. Η Γεωπολιτική ασχολείται με σχέσεις, που είναι σχέσεις αποκλεισμού. Η Γεωπολιτική ασχολείται με σχέσεις ανταγωνισμού και σύγκρουσης, για την κατανομή και ανακατανομή του πεπερασμένου πλανητικού χώρου και των πεπερασμένων πόρων του. Τέτοιες σχέσεις μόνον την μορφή ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος μπορούν να έχουν. Ο πλανήτης είναι μη επεκτάσιμος και, ως προς μια ενδεχόμενη νέα διανομή εδαφών και πόρων, κατά αναγκαία συνεπαγωγή, τα οφέλη ενός παίκτη προκύπτουν και θα προκύπτουν από τις απώλειες ενός άλλου παίκτη. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι όλες οι διεθνείς σχέσεις είναι σχέσεις αποκλεισμού. Αυτό, απλώς, συνεπάγεται ότι αυτή είναι η περιοριστική συνθήκη, που διέπει τις σχέσεις της συνεργασίας και της σύγκρουσης στους διάφορους τομείς της διεθνούς ζωής και που η άγνοια της οποίας (περιοριστικής συνθήκης) μόνον αφέλεια ή συνειδητή παραπλάνηση μπορεί να σημαίνει. Η Γεωπολιτική λέει ότι η υπέρτατη λογική της συνεργασίας και της σύγκρουσης, του Λόγου και της ισχύος στους επί μέρους τομείς των διεθνών σχέσεων είναι η λογική της γεωπολιτικής συνθήκης και του γεωπολιτικού παιγνίου. Πέραν τούτου ουδέν. (Το αν υπάρχει συνεργασία ή σύγκρουση, Λόγος ή ισχύς, στους επί μέρους τομείς των διεθνών σχέσεων, θα μας απασχολήσει διεξοδικά στο Τρίτο Μέρος του παρόντος πονήματος.)
Σ’ αυτό το σημείο έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Η οποιαδήποτε οικονομική συνεργασία και η προκύπτουσα εξ αυτής οικονομική ανάπτυξη και αύξηση του παραγόμενου προϊόντος παρέχουν οφέλη, κατ’ αρχήν, στο σύνολο των παικτών. Αυτό δίνει την εντύπωση ότι, στο πλαίσιο τέτοιων συνεργασιών, παρακάμπτονται ή, έστω, χαλαρώνονται οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί ισχύος. Όμως, το γεωπολιτικό παίγνιο της ισχύος διεξάγεται, εν τέλει, επί του πεπερασμένου πλανητικού γεωγραφικού χώρου και των πεπερασμένων πλουτοπαραγωγικών πόρων του, δηλαδή, εν τέλει, επί πεπερασμένων, μη αυξήσιμων αγαθών. Εκείνο που μετράει, εδώ, για την κατανομή της γεωπολιτική ισχύος, είναι το πώς κατανέμονται τα μη αυξήσιμα (τα περατά) αγαθά και όχι το πώς κατανέμονται τα απείρως αυξήσιμα αγαθά.
Είναι ενδιαφέρον να διευκρινίσουμε κάτι που μας υπενθυμίζει το οικολογικό πολιτικό κίνημα και που διευρύνει την εφαρμογή της γεωπολιτικής συνθήκης και του γεωπολιτικού παιγνίου και σε πεδία, τα οποία μέχρι σήμερα σκιάζονταν από την νεοφιλελεύθερη ρητορική: Δεν υπάρχουν, κατ’ ουσίαν, απείρως αυξήσιμα αγαθά. Μόνο, κατά εντελώς προσωρινή σύμβαση, μπορούν να υπάρχουν απείρως αυξήσιμα αγαθά. Υπάρχει ένα όριο, μας λέγουν ακτιβιστές οικολόγοι, που δεν το θέτει στον σύγχρονο άνθρωπο κάποιος εγκρατής νομοθέτης, αλλά η ίδια η φύση. Η ανθρωπότητα, για πρώτη φορά σήμερα, έχει την ικανότητα να παράξει αγαθά σε τέτοια ποσότητα και τέτοια ποιότητα, ώστε να ανατραπούν βασικές ισορροπίες ανάμεσα στον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον. Η αναλυτική εξέταση του οικολογικού ζητήματος εκφεύγει της θεματικής του παρόντος πονήματος. Εκείνο, όμως, που δεν εκφεύγει της θεματικής του παρόντος πονήματος είναι η σχέση ανθρώπου με τα πεπερασμένα μεγέθη, η σχέση της οργανωμένης κοινωνίας με τα πεπερασμένα μεγέθη, η σχέση της πολιτικής με τα πεπερασμένα μεγέθη.
Αν και η κρίσιμη κατανομή γίνεται όταν κατανέμονται τα μη αυξήσιμα αγαθά, τα περατά δηλαδή αγαθά, η σχετική κατανομή των (κατά προσωρινή σύμβαση) απείρως αυξήσιμων αγαθών συνιστά πρόκριμα για την κρίσιμη κατανομή των μη αυξήσιμων, των περατών αγαθών. Το πώς μοιράζονται τα απείρως αυξήσιμα αγαθά δεν είναι κάτι που αφήνει αδιάφορη την γεωπολιτική θεωρία, υπό την έννοια ότι αυτή η κατανομή συνιστά μια προκριματική φάση για τον τελικό αγώνα της κρίσιμης κατανομής των μη αυξήσιμων αγαθών. Μπορεί βάσιμα να υποστηρίζει η νεοφιλελεύθερη σχολή, σχολή του Λόγου και της συνεργασίας, ότι δια της αυξανομένης διεθνούς συνεργασίας αυξάνονται κατ’ απόλυτο μέγεθος τα οφέλη για όλους, όμως θα παραμένει κρίσιμο το επίπεδο της σχετικής κατανομής, της ποσοστιαίας κατανομής δηλαδή των συνολικών οφελών. Στο κρίσιμο αυτό επίπεδο, όπου τα μεγέθη μετρούνται ως ποσοστά, είναι αδύνατον να αυξάνονται τα οφέλη για όλους. Το άθροισμα των ποσοστών (επί τοις εκατό) είναι πάντα εκατό. Με βάση το πώς κατανέμονται ποσοστιαία τα εκ της συνεργασίας και ανάπτυξης οφέλη, κατανέμονται και τα κρίσιμα, μη αυξήσιμα, αγαθά, δηλαδή ο πεπερασμένος γεωγραφικός χώρος του πλανήτη και οι πλουτοπαραγωγικοί του πόροι.
Η άνιση κατανομή των οφελών μιας οικονομικής αναπτυξιακής συνεργασίας αντανακλάται στην άνιση κατανομή του χώρου και, ενώ δεν αμφισβητείται το γεγονός της γενικής (επ’ ωφελεία όλων των μερών) αναπτυξιακής διάστασης μιας διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, τίθεται, ως προς το ζήτημα της ισχύος, πάντοτε το αμείλικτο ερώτημα: ποιος προσπορίζεται τα πλείονα των οφελών αυτής της οικονομικής συνεργασίας; Η ισχύς προσδιορίζεται και μετριέται επί τη βάσει συγκεκριμένων σχέσεων ανισότητας και όχι επί τη βάσει μιας αφηρημένης έννοιας απόλυτης δύναμης ή απόλυτης αδυναμίας. Η ισχύς προσδιορίζεται επί τη βάσει σχετικών και όχι απόλυτων μεγεθών.
Μετά το τέλος Ψυχρού Πολέμου, μετά δηλαδή το 1989, έχουν πληθύνει οι αναφορές στην πολιτική ή τις πολιτικές μιας ασαφώς προσδιοριζόμενης παγκοσμιοποίησης, που εμείς μπορούμε, τώρα, να αποκαλούμε και πλανητική πολιτική. Τα πανίσχυρα δόγματα εξωτερικής πολιτικής των ημερών μας και οι εκτεταμένες συμφωνίες επί βασικών αρχών της εξωτερικής πολιτικής διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο παραδοχών επί του τι συνιστά σταθερά και τι συνιστά μεταβλητή ενός κλειστού πολιτικού συστήματος. Νέες μορφές άσκησης ισχύος κάνουν την εμφάνισή τους με την βοήθεια των σύγχρονων ηλεκτρονικών και επικοινωνιακών τεχνολογιών. Οι μορφές ισχύος αυτές μπορούν να ασκούνται εν ονόματι της μη άσκησης ισχύος και εν είδει μιας φασματικής ‘αοράτου χειρός’. Μια (νεοφιλεύθερη) αόρατος χειρ ενός επικαιροποιημένου Adam Smith φαίνεται να ρυθμίζει τις τύχες του κόσμου σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ένα φιλάνθρωπο χέρι φαίνεται να κατευθύνει τις τύχες του κόσμου, έναντι του οποίου χεριού δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα (και καλό είναι – λέγουν – να μη κάνουμε!). Το νέο στην μεγάλη συζήτηση περί της παγκοσμιοποίησης ή της πλανητικής πολιτικής είναι ότι ένα αναπόδραστα κλειστό, πλανητικής εδαφικής έκτασης, σύστημα ισχύος μπορεί να εμφανίζεται, υπό ένα εξαιρετικά φιλοτεχνημένο μανδύα, ως ανοιχτό σύστημα, του οποίου όλοι είμαστε κοινωνοί (ή είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε κοινωνοί). Και συνιστά εσχάτη προδοσία να το αμφισβητήσει κανείς.
……………………………………………………………….
……………………………………………………………….
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι.6
ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Από το 1945 και για τρεις περίπου δεκαετίες, η οποιαδήποτε αναφορά στην γεωπολιτική ανάλυση και ορολογία εθεωρείτο από την συλλογική συνείδηση ως συνώνυμη της καταστροφικής μανίας των παγκοσμίων πολέμων, των εθνικιστικών εξάρσεων καθώς και των θεωρητικών διατριβών που εμφορούντο από αυτές τις εθνικιστικές εξάρσεις. Εθνικιστικές εξάρσεις και γεωπολιτικές διατριβές θεωρήθηκαν υπεύθυνες για τους παγκοσμίους πολέμους. Η καταδίκη της γερμανικής Geopolitik συμπαρέσυρε την γεωπολιτική θεωρία εν γένει. Η Γεωπολιτική θεωρήθηκε ως ηθική αυτουργός των διαπραχθέντων εγκλήματων του πολέμου. Οι ανακρίσεις του κύριου εκφραστή της γερμανικής Geopolitik, Karl Haushofer, για παραπομπή του σε δίκη με την κατηγορία του εγκληματία πολέμου, σταμάτησαν μόνο λόγω της αυτοκτονίας του.
Πολιτικοί και δημοσιογράφοι ήταν αυτοί που, κατά την δεκαετία του 1970 και με αφορμή διεθνή ζητήματα υπαρκτών ή ενδεχόμενων στρατιωτικών συγκρούσεων, επανέφεραν την γεωπολιτική συζήτηση στο επίκεντρο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος. Η ακαδημαϊκή κοινότητα, με κάποια χρονική υστέρηση, πρέπει να παρατηρήσουμε, αισθάνθηκε την ανάγκη να παρέμβει, καταθέτοντας την θεωρητική της συνεισφορά. Η χρονική στιγμή της ιστορικής επανέναρξης της γεωπολιτικής συζήτησης φαίνεται ότι δεν είναι τυχαία.
