Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΜΙΑ Ή ΔΥΟ ΟΥΚΡΑΝΙΕΣ; 2004



Βέργος, Κ., 2004. ‘Μία Ή Δύο Ουκρανίες;’ Αθήνα: Γεωστρατηγική, Δεκέμβριος 2004.
ΜΙΑ Ή ΔΥΟ ΟΥΚΡΑΝΙΕΣ;
      Στην αρχαία χώρα των στεπών, βορείως της Μαύρης Θάλασσας, που κόβεται στα δύο από τον ποταμό Δνείπερο, κατοικούσαν Σκύθες, οι οποίοι, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ασχολούντο με την κτηνοτροφία και την γεωργία. Οι Έλληνες, ασκώντας την αρχαία τους συνήθεια των αποικισμών και του εμπορίου των μακρινών τόπων και των μακρινών θαλασσών, έχτιζαν πόλεις στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας...
και συγκέντρωναν εκεί το σιτάρι της βόρειας αυτής χώρας, για να το στείλουν κατόπιν στις ελληνικές μητροπόλεις. Ο Δνείπερος ήταν η άριστη οδός επικοινωνίας των γεωργών παραγωγών και των εμπόρων της Μαύρης Θάλασσας. Πόλεις και οικισμοί χτίσθηκαν, σιγά-σιγά, δίπλα στην ποτάμια οδό. Οι λαοί και οι φυλές που, ανά τους αιώνες, πέρασαν από αυτή την εύφορη και απροστάτευτη γη, με την κατακτητική ορμή του επιδρομέα, καθώς και η ανάγκη διαρκούς άμυνας και επαγρύπνησης άφησαν έντονο το κοζακικό στίγμα του στρατιώτη και του νομάδα. Τα σλαβικά φύλα έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή κατά τον 8ο αιώνα και έμελλε, πληθυσμιακά, να κυριαρχήσουν, αν και κατά καιρούς δέχθηκαν τις επιδρομές και επιδράσεις πολλών ξένων φυλών (Βαράγγων, Μογγόλων κλπ). Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η αρχαία ιστορία της Ουκρανίας, της μεγαλύτερης σε έκταση χώρας της Ευρώπης (λίγο μεγαλύτερης από την Γαλλία), κυριότερης, μετά την Ρωσία, σοβιετικής δημοκρατίας της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Η Ουκρανία πασχίζει τα τελευταία χρόνια να βρει τον βηματισμό της, αφού πρώτα πέρασε μέσα από μια εντελώς άναρχη μεταβατική περίοδο που την έφερε πίσω και ως οικονομία και ως κοινωνία.
      Η Ουκρανία, τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια, με τον ικανοποιητικό ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, 6-7%, έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, για να φθάσει το ΑΕΠ του 1990 – ευρισκόμενη σήμερα μόλις στο μισό του ΑΕΠ που είχε το 1990. Η δεκαετία του 1990 (ιδίως το πρώτο της μισό) ήταν καταστροφική, με υπερπληθωρισμό, ανεργία και σκάνδαλα επί σκανδάλων κατά την διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων και με ωφελημένη μια ολιγαρχία που είχε την καταγωγή της από την παλιά κομμουνιστική νομενκλατούρα.
      Η επιτυχία της Ουκρανίας, σήμερα, θα εξαρτηθεί: Πρώτον, από το αν θα ξεπεράσει τα προβλήματα εκτεταμένης διαφθοράς, που την φέρνουν πρωταθλήτρια διαφθοράς στην Ευρώπη. Δεύτερον, από τον αν θα αντιμετωπίσει δημιουργικά τα υπαρξιακά προβλήματα εθνικής ταυτότητας και εθνικού προσανατολισμού, που εξηγούμε παρακάτω. Τρίτον, από το αν θα συλλάβει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την γεωπολιτική της θέση και το οικονομικό, πλουτοπαραγωγικό και ανθρώπινο δυναμικό της. Η Ουκρανία έχει καλή βιομηχανική παράδοση, πλούσιο υπέδαφος και μορφωμένο και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να τα καταφέρει, αποτελεί δε την γέφυρα της Ρωσίας προς την Ευρώπη, τουλάχιστον ως προς τους αγωγούς πετρελαίου και, κυρίως, φυσικού αερίου.    