Πέραν του σοκ των ναζιστικών εγκλημάτων και του εξ αυτού εκτοπισμού της Γεωπολιτικής στο συλλογικό ασυνείδητο, υπάρχει μια γεωπολιτική εξήγηση για την ιστορική υποχώρηση του γεωπολιτικού ενδιαφέροντος. Ομοίως, υπάρχει μια γεωπολιτική εξήγηση για την επανεκδήλωση του γεωπολιτικού ενδιαφέροντος κατά την δεκαετία του 1970. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια γεωπολιτική εξήγηση της ίδιας της ιστορίας της γεωπολιτικής θεωρίας. Η αναστολή κάθε γεωπολιτικής συζήτησης εξηγείται, εκτός από το σοκ του πολέμου και της αναλογιζόμενης ευθύνης της χαουσχοφεριανής εθνικιστικής γεωπολιτικής, και από ένα άλλο βασικό λόγο. Στην πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου, η ισορροπία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και των αντίστοιχων στρατιωτικών συμμαχιών τους ήταν μια ισορροπία τρόμου, όπου κώδικας επικοινωνίας δεν είχε ακόμη βρεθεί και όπου κάθε παρερμηνεία των ευθέως ή εμμέσως ανταλλασσομένων μηνυμάτων μπορούσε να οδηγήσει στον όλεθρο ενός πυρηνικού πολέμου. Την δεκαετία του 1970, ο κόσμος εισήλθε στην φάση της Ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου. Ζητήματα περιφερειακά και πλανητικά μπορούσαν να ξανατεθούν στο τραπέζι της γεωπολιτικής συζήτησης. Οι κίνδυνοι και τα ρίσκα, πλέον, είχαν τον χαρακτήρα περιφερειακών στρατιωτικών συγκρούσεων και όχι μιας γενικευμένης πυρηνικής πολεμικής σύρραξης. Ο κώδικας επικοινωνίας είχε βρεθεί.
Μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, την ανάδειξη νέων καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και την συνολική αναδιαπραγμάτευση του εδαφικού ζητήματος σε πολλές χώρες, η γεωπολιτική συζήτηση εντατικοποιήθηκε. Και μέλλει να εντατικοποιηθεί έτι περισσότερο, καθ’ όσον θα τίθενται επιτακτικώς τα ποικίλα ζητήματα των νέων ταυτοτήτων, των νέων διεθνών υποκειμένων δράσης, των προσδοκιών και των δυνατοτήτων τους.
Συνοψίζοντας: Η γεωπολιτική πραγματικότητα της πρώτης, σκληρής φάσης του Ψυχρού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα την απώθηση κάθε γεωπολιτικής συζήτησης. Η γεωπολιτική πραγματικότητα της δεύτερης, υφεσιακής φάσης του Ψυχρού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα την επανέναρξη της γεωπολιτικής συζήτησης. Η γεωπολιτική πραγματικότητα της τρίτης, τελικής φάσης του Ψυχρού Πολέμου 1980 και της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας είχε ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της γεωπολιτικής συζήτησης.
…………………………………………………………………..
…………………………………………………………………..
Ι.6. γ) Lacost
Οι Γάλλοι έχουν στη ακαδημαϊκή παράδοσή τους ένα σημαντικό γεωγράφο, τον Paul Vidal de la Blache, που επηρέασε βαθιά την γεωγραφική σκέψη της Γαλλίας. Ο προσανατολισμός της γαλλικής γεωγραφικής σκέψης σε συγκεκριμένες και περιορισμένες σε έκταση γεωγραφικές περιοχές αλλά και στην μελέτη της ανθρώπινης επίδρασης επί του γεωγραφικού περιβάλλοντος οφείλεται σ’ αυτή ακριβώς την παράδοση. Την γεωπολιτική θεωρία επεξεργάζονται, από πλευράς της γαλλικής σχολής, πρώτοι οι σύγχρονοι του Haushofer, Albert Demangeon και Jaques Ancel.
Μετά το 1945, και στη Γαλλία, όπως και στις άλλες χώρες, η γεωπολιτική θεωρία θεωρήθηκε ως συνώνυμη της εθνικιστικής έξαρσης που οδήγησε στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Η γαλλική γεωγραφική ακαδημαϊκή κοινότητα, μετά το 1945, υποστήριξε μια μάλλον απολίτικη Γεωγραφία. Η βινταλική αρχή της μελέτης μιας συγκεκριμένης και περιορισμένης γεωγραφικής περιοχής αποτέλεσε το πρόσχημα για να μη γίνουν οι απαραίτητες σε πλάτος και βάθος πολιτικές συσχετίσεις. Έπρεπε να περάσουν τρεις δεκαετίες για να ξαναρχίσει μια συζήτηση περί της γεωπολιτικής. (Claval 2000 και Hepple 2000).
Όπως και στον αγγλόφωνο κόσμο, έτσι και στην Γαλλία, οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι έσπασαν πρώτοι το ταμπού της ανοικτής συζήτησης των γεωπολιτικών ζητημάτων. Η ακαδημαϊκή κοινότητα με κάποια χρονική υστέρηση αισθάνθηκε, και εδώ, την ανάγκη να παρέμβει σε μια δημόσια συζήτηση, που είχε αρχίσει να διεξάγεται με τους δικούς της μη ακαδημαϊκούς όρους και με τις δικές της μη ακαδημαϊκές έννοιες και σημασίες. Η ακαδημαϊκή κοινότητα έπρεπε να δώσει τον δικό της συστηματικό χαρακτήρα στην συζήτηση. (Hepple 1986).
Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, η σύγκρουση μεταξύ Βιετνάμ και Καμπότζης προσέλκυσε το ενδιαφέρον των γάλλων δημοσιογράφων, οι οποίοι χρησιμοποίησαν την λέξη ‘γεωπολιτική’ όχι με τον αρνητικό και αφοριστικό τρόπο, που συνηθιζόταν μέχρι τότε. Αυτό, που επεδίωκαν οι γάλλοι δημοσιογράφοι στις αναφορές και αναλύσεις τους, ήταν να περιγράψουν με ακρίβεια το γεωγραφικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματιζόταν η σύγκρουση. Αντιλαμβάνονταν ότι έτσι θα εξηγούσαν κάποιες πολιτικο-στρατιωτικές συμπεριφορές και δράσεις. Το ίδιο άρχισαν να αντιλαμβάνονται και οι πολιτικοί, που περιέλαβαν στις συζητήσεις τους γεωπολιτικού χαρακτήρα επιχειρήματα. Έκτοτε, ο τύπος και οι πολιτικοί στην Γαλλία περιέλαβαν στο καθημερινό λεξιλόγιό τους και στις καθημερινές αναφορές και αναλύσεις τους γεωπολιτικούς όρους, παρακάμπτοντας το ναζιστικό παρελθόν της Γεωπολιτικής.
Το 1981, μια ομάδα συντηρητικών γάλλων, άγγλων και αμερικανών διπλωματών και στρατιωτικών, υπό την διεύθυνση του στρατηγού Pierre Galois, δημιούργησαν στο Παρίσι το Institut International de Geopolitique, που άρχισε να εκδίδει το τριμηνιαίο περιοδικό Geopolitique. Η ενασχόληση με τα γεωπολιτικά ζητήματα άρχισε να γίνεται πιο συστηματική και με αξιώσεις, πλέον, ακαδημαϊκού κύρους. Από το 1978 και μετά, υπήρξε ένας ανοικτός διάλογος περί γεωπολιτικής από μη γεωγράφους και, τώρα, το 1981, διπλωμάτες και στρατιωτικοί συντηρητικής πολιτικής κατεύθυνσης θα διεκδικούσαν την πιο συστηματική και θεωρητική τεκμηρίωση. Για το περιοδικό Hérodote και την ομάδα του, που από ετών ασχολούντο με παρόμοια ζητήματα, αυτό ήταν μια πρόκληση.
Ο Yves Lacost, ο Jean Dresch, ο Pierre George και άλλοι νέοι γάλλοι γεωγράφοι αποτέλεσαν, την δεκαετία του 1960, μια δραστήρια ερευνητική ομάδα. Ας σημειώσουμε ότι όλα τα μέλη της ομάδας αυτής υπήρξαν σε κάποια πρώτη φάση της ζωής τους μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας. Ο σύνδεσμος της ομάδας αυτής ήταν μεν σύνδεσμος περί την επιστήμη, αλλά περισσότερο ήταν σύνδεσμος περί την ενεργό πολιτική δράση, στην γραμμή της εφαρμογής της μαρξιστικής θεωρίας. Ο Pierre George, ήδη από την δεκαετία του 1950, είχε αναπτύξει μια γεωγραφική μέθοδο, που δανειζόταν πολλά από την βινταλιστική θεωρία, προσθέτοντας, σ’ αυτήν, την μαρξιστική κοινωνιολογική θεώρηση των κοινωνικών δρώντων παραγόντων. Ο Pierre George κρατούσε την βινταλιστική αρχή της ‘ανάλυσης καταστάσεων’ (της ανάλυσης, δηλαδή, συγκεκριμένων και περιορισμένης έκτασης καταστάσεων) και αντικαθιστούσε την βινταλιστική έννοια των ‘τρόπων ζωής’ με την μαρξιστική έννοια των ‘τρόπων παραγωγής’. Ο Yves Lacost, καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ακολούθησε στην εργασία του τα διδάγματα του Pierre George. Και μόνο προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, άρχισε να διαφοροποιείται από την σχολή σκέψης αυτή, που απέδιδε την πρώτιστη σημασία στους οικονομικούς παράγοντες. Ήξερε πάντοτε ο Lacost, και από την προσωπική πείρα της παιδικής του ηλικίας, ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ο αποικιοκρατικός Γαλλικός στρατός ήταν αυτός που συντηρούσε το αποικιοκρατικό καθεστώς στο Μαρόκο. Είχε τις προσωπικές αναμνήσεις του, αφού είχε ο ίδιος μεγαλώσει στο Μαρόκο.
Ο Lacost, το 1972, καθηγητής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Vincennes του Παρισιού, μετά από μια εμπεριστατωμένη επιτόπια έρευνα στο βιετναμικό έδαφος (που έγινε κατόπιν προσκλήσεως της βορειοβιετναμικής κυβέρνησης), απέδειξε ότι ήταν ορθές οι κατηγορίες του βιετναμέζων κομμουνιστών, σύμφωνα με τις οποίες οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί είχαν στόχους όχι στρατιωτικούς, αλλά στόχους που παρέλυαν την οικονομική ζωή (φυτείες και αρδευτικά έργα), στόχους δηλαδή επιλεγμένους επί τη βάσει μιας πολύ καλής γνώσης της γεωγραφίας της περιοχής. Η δημοσίευση της έρευνας αυτής στην εφημερίδα Le Monde, στις 6 Ιουνίου 1972, άσκησε μεγάλη επίδραση στην διεθνή κοινή γνώμη και, από την άλλη πλευρά, προβλημάτισε πολλούς νέους γεωγράφους. Μετά την εμπειρία του αυτή, ο Lacost θέλησε να ξεκινήσει μια συστηματική εργασία επί του θέματος της σχέσης της διεθνούς πολιτικής, των στρατιωτικών επιχειρήσεων και της γεωγραφίας. Ο Lacost ήρθε σε επαφή με τον εκδότη Francois Maspero για να αποφασισθεί η έκδοση ενός γεωγραφικού περιοδικού που θα ασχολείτο με τα συγκεκριμένα ζητήματα της σχέσης γεωγραφίας και ισχύος. Θα είχε τον τίτλο Hérodote. Την γενική επιστημονική και πολιτική ευθύνη του περιοδικού θα ανελάμβανε μια ευρεία συντακτική ομάδα, υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Lacost. Το πρώτο τεύχος του Hérodote εξεδόθη, τελικώς, το 1976 και είχε ένα εκτενές αφιέρωμα στους αμερικανικούς βομβαρδισμούς του Βιετνάμ. Στο editorial του πρώτους αυτού τεύχους, ο Lacost σημείωνε ότι σκοπός του γεωγραφικού περιοδικού ήταν «να καλύψει τα πολιτικά προβλήματα της στρατιωτικής ισχύος και του ρόλου της στην εξέλιξη του πολιτικού χάρτη του κόσμου». Όπως έδειχνε και ο υπότιτλος του περιοδικού, Στρατηγικές, Γεωγραφίες, Ιδεολογίες, σκοπός απώτερος ήταν οι γεωγράφοι του Hérodote να απομακρυνθούν οριστικά από την απολίτικη μεταπολεμική γεωγραφική παράδοση. Σχολιάζοντας ο Lacost τον υπότιτλο αυτό, σημείωνε το 1996: «Η σύνδεση των τριών όρων εξέφραζε επαρκώς τα ενδιαφέροντά μας. Ο πληθυντικός αριθμός δείχνει ότι αν υπάρχει ένα πλήθος στρατηγικών και διαφορετικών ιδεολογιών, υπάρχουν επίσης διαφορετικοί τρόποι να είσαι ένας γεωγράφος και, επομένως, υπάρχουν διαφορετικές γεωγραφίες, σύμφωνες με τις δικές τους στρατηγικές λειτουργίες και τους δικούς τους ιδεολογικούς ρόλους.» (Claval 2000, σ.245).
Το 1976, ο Lacost εξέδωσε και ένα μικρό βιβλίο-φυλλάδιο με τίτλο Ο Σκοπός της Γεωγραφίας Είναι να Κάνει Πόλεμο. Ήταν μια μαχητική διακήρυξη αρχών. Σύμφωνα με αυτές τις αρχές, ο ρόλος της παραδοσιακής Γεωγραφίας ήταν να υποστηρίζει, δια της απολίτικης γραφής της, την κρατική ισχύ. Και επιβαλλόταν, από τους νέους γεωγράφους της ομάδας του, να ασκηθεί κριτική στον παραδοσιακό ρόλο της Γεωγραφίας και του γεωγραφικού ακαδημαϊκού κατεστημένου. (Claval 2000, σ.245).
Το Hérodote είχε μέχρι το 1983 τον υπότιτλο που προαναφέραμε (Στρατηγικές, Γεωγραφίες, Ιδεολογίες). Το 1983 ο υπότιτλος έγινε Επιθεώρηση Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής. Ο Lacost ομολογεί ότι αισθάνθηκε ότι αν έμενε έξω από τον σχετικό περί της γεωπολιτικής διάλογο, αφήνοντας τους μη γεωγράφους να τον μονοπωλούν, εμμέσως θα ενθάρρυνε την παραδοσιακή και ισχυρή απολίτικη τάση της γαλλικής Γεωγραφίας. Παρουσιαζόταν η ευκαιρία να διακηρυχθεί καλύτερα η επιστημολογική τομή στο σώμα της Γεωγραφίας. Το περιοδικό Hérodote θα παρενέβαινε στον σχετικό διάλογο και ο νέος υπότιτλός του υποδήλωνε ευθαρσώς την τομή αυτή, με την ευθεία αναφορά στην Γεωπολιτική. Η όλη κίνηση του Lacost και του Hérodote εντασσόταν σε μια λογική επικοινωνιακής σκοπιμότητας, χωρίς συνάμα και να απορρίπτει μια βαθύτερη ουσία. Αυτό, που οι Lacost και Hérodote, την δεκαετία του 1980 και 1990, αποκάλεσαν Γεωπολιτική είναι ό,τι στην δεκαετία του 1970 οι ίδιοι ονόμαζαν γεωγραφική και πολιτική ανάλυση. Και αυτή την αρχική τους πρόταση, της δεκαετίας του 1970, κατέθεταν, τώρα, στην ευρεία συζήτηση που θα διεξαγόταν, πλέον, ανάμεσα σε πολιτικούς, δημοσιογράφους και γεωγράφους. (Hepple 2000).
……………………………………………………………
……………………………………………………………
Ι.7. γ) Κριτική Γεωπολιτική
Τα υποκείμενα της δράσης, οι δρώντες παράγοντες, μορφοποιούνται και αναδεικνύονται στο πλαίσιο των διαρκών, μικρών ή μεγάλων, ανταγωνισμών ισχύος, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και διεθνούς δραστηριότητας. Τα υποκείμενα, μη υπάρχοντας καθ’ εαυτά και αφ’ εαυτών, μορφοποιούνται και αναδεικνύονται μέσα σε ένα πολυσχιδές παιγνίδι ανταγωνισμών ισχύος και στρατηγικών συμμαχιών και αντιπαλοτήτων. Και επειδή, εν τη εξελίξει της κοινωνίας και του πολιτισμού, η ισχύς γίνεται ολοένα και πιο αδιόρατη (ορατή πάντως εκ του εκάστοτε παραγόμενου αποτελέσματος της δράσης), τόσο το παιγνίδι των ανταγωνισμών ισχύος όσο και οι συστάσεις των υποκειμένων γίνονται επίσης ολοένα και πιο πολυσχιδείς και πολύπλοκες .
Η μεταστρουκτουραλιστική Κριτική Γεωπολιτική συνιστά μια ριζική αμφισβήτησης της κλασικής φιλοσοφίας του υποκειμένου. Η μεταστρουκτουραλιστική Κριτική Γεωπολιτική είναι μια αναστοχαστική (reflexive) θεωρία, που δεν αναγνωρίζει την αυθυπαρξία του δρώντος υποκειμένου πέραν και έξωθεν ενός συσχετισμού ανταγωνιζομένων δυνάμεων. Η Κριτική Γεωπολιτική είναι ένας συνεχής στοχασμός περί του υποκειμένου, εντός του πεδίου των σχέσεων και συσχετισμών ισχύος. Για να είναι δε συνεπής, πρέπει να αναστοχάζεται τον στοχασμό της, και μάλιστα στο εκάστοτε νέο περιβάλλον που αυτή συνδιαμορφώνει. Δεν υπάρχει υποκείμενο υφιστάμενο μόνο του στον κόσμο, υποδεικνύει ο Wittgenstein (Τζαβάρας 1991). Και δεν υπάρχει υποκείμενο μόνο του στον κόσμο, υπό την διπλή έννοια: και του πολιτικού δρώντος υποκειμένου και του πολιτικού παρατηρητή-επιστήμονα. Πέραν του ότι τόσο το δρων υποκείμενο όσο και ο παρατηρητής-επιστήμων είναι ενταγμένοι σε ένα πλαίσιο, το πλαίσιο αυτό επηρεάζεται (συνδιαμορφώνεται) τόσο από το δρων υποκείμενο όσο και από τον παρατηρητή-επιστήμονα. Αυτή είναι η έννοια και αυτός ο σκοπός της αναστοχαστικότητας της Κριτικής Γεωπολιτικής.
Χρήσιμη, για την Κριτική Γεωπολιτική και την μετα-στρουκτουραλιστική φιλοσοφία του υποκειμένου, είναι η άποψη του Michel Foucault. Κατά τον Foucault, το υποκείμενο ξεδιπλώνει τις ιδιότητές του, ως υποκείμενο, στο πλαίσιο μιας σχέσης εξουσίας. Δεν υφίσταται υποκείμενο έξω από τις υπαρκτές σχέσεις εξουσίας. Προφανώς, η εξουσία, εδώ, δεν νοείται ως ένα εργαλείο ή ένας μηχανισμός ή ένα φρούριο ή ένα ανάκτορο προς κατάκτηση, αλλά ως μια διαρκής, παραγωγική (άλλοτε δημιουργική, άλλοτε καταστροφική) σχέση.
«Η εξουσία πρέπει να αναλυθεί ως κάτι που λειτουργεί με την μορφή μιας αλυσίδας. Δεν εντοπίζεται ποτέ στο ένα ή το άλλο μέρος, ποτέ στα χέρια κάποιου. Κανένας δεν την ιδιοποιείται ως εμπόρευμα ή κομμάτι πλούτου. Η εξουσία χρησιμοποιείται και ασκείται μέσω μιας οργάνωσης που μοιάζει με δίχτυ. Τα άτομα όχι μόνον κυκλοφορούν ανάμεσα στα νήματά της, αλλά συγχρόνως υφίστανται και ασκούν την εξουσία αυτή... Το άτομο δεν πρέπει να συλλαμβάνεται ως ένα είδος στοιχειώδους πυρήνα, ένα πρωτόγονο άτομο (atom), ένα πολλαπλό και αδρανές υλικό πάνω στο οποίο στερεώνεται η εξουσία ή εναντίον του οποίου στρέφεται η εξουσία και, καθώς το κάνει αυτό (η εξουσία), καθυποτάσσει ή συντρίβει τα άτομα. Ένα από τα πρώτιστα αποτελέσματα της εξουσίας είναι ήδη ότι ορισμένα σώματα, ορισμένες χειρονομίες ή κινήσεις, ορισμένοι λόγοι, ορισμένες επιθυμίες έρχονται και ταυτίζονται και συγκροτούνται ως άτομα. Το άτομο δηλαδή δεν είναι το vis-a-vis της εξουσίας. Το άτομο είναι ένα από τα πρώτα αποτελέσματά της.» (Foucault, σ.107).
Υπάρχει πάντοτε ένα πλαίσιο ιδεών που εκδηλώνεται ως ένα πλαίσιο συμφραζομένων εννοιών. Η μελέτη αυτού του πλαισίου μπορεί να γίνει με την μελέτη και σύγκριση λογοτεχνικών, δοκιμιακών και πολιτικών κειμένων. Αυτή είναι η μνημειώδης δουλειά που έκανε ο παλαιστίνιος Edward Said. Στο κλασικό του, πλέον, έργο Οριενταλισμός (Orientalism) ο Said, καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Columbia, παρουσίασε τις κυρίαρχες δυτικές παραστάσεις της Μέσης Ανατολής, που καλλιεργήθηκαν και διαμορφώθηκαν μέσω των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών φιλολογικών και λογοτεχνικών πηγών. (Said 1996 [1978]). Ο Said κατέδειξε πώς η πολυπλοκότητα του Μεσανατολικού χώρου περιορίσθηκε, μέσω των κυρίαρχων ευρωπαϊκών αφηγήσεων, περιγραφών και παραστάσεων, να σημαίνει μόνον μερικά συστηματικώς επιλεγμένα και ‘απειλητικά’ για τον αμερικανο-ευρωπαϊκό πολιτισμό χαρακτηριστικά. Ο Said μελέτησε πλήθος ευρωπαϊκών και αμερικανικών κειμένων αισθητικής, οικονομικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης, καθώς και ευρωπαϊκά και αμερικανικά κείμενα φιλοσοφίας και ιστορίας. Ο λόγος/ διάλογος των κειμένων εκφράζει πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές και, ταυτοχρόνως, επιδρά στην διαμόρφωση πολιτικών συμπεριφορών. Βασική συνεισφορά της Κριτικής Γεωπολιτικής συνιστά η κριτική αυτού του αυτοαναφορικού φαινομένου, της ταυτόχρονης δηλαδή λογοτεχνικής έκφρασης μιας κατάστασης και, αφ’ ετέρου, της επίδρασης επί της ίδιας αυτής κατάστασης.