      Οι τελευταίες περιπετειώδεις προεδρικές εκλογές στην Ουκρανία, που έφθασαν την χώρα στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, ανέδειξαν, πρωτίστως, την ύπαρξη δύο Ουκρανιών: την πιο πλούσια, βιομηχανική και ρωσό-φιλη Ουκρανία, ανατολικά του Δνείπερου, και την πιο φτωχή, αγροτική και ρωσό-φοβη Ουκρανία, δυτικά του Δνείπερου. Υπήρξε, βεβαίως, μια συγκεκριμένη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ δύο υποψηφίων του τελικού γύρου που, εκ πρώτης όψεως, ήταν αντιπαράθεση εκτός εσωτερικών γεωγραφικών κριτηρίων. Πρέπει να πούμε εδώ – προς άρση των παρεξηγήσεων – ότι και οι δύο υποψήφιοι ήταν (και είναι), παρά τα φαινόμενα, σχεδόν εξ ίσου φιλοδυτικοί. Ο ένας, ο Γιουστσένκο, υποστηρίχθηκε ανοιχτά και χρηματοδοτικά από την Δύση, ενώ ο άλλος, ο Γιανούκοβιτς, υποστηρίχθηκε ανοιχτά και χρηματοδοτικά από τον απερχόμενο επί δεκαετία πρόεδρο, Κούτσμα, και την Ρωσία. Το ότι ο Γιουστσένκο ήταν (και είναι) φιλο-δυτικός φαίνεται από τις προεκλογικές επισκέψεις του σε Αμερική και Ευρώπη και τις υψηλές επαφές που είχε κατά τις επισκέψεις αυτές, καθώς και από τις υποσχέσεις που έδινε παντού ότι θα επέσπευδε τα βήματα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Το ότι ο Γιανούκοβιτς ήταν (και είναι) φιλοδυτικός φαίνεται από την συμπεριφορά του μέντορά του, Κούτσμα, που συνέδραμε προθύμως τον αμερικανό πρόεδρο στην επιχείρηση Ιράκ, και έναντι της οποίας επιχείρησης ο ίδιος δεν έκανε καμία δυσμενή κριτική κατά τους προεκλογικούς λόγους του. Συγχρόνως, ο Γιανούκοβιτς ήταν ένθερμος, και αυτός, οπαδός της πολιτικής ανοίγματος προς την Δύση και τους θεσμούς και οργανισμούς της.
      Η συγκεκριμένη πολιτική αντιπαράθεση Γιουστσένκο – Γιανούκοβιτς αναπτύχθηκε ως προς αντικείμενα που δεν είχαν κατ’ αρχήν εσωτερικό γεωγραφικό χαρακτήρα: το μεγαλύτερο άνοιγμα προς τους ευρωπαϊκούς και ατλαντικούς θεσμούς καθώς τους ταχύτερους ρυθμούς ιδιωτικοποιήσεων των κρατικών επιχειρήσεων, σε μια περίοδο που η Ρωσία, και ως προς τα δύο, κάνει πίσω. Το γεγονός, όμως, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε μια συγκεκριμένη εκλογική γεωγραφία, όχι απλώς εκλογικών διαμερισμάτων, αλλά ηπειρωτικών διαστάσεων, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο και ασχολίαστο, αν θέλουμε να εξαγάγουμε σοβαρά συμπεράσματα για το μέλλον αυτής της χώρας.
      Η αντιπαράθεση Γιουστσένκο – Γιανούκοβιτς πήρε, τελικώς, την γεωγραφική μορφή μιας αντιπαράθεσης μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ουκρανίας. Ο Γιουστσέκνο είχε την συντριπτική στήριξη της δυτικής Ουκρανίας, ενώ ο Γιανούκοβιτς είχε την συντριπτική στήριξη της ανατολικής Ουκρανίας. Αυτό έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτό το γεγονός μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε τους βαθύτερους λόγους, ιστορικούς και εθνικούς, που θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και αύριο και μεθαύριο στην χώρα και θα επηρεάζουν τις αποφάσεις της – εφ’ όσον αυτή η χώρα θα εξακολουθήσει να αποτελεί ενιαίο σύγχρονο κράτος, δηλαδή κράτος με ενιαίους, συνεκτικούς κρατικούς θεσμούς. Και, βεβαίως, δεν θα αρκεσθούμε, εδώ, στην τυπική, ονομαστική, εθνική σύνθεση των δύο περιοχών. Είναι η ουσιαστική εθνική σύνθεση που κρίνει τα πράγματα: πώς βλέπει η κάθε πλευρά την σημασία του να είναι κάποιος ουκρανός ή ρώσος ή ορθόδοξος ή καθολικός ή φέρων την οποιαδήποτε άλλη ταυτότητα που θα μπορούσε να είναι και εθνική.