«Ξεκίνησα με την υπόθεση ότι η Ανατολή δεν είναι ένα έμμονο γεγονός της φύσης. Δεν υπάρχει απλώς εκεί, όπως άλλωστε ούτε και η Δύση. Πρέπει να πάρουμε σοβαρά την σπουδαία παρατήρηση του Vico ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, ότι το μόνο που μπορούν να γνωρίσουν είναι αυτό που οι ίδιοι φτιάχνουν, και να την επεκτείνουμε (αυτή την σπουδαία παρατήρηση του Vico) στην γεωγραφία: αφού τόσο γεωγραφικές όσο και πολιτισμικές οντότητες – για να μη μιλήσουμε για ιστορικές – όπως τόποι, περιοχές, γεωγραφικοί τομείς του είδους ‘Ανατολή’ και ‘Δύση’ είναι ανθρώπινα δημιουργήματα.» (Said 1996 [1978], σ.15).
Ο Said περιγράφει και αποδομεί την ‘κατασκευή της Ανατολής’ (Orient) από την κυρίαρχη Δύση. Οι δύο κατασκευασμένες γεωγραφικές οντότητες, ‘Ανατολή’ και ‘Δύση’, συμπληρώνουν και υποστηρίζουν, τελικώς, η μία την άλλη. Η κατάρρευση αυτής της συγκεκριμένης ‘Ανατολής’ θα σηματοδοτούσε την κατάρρευση αυτής της συγκεκριμένης ‘Δύσης’. Και για την αποφυγή αμφισημιών, ο Said σπεύδει να διευκρινίσει ότι, πέραν των αναφορών του Disraeli στην Ανατολή ως χώρο σταδιοδρομίας των δυτικών νέων, υπήρξαν και υπάρχουν κουλτούρες και έθνη, των οποίων ο τόπος είναι η Ανατολή και των οποίων οι ζωές και οι ιστορίες συνιστούν μία ζώσα πραγματικότητα. Μόνο που για αυτήν την ζώσα πραγματικότητα οι δυτικές οριενταλιστικές μελέτες ελάχιστα έχουν να πουν.
Σε ένα τέτοιο κειμενικό πλαίσιο ιδεών, όπου τα υποκείμενα παρουσιάζονται κατά περίπτωση ως υπαρκτά ή ανύπαρκτα, ποια είναι τα πραγματικά υποκείμενα – και πόσο πραγματικά μπορεί να είναι αυτά τα ‘πραγματικά’ υποκείμενα; Σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορούμε να απαντούμε μόνον ως οι προνομιακοί και αντικειμενικοί γεωπολιτικοί στοχαστές της αποικιοκρατικής ή ιμπεριαλιστικής ή πλανητικής Δύσης. Ούτε, βεβαίως, μπορούμε να απαντούμε μόνον ως οι προνομιακοί εκφραστές των καταπιεσμένων του υπολοίπου κόσμου. Ούτε, ακόμη περισσότερο, ως οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας και της τέλειας θεωρίας. Υπάρχει, επί όλων αυτών, ένας ρέων λόγος και διάλογος (discourse), που διαρκώς συνεισφέρει γνώση και επιχειρήματα αλλά και που διαρκώς ανατρέπει την προηγούμενη γνώση και τα προηγούμενα επιχειρήματα. Εκείνο που θα κάνει τον λόγο/ διάλογο να παύσει να ρέει, καταδικάζοντάς τον σε στείρο δογματισμό, είναι η παγίωση και το πάγωμα της οπτικής γωνίας, της οποιασδήποτε οπτικής γωνίας.
Κατά την γνώμη του βαλκάνιου γράφοντος, αποκαλυπτική θα ήταν η αποδομητική (deconstructive) προσέγγιση και ανάλυση του κυρίαρχου εκφερόμενου δυτικού λόγου και διαλόγου περί του βαλκανικού γεωγραφικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτού του κυρίαρχου εκφερόμενου δυτικού λόγου/ διαλόγου, τα Βαλκάνια εμφανίζονται ως συνώνυμα μιας μόνιμα απειλητικής πυριτιδαποθήκης, ενός μόνιμα απειλητικού ηφαιστείου ή ενός χώρου κατακερματισμένου από εσωτερικά πάθη συγκρουομένων εθνικισμών. Η λέξη ‘βαλκανοποίηση’ πρωτοχρησιμοποιήθηκε γερμανιστί με αρνητική σημασία, για το ενδεχόμενο πολυδιάσπασης των Βαλκανίων, καθ’ όν χρόνο κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έκτοτε, διατηρεί την ίδια αρνητική σημασία. Πέραν μιας (αδιαμφισβήτητης) ωμής πραγματικότητας αιματηρών συγκρούσεων και εθνικισμών, τα Βαλκάνια μετατρέπονται σε ένα φάντασμα, που ίπταται επί διάστημα πλέον του αιώνος (ως άλλη ‘κομμουνιστική’ απειλή) πάνω από την Ευρώπη! Παύουν δε να είναι οτιδήποτε άλλο.
Ο Brzezinski δεν διστάζει να μεταφέρει ανατολικότερα τα Βαλκάνια. (Κρίνει ότι έτσι θα είναι πειστικότερος.) Ευρασιατικά Βαλκάνια(!!!) είναι, κατά τον Brzezinski, ο εσωτερικός πυρήνας μιας ευρύτατης ελλειπτικής ζώνης παγκόσμιας αστάθειας, που περιλαμβάνει τμήματα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, την Κεντρική Ασία, τμήματα της Νότιας Ασίας, την περιοχή του Περσικού κόλπου και την Μέση Ανατολή. (Brzezinski 1998 [1997], σ.215). Πανσπερμία εθνικοτήτων και εθνοτήτων, αστάθεια, κενό εξουσίας είναι το βασικό περιεχόμενο της έννοιας αυτών των μπρεζινσκικών ‘Βαλκανίων’. Και όμως, τα ‘Βαλκάνια’ – αυτά δηλαδή τα μπρεζινσκικά ‘Βαλκάνια’ – δεν είναι ένα έμμονο χαρακτηριστικό της φύσης. Σ’ αυτά τα συγκεκριμένα ‘Βαλκάνια’, σ’ αυτή την περιοχή της Ευρασίας, συμπυκνώνονται όλες οι στρουκτούρες της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνίας, του πολιτισμού, της ιστορίας και της γεωγραφίας, του χρόνου και του χώρου, χωρίς κάποια στρουκτούρα (επιλογής Brzezinski) να έχει ένα προνόμιο ενεργητικότητας (ή παθητικότητας) επί της άλλης.
Η Κριτική Γεωπολιτική, υιοθετώντας την μετα-στρουκτουραλιστική θεωρία της γνώσης, επιχειρεί την αποδόμηση και αποκαθήλωση του εκάστοτε κυρίαρχου οριενταλισμού ως θεωρίας και ως πρακτικής, είτε πρόκειται περί αντιαραβικού οριενταλισμού είτε πρόκειται περί οριενταλισμού στρεφόμενου κατά άλλων υποτελών λαών. Είναι ένα εγχείρημα δύσκολο και, ενίοτε, αδύνατο. Είναι δυνατόν, ας πούμε, η αποδομητική κριτική να αφήσει άθικτες κρίσιμες δομές παρούσας πολιτικής και πνευματικής εξουσίας υπό το πρόσχημα μιας πιο επείγουσας αποδόμησης πόλων αντιεξουσιαστικής αντίστασης ως πόλων ενδεχόμενης ισχυρής μελλοντικής εξουσίας. Είναι δυνατόν, επίσης, η αποδομητική κριτική να αφήσει άθικτες κρίσιμες δομές πολιτικής και πνευματικής εξουσίας ασκούμενες σε δυσπροσδιόριστο πλανητικό επίπεδο, την ώρα που η ίδια κριτική αποδομεί αντιεξουσιαστικούς πόλους ως δομές τοπικής και, άρα, εύκολα προσδιοριζόμενης εξουσίας. Είναι δυνατόν το χρονοδιάγραμμα (η οργάνωση του χρόνου) της υπαρκτής αποδομητικής κριτικής να προκρίνει την αποδόμηση πόλων αντιεξουσιαστικής αντίστασης ως πόλων τοπικής εξουσίας και να θέσει σε δεύτερη χρονική προτεραιότητα την αποδόμηση των πλανητικής εμβέλειας πόλων εξουσίας. Είναι δυνατόν η υπαρκτή αποδομητική κριτική να ακυρώσει πολιτικές δράσεις, συμψηφίζοντας, εν τη αποδομήσει, αντίθετες εξουσίες (συγκρουόμενες εξουσίες). Και είναι, τέλος, δυνατόν όλες αυτές οι επιλογές να μην είναι ουδέτερες επιλογές, αλλά επιλογές εντασσόμενες σε ένα καίριο στρατηγικό σχεδιασμό με συγκεκριμένα μέσα και με συγκεκριμένους στόχους και σκοπούς, ακόμη και εν αγνοία των ίδιων των αποδομούντων.
Παρά την δυσκολία του εγχειρήματος, η ανάπτυξη της πνευματικής εγρήγορσης μιας κριτικής αμφισβήτησης και αποκαθήλωσης των πάντων επείγει. Συνιστά δε αφ’ εαυτής μία αξία. Ακόμη και η λειτουργία αυτής της ίδιας της κριτικής πρέπει να τεθεί υπό το φως μιας άλλης κριτικής. Και οφείλουμε, εδώ, να παρατηρήσουμε κάτι: Η κριτική δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος σύμβουλος της δράσης. Ενίοτε μπορεί και να την αναστέλλει. Και αυτό μπορεί να συμβαίνει πέραν κάθε καλής ή και κακής πρόθεσης. (Αυτό είναι το έσχατο όριο του σύγχρονου αναστοχαστικού λόγου/ διαλόγου.) Η Κριτική Γεωπολιτική, ως σκέψη και θεωρία αναστοχαστική, στοχάζεται και τον εαυτό της, κάθε στιγμή, και μάλιστα τον εαυτό της στο νέο πλαίσιο που η ίδια διαμορφώνει, εν τη αναπτύξει της. Και ακόμη και ο ολικός ή μερικός αφοπλισμός, που μπορεί, ενίοτε, να επιφέρει η κριτική αμφισβήτηση των πάντων, πρέπει να τεθεί υπό το φως μιας ακόμη κριτικής.
...........................................................................................
……………………………………………………………
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Παρά το ότι παγκοίνως αναγνωρίζεται ότι οι έννοιες του κράτους και της παγκοσμιοποίησης ορίζονται με πλείονες του ενός ορισμούς εκάστη, πολλάκις δε κατά τρόπο νεφελώδη, εν τούτοις κατά την μεταξύ τους σχέση αποκτούν ένα αρκούντως σαφές νόημα. Η σχέση μεταξύ κράτους και παγκοσμιοποίησης, πολυκύμαντη ούσα, άλλοτε ανταγωνιστική άλλοτε συμπληρωματική, καθίσταται διαφωτιστική τόσο της έννοιας του κράτους όσο και της έννοιας της παγκοσμιοποίησης. Οι έννοιες ορίζονται, κατά πληρέστερο τρόπο, αντιπαρατιθέμενες αλλήλων. Δεν νοείται, σήμερα, ως προς τις έννοιες του κράτους και την παγκοσμιοποίησης, ορισμός της μιας έννοιας, άνευ της αναφοράς της άλλης έννοιας ως έννοιας άλλοτε συμπληρωματικής άλλοτε αντίπαλης.
Πριν από μερικές δεκαετίες, το έθνος-κράτος εμφανιζόταν ως ο μοναδικός δρων παράγων στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Η κατά τις τελευταίες δεκαετίες εμφάνιση θεσμών και διαδικασιών, που υπερβαίνουν τα εθνικο-κρατικά όρια, βοήθησε στην συνειδητοποίηση της ιστορικότητας του εθνικο-κρατικού φαινομένου. Από την άλλη πλευρά, η, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, κρίσιμη και σήμερα, και ως προς το εσωτερικό του και ως προς το εξωτερικό του, λειτουργία του έθνους-κράτους επιβάλλει την εκ νέου προσέγγιση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, προσέγγιση που δεν θα αρκείται σε βολονταρισμούς και αφορισμούς. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και υπό το φως της αδιαμφισβήτητης εμφάνισης ισχυρών παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών, πολλοί ήσαν εκείνοι που θεώρησαν την παγκοσμιοποίηση ως την νέα απόλυτη ουσία της πολιτικής επιστήμης και της επιστήμης των διεθνών σχέσεων, επιφυλάσσοντας στο έθνος-κράτος, και ως προς την οντολογία του και ως προς την δεοντολογία του, μια θέση τοπικού πρακτορείου ή, έστω, νομαρχίας. Τώρα, οι ίδιοι αναθεωρούν τις απόψεις τους. Το ότι δεν υπάρχουν, τελικώς, απόλυτες ουσίες, ως προς τους φορείς και τα υποκείμενα της δράσης στην πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις, συνιστά ως διαπίστωση μια τομή στην θεωρητική πολιτική σκέψη.
Η σημερινή πολιτική συγκυρία, της οποίας, κατά την γνώμη μας, συστατικά μέρη είναι τόσο το έθνος-κράτος όσο και η παγκοσμιοποίηση, είναι ο απόηχος μιας ταραχώδους εικοσαετίας. Κατά την εικοσαετία αυτή, που εγκαινιάσθηκε με την άνοδο Θάτσερ και Ρήγκαν στις κυβερνήσεις της πρώην και της νυν κοσμοκράτειρας δύναμης αντιστοίχως, συνέβησαν κοσμογονικά γεγονότα που επέτειναν το αίσθημα ρευστότητας των κοινωνικών και των διεθνών σχέσεων. Πολιτικές απελευθέρωσης/ απορύθμισης των αγορών συνετέλεσαν στην ανατροπή παλαιών ισορροπιών κράτους και αγορών και στην δημιουργία νέων ισορροπιών. Το σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού κατέρρευσε υπό το βάρος εσωτερικών πολιτικών αδιεξόδων και εξωτερικών πιέσεων, με τεράστιες κοινωνικές συνέπειες. Μια νέα εποχή πολύ πιο έντονων αλλαγών σε όλους τους τομείς άρχιζε.
Την λήξη του Ψυχρού Πολέμου ακολούθησε μια σχετικά σύντομη περίοδος ευφορίας στις τάξεις των θεωρητικών ενός ανεξέλεγκτου διεθνούς καπιταλισμού. Παράλληλα, άρχισε μια περίοδος διεθνών στρατιωτικών παρεμβάσεων και επεμβάσεων, με ηγέτιδα δύναμη τις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά ενός μη αυστηρά προσδιοριζόμενου εχθρού. Τα ενθουσιώδη δόγματα της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, συνδυαζόμενα με το στρατιωτικό δόγμα της πανταχού παρουσίας και εποπτείας των Ηνωμένων Πολιτειών, διαμόρφωσαν ένα καινούριο πλαίσιο δράσης ιδιωτικών και δημόσιων, εθνικών και υπερεθνικών φορέων και πολιτικών υποκειμένων.
Το δεύτερο μέρος του όλου παρόντος πονήματος ασχολείται με το ζήτημα της σχέσης κράτους και παγκοσμιοποίησης, όχι μόνο για να μπορέσουμε να ορίσουμε τις αντίστοιχες έννοιες και λειτουργίες, αλλά, κυρίως, για να διευκρινίσουμε την έννοια του πολιτικού υποκειμένου ως τέτοιου, από την πλευρά ενός ευρύτερου περιβάλλοντος και πλαισίου. Πώς οι δράσεις ενός πολιτικού υποκειμένου μπορούν να είναι αυτόφωτες ή ετερόφωτες εν σχέσει προς ένα πλαίσιο συμπεριφορών – κυμαινόμενο από το τοπικό επίπεδο μέχρι το πλανητικό επίπεδο; Πώς οι διάφοροι εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες επιδρούν επί του υποκειμένου του καλουμένου να λάβει αποφάσεις;
Ανακύπτει, πάντα, το ζήτημα του ορισμού του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου ενός οποιουδήποτε δρώντος πολιτικού υποκειμένου. Τι σημαίνει εσωτερικός και τι εξωτερικός χώρος σε κάθε περίπτωση για ένα δρων υποκείμενο; Το παρόν δεύτερο μέρος του πονήματός μας ασχολείται με το θεωρητικό ζήτημα του υποκειμένου, της ταυτότητας, του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου καθώς και της ενδεχόμενης συστημικής λογικής των πολιτικών συμπεριφορών σε όλα τα επίπεδα πολιτικής δράσης. Άραγε, το εθνικο-κρατικό πολιτικό υποκείμενο προσδιορίζεται αυτοβούλως ή, εντασσόμενο σε ένα παγκόσμιο σύστημα, προσδιορίζεται βάσει των συνολικών δεδομένων αυτού του συστήματος; Το κράτος, ως συμπύκνωση εσωτερικών σχέσεων, εσωτερικών αντιπαλοτήτων και εσωτερικών συγκλίσεων, εκδηλώνει στις διεθνείς του σχέσεις μια συμπεριφορά που εκπορεύεται από την συμπυκνωμένη εσωτερική του βούληση, ή, ως μέρος ενός παγκοσμίου συστήματος, εκδηλώνει μια συμπεριφορά που προσδιορίζεται από την λειτουργία του παγκοσμίου συστήματος, το οποίο το κράτος ελάχιστα ή και καθόλου, σε ένιες περιπτώσεις, ελέγχει;
Λίγες είναι οι γνωστικές ανταλλαγές της πολιτικής θεωρίας και της διεθνούς θεωρίας, αν και θα έπρεπε να είναι πολλές και διαρκείς, ώστε να δημιουργηθεί ένα κοινό και στέρεο σώμα γνώσης. Υπάρχει ένα θεωρητικό κενό που αφορά τα ζητήματα των σχέσεων πολιτικής ισχύος στο εσωτερικό πεδίο μια κοινωνίας σε συνάρτηση με τις σχέσεις πολιτικής ισχύος στο διεθνές επίπεδο. Το κενό διατείνεται ότι καλύπτει ο σχετικώς νεοσύστατος κλάδος της Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. Οι μονομερείς, όμως, οικονομιστικές και νεοφιλελεύθερες βασικές παραδοχές του κλάδου δεν αφήνουν σοβαρά περιθώρια για την αντιμετώπιση τέτοιων πολύπτυχων και πολυεπίπεδων ζητημάτων.
Η σχέση πολιτικών υποκειμένων και γεωπολιτικών συμφερόντων είναι μια σχέση δυναμική, συγκυριακή, βαθύτατα ιστορική και βαθύτατα γεωγραφική. Με τούτη την πρόταση εννοούμε ότι ουδόλως μπορεί να ενταχθεί σε κάποια νομοτελειακού τύπου διαδικασία. Η ιστορικότητα, η γεωγραφικότητα, η συγκυριακότητα των γεωπολιτικών πραγματικοτήτων εκδηλώνονται με την έντονη ρευστότητα των εννοιών του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου των δρώντων υποκειμένων. Πολλές φορές, για ένα και το αυτό δρων υποκείμενο, το εσωτερικό μετατρέπεται σε εξωτερικό και τούμπαλιν: το εξωτερικό μετατρέπεται σε εσωτερικό. Υπό την συνθήκη μιας τέτοιας αυξημένης ρευστότητας, η σχέση του εσωτερικού χώρου προς τον εξωτερικό χώρο είναι μια σχέση όχι μόνον απλής αλληλεπίδρασης, αλλά και ουσιαστικού αλληλοκαθορισμού. Η αναγωγή, εδώ, δεν γίνεται – δεν μπορεί να γίνεται – σε κάποιες υπέρτερες νομοτέλειες, αλλά σε ιστορικές και γεωγραφικές κατηγορίες.
Στον πόλεμο, ένα κατ’ αρχήν διακρατικό φαινόμενο, η φύση των κοινωνικών συστημάτων εκδηλώνεται με τον διαυγέστερο τρόπο. Άλλοι ήσαν οι πόλεμοι της Αρχαιότητας, άλλοι οι πόλεμοι του Μεσαίωνα, άλλοι οι πόλεμοι των Νεώτερων Χρόνων. Η διάκριση του όλου χώρου σε εσωτερικό χώρο και εξωτερικό χώρο είναι μια υπερ-ιστορική διάκριση ανθρωπολογικού χαρακτήρα. Όμως, σε κάθε περίοδο, οι έννοιες του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου είχαν και έχουν διαφορετικό περιεχόμενο. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια νομοτέλεια. Συνέβη. Οι χώροι ορίσθηκαν κατ’ αυτό τον τρόπο. (Θα μπορούσαν να είχαν ορισθεί και κατά διαφορετικό τρόπο. Ζήτημα στρατηγικής και στρατηγημάτων.)
Υπάρχουν, γενικώς, δύο κατηγορίες θεωριών: Θεωρίες που εκκινούν από το γενικό ή παγκόσμιο, για να φθάσουν στο ειδικό ή τοπικό. Και θεωρίες που εκκινούν από το ειδικό ή τοπικό, για να φθάσουν το γενικό ή παγκόσμιο. Δεν μπορούμε να απορρίψουμε τις μεγάλες αλήθειες των θεωριών. Συνυπάρχουν, ακόμη και κατά ένα αντιφατικό τρόπο. Σε ένα πραγματικό και όχι αφηρημένο επίπεδο, το μέρος και το όλον συνδέονται κατά τρόπο διαλεκτικό και όχι κατά τρόπο αιτιώδη και μονοσήμαντο. Το μέρος προσδιορίζει το όλον όσο και το όλον προσδιορίζει το μέρος. Η ουσία της σχέσης μέρους και όλου εντοπίζεται στον πλούτο και την απρόσμενη, εκπληκτική ποικιλομορφία της ιστορίας και της γεωγραφίας. Η ιστορία και η γεωγραφία είναι εκεί που τελειώνει η αφηρημένη κοινωνιολογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ.1
ΠΕΡΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Παρά το ότι η λέξη ‘παγκοσμιοποίηση’ έχει χαρακτηρισθεί από πολλούς ως ένας μη ακαδημαϊκός όρος (non scholar word), ο συνεχώς αυξανόμενος όγκος των πολιτικών αναφορών στον εν λόγω όρο επιβάλλει την διερεύνηση του ευρύτερου θεωρητικού και πολιτικού πλαισίου εντός του οποίου αναπτύσσεται ο σχετικός διάλογος. Ποιες είναι οι ιδεολογικές παραδοχές που περιβάλλουν τον σχετικό διάλογο, πόσο διαφορετικές και αντιφατικές είναι μεταξύ τους αυτές οι ιδεολογικές παραδοχές και, τέλος, ποια η πίσω από την διαφορετικότητα και αντιφατικότητα (ενδεχόμενη) κοινή θεωρητική παραδοχή, που (ενδεχομένως) επιτρέπει τον διάλογο μεταξύ των διαφορετικών απόψεων;
Εκείνο που κοινώς γίνεται παραδεκτό είναι ότι με τον όρο ‘παγκοσμιοποίηση’ εννοούμε την διαδικασία ή τις διαδικασίες εκείνες που μεταθέτουν τα κέντρα λήψης των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων από το επίπεδο του έθνους-κράτους σε επίπεδα διάφορα του έθνους-κράτους, καθιστώντας τον ρόλο του έθνους-κράτους συμπληρωματικό, δευτερεύοντα ή και αμελητέο. Αν τέτοια διαδικασία ή τέτοιες διαδικασίες δεν υφίστανται και αν τα διεθνή οικονομικά και πολιτικά γεγονότα εξακολουθούν να ορίζονται από αποφάσεις και επιλογές που λαμβάνονται, κατά κύριο λόγο, στο πλαίσιο των κυρίαρχων εθνικών κρατών και των κυβερνήσεών τους, τότε αυτό που έχουμε ενώπιόν μας δεν είναι κάτι διαφορετικό από το παλαιό φαινόμενο της διεθνοποίησης, που άνθησε και κατά τους προηγούμενους αιώνες, και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα.