      Η κεντρική σημασία της Ουκρανίας, στο κρίσιμο ευρασιατικό μπρα ντε φερ, το σύγχρονο Μεγάλο Παιγνίδι Ρωσίας, Ευρώπης και Αμερικής, μας υποχρεώνει να κοιτάξουμε πιο λεπτομερειακά την περιοχή αυτή που είναι μοιραίο να ενώνει ή να χωρίζει την Ρωσία, την μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, από την Ευρώπη. Ο Μπρζεζίνσκι, σύμβουλος αμερικανικών κυβερνήσεων και συστηματικώς ασχολούμενος με θέματα διεθνούς ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό παίγνιο, εκτιμά στο βιβλίο του Η Μεγάλη Σκακιέρα ότι η Ουκρανία είναι κομβικής σημασίας χώρα στον ευρασιατικό χώρο και ότι η πορεία της θα κρίνει και την τύχη της μελλοντικής Ρωσίας. Η ανάλυσή του όλη, όμως, δείχνει ότι βιάζεται να τελειώσει με την Ρωσία ως μεγάλη δύναμη, ξεχνώντας ότι η ίδια η Ουκρανία έχει αρκετή Ρωσία μέσα της και ότι μπορεί να μην εμφανίζεται πάντα ως μια Ουκρανία, αλλά ως δύο Ουκρανίες με διαφορετικές η κάθε μία επιλογές.
      Αυτό που φαίνεται από ένα μονο-επίπεδο γεωγραφικό χάρτη της περιοχής, είναι πράγματι αυτό που διαπιστώνει ο αμερικανός γεωπολιτικός βασιζόμενος σε μια συνοπτική ματιά στα διαφορετικά χρώματα του χάρτη και θεωρώντας ότι απλώς το κάθε χρώμα συνιστά μια ενιαία γεωπολιτική αντίληψη και συμπεριφορά ως προς ό,τι αντιπροσωπεύουν τα άλλα χρώματα του χάρτη. Στην πραγματικότητα, θα λέγαμε λίγο βολονταριστικά, αυτή είναι η γεωπολιτική προ Γεωγραφικού Πληροφοριακού Συστήματος (GIS), προ δηλαδή του συστήματος εκείνου που επιτρέπει σε ένα γεωπολιτικό να έχει μια πολυεπίπεδη προσέγγιση και γνώση του κάθε σημείου του πλανήτη για να κατανοήσει όλες τις λεπτές πτυχώσεις ενός διεθνούς προβλήματος – να κατανοήσει, δηλαδή, ότι στο εσωτερικό ενός χρώματος μπορεί κανείς να βρει δεκάδες διαφορετικές αποχρώσεις που η κάθε μια μπορεί να υποδηλώνει και άλλη συμπεριφορά και άλλη αντίληψη των συμφερόντων και άλλη γεωπολιτική ματιά στον κόσμο. Αυτή η διευκρίνιση έχει την σημασία της και για τις γεωπολιτικές αναλύσεις που γίνονται από Ουκρανούς, εντός Ουκρανίας, και για τις γεωπολιτικές αναλύσεις που γίνονται από μη Ουκρανούς, εκτός Ουκρανίας.