Γύρω από αυτή την βασική εννοιολογική διάκριση παγκοσμιοποίησης και διεθνοποίησης, αναπτύσσονται ποικίλες όσες θεωρητικές και πολιτικές κατηγορίες απόψεων και επεξεργασιών. Η κάθε κατηγορία απαντά διαφορετικά στο θεωρητικό και πολιτικό ερώτημα της σχέσης μεταξύ διεθνούς και παγκόσμιου. Κάποιοι αναλυτές απαντούν πως ό,τι ονομάζεται παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή, ίσως πιο αναβαθμισμένη, της παλαιότερης διεθνοποίησης και, άρα, δεν χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται εκεί που λαμβάνονταν πάντα, κατά τους τελευταίους αιώνες. Κάποιοι άλλοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι το διεθνές έχει δώσει, πλέον, οριστικά την θέση του στο παγκόσμιο. Από τους δεύτερους αυτούς, κάποιοι διατείνονται ότι αυτό συνέβη ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων εθνικών πολιτικών αποφάσεων και επιλογών, ενώ κάποιοι άλλοι διατείνονται ότι αυτό συνέβη ως προϊόν αντικειμενικών διεργασιών, ανεξαρτήτως πολιτικών αποφάσεων και επιλογών, αποδίδοντας τον πρωτεύοντα ρόλο στην τεχνολογία και στην υπόθεση της αυτοτελούς της, εν σχέσει με την κοινωνία, εξέλιξής της.
Ως προς τις πολιτικές κατηγορίες, αυτές εκδηλώνονται στην κατ’ αρχήν αντιπαράθεση μεταξύ πολέμιων και υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης: Δεξιοί και αριστεροί, κατά το πολιτικό φρόνημα, υπέρμαχοι ή πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης συγκρούονται σε μια πολυμετωπική ιδεολογική διαμάχη στους δρόμους των πόλεων και στις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι άλλοι, αριστεροί και δεξιοί, υποστηρίζουν την άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ψευδοθεώρημα, τίποτα περισσότερο δηλαδή από μια πρόφαση των εθνικών κυβερνήσεων για να δικαιολογήσουν μη αποδεκτές, άλλως, πολιτικές επιλογές και να εκμαιεύσουν την αναγκαία λαϊκή συναίνεση. Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι σε καθεμία από αυτές τις γενικές κατηγορίες απόψεων εμφιλοχωρούν άπειρες όσες διαφοροποιήσεις, τότε αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολος είναι ο σχετικός διάλογος.
Τα ερωτήματα ως προς το αν η παγκοσμιοποίηση είναι πραγματικότητα ή μύθος ή πρόφαση για την λήψη κάποιων αποφάσεων καθώς και ως προς το αν η παγκοσμιοποίηση έχει ευεργετικές ή αρνητικές συνέπειες στην ανθρωπότητα απαντώνται με ποικίλους όσους τρόπους. Στην ποικιλία αυτή των απαντήσεων οφείλουμε να προσέξουμε την επαναλαμβανόμενη θεματική, τα επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα και τους επαναλαμβανόμενους άξονες της πολιτικής σκέψης. Έτσι, μπορούμε να διακρίνουμε και να αντιληφθούμε το πλαίσιο της συζήτησης και των πολιτικών διακυβευμάτων καθώς και τα ενδιαφέροντα ζητήματα περί των κυρίων πολιτικών υποκειμένων που συμμετέχουν (αμέσως ή δια αντιπροσώπων) σε ένα εθνικό, διεθνές και υπερεθνικό πολιτικό γίγνεσθαι ανά τον κόσμο. Η βαρύτητα του κάθε τέτοιου πολιτικού υποκειμένου θα κρίνει την απάντηση στο ερώτημα ‘διεθνοποίηση ή παγκοσμιοποίηση;’ ή έστω στο ερώτημα ‘ποια και πόση διεθνοποίηση και ποια και πόση παγκοσμιοποίηση;’.

ΙΙ.1. α) Διεθνές και Παγκόσμιο
Μετά την κατάρρευση της μιας των αντιπάλων Υπερδυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου, η διεθνής πολιτική, κατά μια ορισμένη πολιτική εκτίμηση, θα έπαιρνε μια ριζικά διαφορετική μορφή. Ο μονοπολισμός της διεθνούς πολιτικής θα επέτρεπε στις πολιτικές, πολιτιστικές και ηθικές αξίες του νικητή να επεκταθούν στο σύνολο της οικουμένης, ομογενοποιώντας την ως προς τα βασικά της πολιτικά, πολιτιστικά και ηθικά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, δεν θα υπήρχε, πλέον, λόγος πολέμου σε ένα τέτοιο κόσμο με κοινές τις πολιτικές, πολιτιστικές και ηθικές αξίες – και αυτό ήταν ένα αισιόδοξο μήνυμα (με μελαγχολικό, όμως, τόνο, όπως θα εξηγήσουμε σε σχετική υποσημείωση που ακολουθεί). Ο κόσμος, σύμφωνα με τον Francis Fukuyama, θα μετατρεπόταν σε μια μεγάλη αγορά, όπου ο οικονομικός υπολογισμός και η συνεχής προσπάθεια επίλυσης τεχνικών προβλημάτων θα αντικαθιστούσαν τις συγκρούσεις της ιστορικής περιόδου. Αυτό θα σηματοδοτούσε την έναρξη της ‘μετα-ιστορικής’ εποχής, μιας εποχής χωρίς πολέμους και επικίνδυνες συγκρούσεις: το ‘τέλος της ιστορίας’ και η ‘έναρξη της μετα-ιστορίας’. (Fukuyama 1989).
Τελικώς, όμως, ποια αποδείχθηκε ως η αλήθεια των πραγμάτων; Το 1989, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, επήλθε το τέλος της ιστορίας ή όχι; Δεκατρία χρόνια μετά από την δημοσίευση του περίφημου άρθρου του Fukuyama περί του τέλους της ιστορίας, ο γράφων το παρόν πόνημα εκτιμά ότι τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα θα αποτελέσουν υλικό των ιστορικών του μέλλοντος ίσης ή και μεγαλύτερης σημασίας εν σχέσει προς το υλικό των προηγουμένων δεκαετιών. Ο Fukuyama, τότε, καλοκαίρι του 1989, στο περιοδικό The National Interest, με ιδιαίτερο φιλοσοφικό στόμφο και μιμούμενος τον Hegel, βιάστηκε να εξαγγείλει το ‘τέλος της ιστορίας’. (Fukuyama 1989). Ιστορία εξακολουθεί, δυστυχώς ή ευτυχώς, να παράγεται και υπό τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Το απλουστευτικό ιδεολόγημα του ‘τέλους της ιστορίας’ και η συμβολική απήχησή του παρήγαγε την δική του ιστορία. Εκτός του ότι εξέφρασε ένα κυρίαρχο αίσθημα, εξέφρασε και μια συγκεκριμένη πολιτική προσδοκία και προοπτική. Όλα αυτά, όμως, υπό την ομπρέλα δογμάτων αντίστοιχης απλουστευτικότητας προς το αρχικό απλουστευτικό ιδεολόγημα του ‘τέλους της ιστορίας’.
Το νόημα της σκέψης του Fukuyama, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου, αλλά και του ομότιτλου βιβλίου που ακολούθησε, συνίσταται ακριβώς στην υπόθεση μιας διαδικασίας ‘κοινο-αγοροποίησης’ (common-marketization) των διεθνών σχέσεων που θα ακολουθούσε την λήξη του Ψυχρού Πολέμου. (Fukuyama 1993 [1992]). Η οικονομική λογική της Κοινής Αγοράς θα επικρατούσε σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, και μάλιστα στο μέρος του κόσμου που περιλαμβάνει τα μεγάλα και ισχυρά κράτη, καθιστώντας τις πολιτικές συμπεριφορές υποχρεωτικώς ειρηνικές, επ’ αγαθώ περιοριζόμενες στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών και της επίλυσης τεχνοκρατικών προβλημάτων. Κατ’ αυτή την έννοια, δε, ένα άλλο μέρος του κόσμου, που προφανώς δεν περιλαμβάνει τις μεγάλες και ισχυρές χώρες, θα παραμείνει για αρκετό καιρό ακόμη στην φάση των δυνητικών και, ενίοτε, πραγματικών πολεμικών συγκρούσεων. Το δεύτερο αυτό μέρος του κόσμου, σύμφωνα πάντα με τον Fukuyama, θα εξακολουθήσει να παράγει ιστορία. Καθ’ ον χρόνο, δηλαδή, το μεγάλο μέρος του κόσμου θα έχει περάσει στην μετα-ιστορική εποχή, το υπόλοιπο μέρος θα γράφει ιστορία, και συχνά πολεμική!
Τέτοια κείμενα, παρά το ότι μπορεί να κρίνονται ως απλουστευτικές συνθέσεις, παραμένουν, λόγω ακριβώς αυτής της απλουστευτικότητας, της σχηματικότητας και της διεισδυτικότητας στο ευρύτερο κοινό, ενδεικτικά για την κατανόηση βαθύτερων διεργασιών. Τέτοια κείμενα δεν απαντούν στα μεγάλα ερωτήματα. Συνθέτουν, όμως, ένα ορισμένο πλαίσιο ιδεών, που πρέπει να πάρουμε υπ’ όψη, αν θέλουμε να κατανοήσουμε αυτό που έγινε κι αυτό που γίνεται αυτή τη στιγμή. Πίσω από τις διακηρύξεις και τις υποτιθέμενες εγελιανές επεξεργασίες της ιστορίας (που διατείνεται ότι επιχειρεί ο Fukuyama) κρύβεται όχι η αφηρημένη εγελιανή ‘πανουργία της ιστορίας’, αλλά η συγκεκριμένη πανουργία συγκεκριμένων εθνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα στρατόπεδα της διεθνούς αντιπαράθεσης και των διεθνών συγκρούσεων ήταν ευκρινώς διακριτά έτσι, ώστε γινόταν γενικώς αποδεκτό ότι το ύψιστο διακύβευμα της πολιτικής εντοπιζόταν πάντοτε στο πεδίο της συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης και των αντίστοιχων ιδεολογικο-πολιτικο-στρατιωτικών συνασπισμών των οποίων αυτές ηγούντο. Οι λογικές, που χαρακτήριζαν τα διεθνή υποκείμενα, υπάγονταν στην υπέρτερη διακριτική δικαιοδοσία είτε της μιας είτε της άλλης Υπερδύναμης και των εθνικών της οργάνων. Τα δύο πανίσχυρα κράτη προσδιόριζαν, εν πολλοίς, το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτυσσόταν το σύνολο των διεθνών σχέσεων και κανείς δεν αμφισβητούσε σοβαρά την τελική υπεροχή τους στο εσωτερικό των συνασπισμών.
Μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η διεθνοποίηση της οικονομίας και της πολιτικής, ούτως ή άλλως, θα προσελάμβανε νέα μορφή. Το φαινόμενο της διεθνοποίησης, αυτό καθ’ εαυτό, δεν ήταν κατά κανένα τρόπο ένα νέο φαινόμενο. Οι μορφές της διεθνοποίησης διέφεραν από εποχή σε εποχή. Όμως, τώρα, μια μεγάλη φιλολογία αναπτυσσόταν γύρω από αυτό, που άλλοι ονομάσαν ‘παγκοσμιοποίηση’, ενώ άλλοι ‘ψευδο-θεώρημα της παγκοσμιοποίησης’. Έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος όρος για να δηλωθεί η υπέρβαση του εθνικού πλαισίου ως προς τις διαδικασίες λήψης των κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων και η μεταφορά των διαδικασιών αυτών σε ένα επίπεδο, όπου οι εθνικές κυβερνήσεις, ως κυρίαρχα όργανα λήψης αποφάσεων, δεν έχουν κανένα ουσιαστικό λόγο. Ο ουσιαστικός λόγος, σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, αρθρώνεται από τους ποικίλους υπερεθνικούς οργανισμούς, οικονομικού πρωτίστως χαρακτήρα. Τα εθνικά κράτη καθίστανται ανεύθυνα ως προς τις μείζονος σημασίας αποφάσεις, μια και αυτές λαμβάνονται αλλού, έξω από το πλαίσιο λειτουργίας τους Τα εθνικά κράτη είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται και να ακολουθούν μια πραγματικότητα που τα υπερβαίνει. Η παγκοσμιοποίηση ως διαδικασία ή σύνολο διαδικασιών είναι μια πραγματικότητα υπέρτερη των βουλήσεων των εθνικών κρατών. Ποιος είναι ο καταλληλότερος όρος που θα αποδίδει τα νέα φαινόμενα;
Πριν, όμως, βρούμε τον νέο όρο: είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα; Ή αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια νέα μορφή διεθνοποίησης, που απλώς κατατάσσει τα εθνικά κράτη σε μια νέα διάταξη και με βάση νέα κριτήρια;
Κατά τους Thompson και Hirst, η διάκριση διεθνοποίησης και παγκοσμιοποίησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση οποιουδήποτε σχετικού διαλόγου. «Σε ένα παγκόσμιο σύστημα οι ξεχωριστές εθνικές οικονομίες εντάσσονται και αναδιαρθρώνονται στο εσωτερικό του συστήματος. Η διεθνής οικονομία, αντιθέτως, είναι μια οικονομία στην οποία εξακολουθούν να κυριαρχούν οι διαδικασίες που καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο και όπου τα διεθνή φαινόμενα εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της ξεχωριστής και διαφορετικής απόδοσης των εθνικών οικονομιών. Η διεθνής οικονομία είναι το σύνολο εθνικά καθορισμένων λειτουργιών. Έτσι, ενώ υπάρχει σε μια τέτοια οικονομία ένα ευρύ φάσμα διεθνών οικονομικών αλληλεπιδράσεων, αυτές τείνουν να λειτουργήσουν ως ευκαιρίες ή ως περιορισμοί για τους εθνικά προσδιορισμένους οικονομικούς και τους δημόσιους ρυθμιστές τους. Παγκόσμια οικονομία είναι αυτή που ωθεί περαιτέρω αυτές τις αλληλεπιδράσεις εθνικής βάσης. Το διεθνές οικονομικό σύστημα αυτονομείται και παύει να εμπεδώνεται κοινωνικά σε εθνικό επίπεδο, καθώς οι αγορές και η παραγωγή γίνονται παγκόσμιες.» (Thompson και Hirst 2000, σ.34).
Σύμφωνα με τον Ulrich Beck, οι θεωρίες για την παγκοσμιοποίηση μπορούν να καταταχθούν σύμφωνα με το κριτήριο του κατά πόσον η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης αναγνωρίζεται ως ένα αντικειμενικό φαινόμενο. «Κατά πόσον η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης αναγνωρίζεται ως ένα αντικειμενικό φαινόμενο; Ένα φαινόμενο, δηλαδή, το οποίο προκύπτει από την εσωτερική δυναμική του συστήματος, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δρώντων υποκειμένων της εθνικής και διεθνούς πολιτικής σκηνής. Ή, αλλιώς, με ποιο τρόπο διαπλέκονται στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης οι υποκειμενικοί με τους αντικειμενικούς παράγοντες, ποιο είναι το βάρος της κάθε ομάδας αυτών των παραγόντων, ποιος είναι ο καθοριστικός παράγοντας και ποιος είναι ο δευτερεύων;» (Beck 1999, σ.15).
Το αν τα εθνικά κράτη όντως είναι ή, απλώς, προφασίζονται ότι είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται και να ακολουθούν υπέρτερες αποφάσεις είναι το αντικείμενο μιας μεγάλης συζήτησης που θα κυριαρχήσει και κατά τα επόμενα χρόνια. Η μεγάλη αυτή συζήτηση διαπερνά όλους τους πολιτικούς χώρους και συνήθως διεξάγεται με στρεβλό τρόπο. Με βάση τις βασικές διαζευκτικές υποθέσεις, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε έξι κατηγορίες υπερμάχων και πολεμίων της παγκοσμιοποίησης ή του ψευδο-θεωρήματος της παγκοσμιοποίησης: Στο ‘τραπέζι’ των περί την παγκοσμιοποίηση συζητήσεων συνωστίζονται δεξιοί υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης, δεξιοί πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης, αριστεροί υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης, αριστεροί πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης και, τέλος, αριστεροί πολέμιοι του ψευδοθεωρήματος της παγκοσμιοποίησης, δεξιοί πολέμιοι του ψευδοθεωρήματος της παγκοσμιοποίησης. Οι τέσσερις πρώτες πολιτικές κατηγορίες δέχονται ότι η παγκοσμιοποίηση ‘είναι εδώ’ και ότι το εθνικό κράτος ως παράγων διαμόρφωσης πολιτικής έχει ήδη χάσει το πολιτικό πρωτείο ή, ακόμη, και κάθε ουσιαστικό λόγο. Οι δύο άλλες δέχονται ότι ό,τι αποκαλείται παγκοσμιοποίηση, δεν είναι ένα νέο φαινόμενο της διεθνούς πολιτικής, ότι το εθνικό κράτος διατηρεί το πολιτικό πρωτείο και ότι οι οποιεσδήποτε ακολουθούμενες πολιτικές είναι, σε τελευταία ανάλυση, επιλογές των εθνικών κυβερνήσεων, και, κατά προτεραιότητα, των εθνικών κυβερνήσεων των ισχυρότερων εθνικών κρατών. Αν λάβουμε δε υπ’ όψη ότι η κάθε μια πολιτική κατηγορία έχει ποικίλες όσες εσωτερικές διαφοροποιήσεις ή και αντιφάσεις, τότε πρέπει να είμαστε πολλοί προσεκτικοί με τα οποιαδήποτε προκαταρκτικά συμπεράσματα μιας τέτοιας συζήτησης.
Η Susan Strange, το 1986, εξέδωσε το περίφημο Casino Capitalism, παρουσιάζοντας το ιστορικό της περιόδου 1972-1985, των κρίσιμων δηλαδή κυβερνητικών αποφάσεων των ισχυρών εθνικών κρατών, που οδήγησαν σταδιακά στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική απελευθέρωση/ απορύθμιση (deregulation) και στην παγκόσμια απελευθέρωση/ απορύθμιση του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών. (Strange 1986). Στο τέλος αυτής της περιόδου, τα κεφάλαια, πρωτίστως, και τα εμπορεύματα, δευτερευόντως, (όχι όμως και οι άνθρωποι) εκινούντο χωρίς τους προηγούμενους αυστηρούς περιορισμούς των κρατικών, συνοριακών ελέγχων. Η διαδικασία αυτών των κυρίαρχων εθνικών αποφάσεων περιορισμού των κρατικών ελέγχων συνεχίσθηκε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Την διαδικασία αυτή, που συνεχίσθηκε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, περιγράφει η Strange στο βιβλίο της Mad Money, εκδοθέν το 1998. (Strange 1998). Κατά την Strange, αυτό, που σήμερα εμφανίζεται ως κάτι που λειτουργεί αδιαφορώντας για τα εθνικά σύνορα και τις επί μέρους εθνικές επιλογές, δεν είναι παρά αποτέλεσμα πολύ συγκεκριμένων εθνικών επιλογών.
………………………………………………………………
………………………………………………………………
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Όσο αναπτύσσεται η αλληλεξάρτηση των οικονομιών και όσο πυκνώνει το παγκόσμιο πλέγμα που συνδέει και τα πιο απομεμακρυσμένα σημεία του πλανήτη αυτού, τόσο πιο επιτακτικό τίθεται το ερώτημα περί του ακριβούς χαρακτήρα των διεθνών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Στην απλούστερή τους εκδοχή, οι απαντήσεις στο σχετικό ερώτημα πολώνονται στις δύο μεγάλες καθαρές υποθέσεις: την καθαρή υπόθεση της συνεργασίας και την καθαρή υπόθεση της σύγκρουσης. Οι δύο σύγχρονες βασικές σχολές σκέψης των Διεθνών Σχέσεων, η νεοφιλελεύθερη και η νεορεαλιστική σχολή, αντιπροσωπεύουν, στις απλούστερές τους εκδοχές, τις δύο υποθέσεις, αντιστοίχως. Μπορούμε, όμως, στις συνθήκες της σημερινής πολυπλοκότητας, να δώσουμε μια απλή απάντηση στο πλαίσιο μιας πολωτικής (ή πολωμένης) θεωρίας; Μπορούμε, στις συνθήκες της συνεχώς αυξανόμενης αλληλεξάρτησης, να αρκεσθούμε στα ιδεολογικά θεμέλια μιας καθαρής υπόθεσης; Και πόση αξία έχουν σήμερα οι ιδεολογικές προκαταλήψεις και οι στρατευμένες γενικεύσεις έναντι εξαιρετικά σύνθετων προβλημάτων;
Η αδιαμφισβήτητη γεωπολιτική διάσταση των διεθνών προβλημάτων, αποτελώντας, για μας, το συγκεκριμένο και πεπερασμένο πλαίσιο των πολιτικών προβληματισμών, δεν συνεπάγεται αναπόδραστα την μια ή την άλλα μορφή σχέσεων στα διάφορα πεδία του διεθνούς γίγνεσθαι με τα τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αυτό, που η γεωπολιτική διάσταση των διεθνών προβλημάτων συνεπάγεται αναπόδραστα, το εξηγήσαμε στο Πρώτο Μέρος του παρόντος πονήματος. Οι πολιτικοί προβληματισμοί δεν μπορούν να τίθενται εκτός αυτού του γενικού γεωπολιτικού πλαισίου και των όρων του γεωπολιτικού παιγνίου (έτσι όπως το ορίσαμε στο Πρώτο Μέρος) άνευ τιμήματος ως προς την σοβαρότητα των αρχικών υποθέσεων εργασίας. Πέραν αυτού, όμως, ουδέν. Ποιος είναι ο ακριβής χαρακτήρας της σύγκρουσης ή της συνεργασίας ή του συγκεκριμένου μίγματος σύγκρουσης και συνεργασίας στα διάφορα πεδία των διεθνών σχέσεων; Μπορεί, όπως εμπειρικά γνωρίζουμε, να υπάρχει μια συνεργασία που υποκρύπτει σύγκρουση και μπορεί, όπως επίσης εμπειρικά γνωρίζουμε, να υπάρχει μια σύγκρουση που υποκρύπτει συνεργασία. Μπορεί να υπάρχει συνεργασία που υποκρύπτει σχέσεις επικυριαρχίας και υποτέλειας και μπορεί να υπάρχει σύγκρουση που εξελίσσεται εντός ενός ισοτίμως συμπεφωνημένου πλαισίου.
Στο τρίτο αυτό μέρος του πονήματός μας, θα επιχειρήσουμε μια περιδιάβαση στα βασικότερα, κατά την γνώμη μας, πεδία των διεθνών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Προς αποφυγήν της αδιέξοδης περιπτωσιολογίας, επιλέξαμε δύο από τα περισσότερο συζητούμενα θέματα των διεθνών σχέσεων, στα οποία και δοκιμάζονται, διαψευδόμενες ή επιβεβαιούμενες, οι θεμελιακές αρχές των διεθνούς θεωρίας. Η αυξανόμενη, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, παραγωγή νέων διεθνών οντοτήτων, μορφωμάτων και κανονιστικών πλαισίων εκδηλώνεται, αφ’ ενός, με την διαμόρφωση των ποικίλων διεθνών καθεστώτων (international regimes) στους διάφορους τομείς της διεθνούς ζωής, αφ’ ετέρου, με την διαμόρφωση περιφερειών (regions), κατά την διαδικασία της δυναμικά συντελούμενης σήμερα περιφερειοποίησης (regionalization), που λαμβάνει χώρα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Τα φαινόμενα αυτά, τα φαινόμενα των διεθνών καθεστώτων και των περιφερειακών ολοκληρώσεων, που θα μας απασχολήσουν σ’ αυτό το τρίτο μέρος, θέτουν τα μείζονα ερωτήματα και τις μείζονες προκλήσεις στην διεθνή θεωρία. Πρόκειται για δύο πραγματικότητες που απασχολούν ένα έκαστο των πολιτικών και οικονομικών, δημόσιων και ιδιωτικών φορέων ως προς τις επιβαλλόμενες διεθνείς και εσωτερικές συμπεριφορές τους, στις διάφορες στιγμές του βίου τους. Πρόκειται για δυο εξέχουσες πραγματικότητες, στο πλαίσιο των οποίων καθημερινώς σχεδιάζονται στρατηγικές, αρθρώνονται συμμαχίες και εκδηλώνονται αντιπαλότητες. Είναι, εξ άλλου, κι αυτές οι πραγματικότητες αποτέλεσμα ευρύτερων στρατηγικών.
Παρ’ όλη την πληθώρα των σχετικών δημοσιευμάτων, οι δύο αυτές πραγματικότητες δεν έχουν τύχει της ανάλογης συστηματικής θεωρητικής επεξεργασίας. Τόσο τα διεθνή καθεστώτα όσο και οι περιφέρειες έχουν, πέραν των άλλων, ιδιαίτερη θεωρητική σημασία. Στα ζητήματα των διεθνών καθεστώτων και των περιφερειών μπορούν να αντιπαρατίθενται οι διάφορες θεωρίες καθώς και τα μεγάλα δόγματα της παγκοσμιοποίησης με τα συμπληρωματικά ή εναλλακτικά μεταξύ τους σενάρια της οργάνωσης τους διεθνούς συστήματος. Εδώ, ο συνεργατικός ή συγκρουσιακός χαρακτήρας των διεθνών σχέσεων, μακράν των γενικών ή περιπτωσιολογικών προσεγγίσεων, ερευνάται σε ένα έκαστο των μεγάλων τομέων των διεθνών σχέσεων. Εκείνο που χρειάζεται είναι η επί τη βάσει σταθερών κριτηρίων συνεπής μεθοδικότητα μιας συνεκτικής θεωρίας.
Η υπό διαμόρφωση θεωρία της παγκοσμιοποίησης πάσχει άλλοτε από τα σύνδρομα της υπερ-αισιοδοξίας άλλοτε από τα σύνδρομα της υπερ-απαισιοδοξίας. Τέτοια σύνδρομα νοθεύουν την διαύγεια της σκέψης. Τα σχετικά κείμενα βρίθουν άλλοτε από ευχάριστες ιδέες περί κατάργησης των εθνών, με σκοπό ένα ενιαίο και ευημερούντα ανοικτό κόσμο χωρίς σύνορα, άλλοτε από μελανές ιδέες περί κατάργησης (πάλι!) των εθνών και του κοινωνικού κράτους που αυτά τα έθνη επί δεκαετίες εξασφάλισαν. Η πολυπολιτισμικότητα εμφανίζεται άλλοτε ως θετική άλλοτε ως αρνητική αξία. Πρέπει, απομακρυνόμενοι όσο το δυνατόν περισσότερο από την ευκολία της συναγωγής συμπερασμάτων, να μελετήσουμε το συγκεκριμένο και να στοχασθούμε το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο, το χρονικό και χωρικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το συγκεκριμένο έτσι, ώστε και να μη γενικεύσουμε επί τη βάσει κάποιων προκαταλήψεων, αλλά και να μην αναλωθούμε σε μια αδιέξοδη περιπτωσιολογία.
Ό όρος ‘διεθνές καθεστώς’, όπως θα δείξουμε στα κεφάλαια που ακολουθούν, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα προκαταρκτικών, για μια ουσιαστική συνεργασία ή για μια συντεταγμένη αντιπαράθεση, ιδιοτήτων. Η θεωρία των διεθνών καθεστώτων, αναπτυχθείσα κυρίως κατά την δεκαετία του 1980, με την παραγωγή μιας πλούσιας βιβλιογραφίας, ήταν κατά το μάλλον ή ήττον είτε πολύ περιπτωσιολογική είτε πολύ γενικευτική. Εμείς, εδώ, προβαίνουμε σε μια ενδεικτική κατηγοριοποίηση των διεθνών καθεστώτων επί τη βάσει μιας ευρύτερα αποδεκτής πραγματολογικής διάκρισης, πρώτον, μεταξύ ειρήνης και πολέμου και, δεύτερον, μεταξύ οικονομίας του πράγματος και οικονομίας της πίστης. Δεν είναι, νομίζουμε, μια κατηγοριοποίηση τυπική, αλλά ουσιαστική. Κρίνουμε ότι εντελώς διαφορετική προσέγγιση πρέπει να επιχειρήσουμε στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, διαφορετική στο πεδίο της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και διαφορετική στο πεδίο της ασφάλειας και του πολέμου.
Τυγχάνει να συμφωνούμε με τον κλασικό πολεμολόγο Karl Clausewitz: Η βασική διάκριση των διεθνών καθεστώτων δεν είναι μεταξύ πολιτικής και πολέμου. Η βασική διάκριση είναι μεταξύ ειρήνης και πολέμου. Μακράν της ουσιοκρατίας (εχθροί όντες της αφηρημένης ουσιοκρατίας), ορίζουμε τις έννοιες όχι ως προς τον εαυτό τους, αλλά ως προς τις αντίπαλες έννοιες. Και ο πόλεμος και η ειρήνη μόνον ως αντίπαλες έννοιες μπορούν να νοηθούν. Έτσι, η ειρήνη ορίζεται ως προς τον πόλεμο και ο πόλεμος ως προς την ειρήνη, σε σαφή διάκριση και διαχωρισμό μεταξύ τους. Σε περίπτωση δε (περισσότερο πραγματική και λιγότερο υποθετική περίπτωση), κατά την οποία ειρήνη και πόλεμος καθιστούν δυσδιάκριτα τα όριά τους, τότε «δεν καταπίνει η ειρήνη τον πόλεμο, αλλά ο πόλεμος την ειρήνη», τότε, δηλαδή, έχουμε πόλεμο και όχι ειρήνη. Τα διεθνή καθεστώτα, ως καθεστώτα συνεργασίας, είναι καθεστώτα ειρήνης. Σε συνθήκες πολέμου ή σε συνθήκες, κατά τις οποίες η ειρήνη αναμιγνύεται με τον πόλεμο, τα διεθνή καθεστώτα είναι καθεστώτα ανατρέποντα διαρκώς τους εαυτούς τους, είναι, θα λέγαμε, μη-καθεστώτα.
Η χρηματοπιστωτική οικονομία έχει μια ιδιοτυπία εν σχέσει προς τα τυπικά διεθνή καθεστώτα της πραγματικής οικονομίας. Η ιδιοτυπία αυτή συνίσταται στο ότι το χρήμα, αφ’ εαυτού, αποτελεί αντικείμενο που προσδιορίζεται κυρίως από τους αυτοαναφορικούς και αναστοχαστικούς (reflexive) όρους ενός λόγου που δεν έχει να κάνει πάντα με τις ανάγκες και τους όρους της πραγματικής οικονομίας (ή μάλλον έχει να κάνει όλο και λιγότερο με τις ανάγκες και τους όρους της πραγματικής οικονομίας). Εδώ, παίζουμε με τις ίδιες τις λέξεις και την ικανότητα που ο κάθε δημόσιος ή ιδιωτικός, κρατικός ή διακρατικός φορέας έχει, για να πείσει, να παράγει αξιοπιστία ως (υπό οιανδήποτε έννοια) τελικός πιστωτής (lender of last resort). Υπό τις σημερινές συνθήκες της διόγκωσης του διεθνούς χρέους, των ανοιγμάτων όλων των χρηματοπιστωτικών φορέων και του τεράστιου όγκου των διεθνών χρηματιστικών συναλλαγών, δεν μπορεί κανείς να πληροί αυτή την συνθήκη με αξιοπιστία που να απορρέει από τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας. Έτσι όλα τα διεθνή καθεστώτα του χρήματος και της πίστης δεν αφορούν τους όρους της ίδιας της αγοράς, όπως συμβαίνει με τα συνηθισμένα διεθνή καθεστώτα, αλλά (αφορούν) του μετέχοντες σ’ αυτή την αγορά φορείς. Αυτοί οι φορείς επιφορτίζονται να παράξουν πίστη. Η ιδιοτυπία των διεθνών καθεστώτων του χρήματος και της πίστης έγκειται σ’ αυτήν ακριβώς την αυτοαναφορικότητά τους.
Ως προς τις περιφερειακές ολοκληρώσεις και την έξαρση του φαινομένου από τα μέσα της δεκαετία του 1980, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, όπως στο Δεύτερο Μέρος εξετάσαμε την παγκοσμιοποίηση εν σχέσει προς το έθνος-κράτος, έτσι και εδώ θα εξετάσουμε την περιφερειοποίηση εν σχέσει προς το έθνος-κράτος. Θα είναι εύκολο, έτσι, να εξετάσουμε, ακολούθως, την περιφερειοποίηση εν σχέσει προς το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Υπάρχουν ελάσσονες ως προς την εδαφική έκταση περιφέρειες, που αποτελούν τμήματα εθνικών επικρατειών (και αυτή είναι η αρχική επιστημονική έννοια της περιφέρειας), όπως και υπάρχουν μείζονες περιφέρειες, οι οποίες αποτελούνται από πλείονες της μιας εδαφικές επικράτειες. Ποια είναι η σχέση μεταξύ μιας μείζονος περιφέρειας και μιας άλλης μείζονος περιφέρειας; Ποια είναι η σχέση μεταξύ μειζόνων περιφερειών και ελασσόνων περιφερειών; Ποια είναι η σχέση των περιφερειών με το έθνος-κράτος; Ποια είναι η σχέση των περιφερειών με τις διάφορες εκδοχές της παγκοσμιοποίησης;
……………………………………………………………………
……………………………………………………………………











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.