      Γράφει ο Μπρζεζίνσκι στην Μεγάλη Σκακιέρα, το 1997:

Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ επεκτείνονται, η Ουκρανία θα είναι τελικά σε θέση να επιλέξει αν επιθυμεί ή όχι να γίνει μέλος αυτών των οργανισμών. Η Ουκρανία, προκειμένου να ενισχύσει την ξεχωριστή ύπαρξή της, ίσως επιθυμήσει να μπει και στους δύο οργανισμούς… Είναι καιρός για την Δύση, συνεχίζοντας να ενισχύει τους οικονομικούς δεσμούς και τους δεσμούς ασφάλειας με το Κίεβο, να αρχίσει να υποδεικνύει την δεκαετία 2005-2015 ως λογικό πλαίσιο στο οποίο θα αρχίσει η προοδευτική ένταξη της Ουκρανίας, περιορίζοντας έτσι τον φόβο των Ουκρανών να σταματήσει η ευρωπαϊκή και ευρατλαντική επέκταση στα πολωνο-ουκρανικά σύνορα… Η Ρωσία, παρά τις διαμαρτυρίες, πιθανώς θα συναινέσει να επεκταθεί το ΝΑΤΟ, το 1999, ώστε να περιλάβει αρκετές κεντροευρωπαϊκές χώρες… Αντίθετα, θα είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο για την Ρωσία να συναινέσει στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, γιατί, για να το κάνει, θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι το πεπρωμένο της Ουκρανίας δεν συνδέεται πια με το πεπρωμένο της Ρωσίας. Εν τούτοις, για να επιβιώσει η Ουκρανία ως ανεξάρτητο κράτος, θα πρέπει να γίνει μάλλον τμήμα της κεντρικής Ευρώπης, παρά της Ευρασίας, και για να είναι τμήμα της κεντρικής Ευρώπης θα πρέπει να συμμετάσχει πλήρως στους δεσμούς της κεντρικής Ευρώπης με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποδοχή, εκ μέρους της Ρωσίας, αυτών των δεσμών θα έδειχνε ότι η Ρωσία αποφάσισε να είναι και η ίδια τμήμα της Ευρώπης. Η άρνηση της Ρωσίας θα ισοδυναμούσε με την απόρριψη της Ευρώπης, υπέρ μια μοναχικής ευρασιατικής ταυτότητας και ύπαρξης… Τα κύρια σημεία που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας είναι ότι η Ρωσία δεν μπορεί να είναι στην Ευρώπη αν δεν είναι και η Ουκρανία στην Ευρώπη. Ενώ η Ουκρανία μπορεί να είναι στην Ευρώπη χωρίς να είναι η Ρωσία.

Και ενώ, εκ πρώτης όψεως, ο Μπρζεζίνσκι φαίνεται να έχει δίκιο, αφού αυτό – η ένταξη της Ουκρανίας στους ευρωπαϊκούς και ατλαντικούς θεσμούς – ήταν το μέγα ζητούμενο των εκλογών αυτών, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα.
      Πρώτον, είναι πιο περίπλοκα τα πράγματα από πλευράς Ρωσίας, που στην μετα-Γιέλτσιν εποχή συμπεριφέρεται αυτόνομα και δυναμικά, μη παρουσιάζοντας την μίζερη και μοναχική ευρασιατική εικόνα που περιέγραψε ο Μπρζεζίνσκι. Παρά τις αντίθετες προβλέψεις Μπρζεζίνσκι, η συνεργασία Ρωσίας - Κίνας στο πλαίσιο της ‘Σαγκάης Πέντε’ προχωράει σταθερά, επιλύοντας συνοριακές διαφορές δεκαετιών και προωθώντας την συνεργασία σε όλους τους τομείς, γεγονός που δημιουργεί ένα νέο παράγοντα στους διεθνείς ανταγωνισμούς ισχύος που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Δεύτερον, είναι πιο περίπλοκα τα πράγματα από πλευράς της ίδιας της Ουκρανίας, που δεν είναι ότι δεν έχει ξεκαθαρίσει ποιο είναι το συμφέρον της, αλλά ότι σπαράσσεται από δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί των συμφερόντων της, που θα μπορούσαν να φθάσουν ακόμη και σε εμφύλιο πόλεμο (αλλά και θα μπορούσαν εύκολα, όπως θα εξηγήσουμε, και να τον αποφύγουν, αφού οι διαφορές των σπαρασσομένων είναι μεν μεγάλες και ιστορικές, αλλά λογικά θα μπορούσαν να γεφυρωθούν, και δημιουργικά και αναίμακτα, επ’ ωφελεία όλων).
      Οι Ουκρανοί, για να ξεκινήσουμε από τα ζητήματα της εθνικής ταυτότητας, στο σύνολό τους δεν έχουν ξεκαθαρίσει πόσο Ουκρανοί και πόσο Ρώσοι είναι. Κι ακόμη, αν είναι Ουκρανοί, δεν έχουν ξεκαθαρίσει αν είναι πρώτα Ουκρανοί ή πρώτα Κοζάκοι ή ορθόδοξοι ή καθολικοί – σε μια χώρα με έντονες αναφορές, ακόμη και στους προεκλογικούς λόγους, στα ζητήματα της ιστορία και της θρησκείας.
      Ιστορικώς, οι Ουκρανοί είναι ρώσοι όσο και οι ίδιοι οι Ρώσοι. Οι Ουκρανοί είναι οι Ρως της ιστορίας. Πριν από την Ρωσία της Μόσχας, υπήρξε επί αιώνες (9ος – 13ος) η Ρωσία του Κιέβου. Η Ρωσία του Κιέβου ήταν η ‘χώρα των Ρως’, που στην αρχή περιελάμβανε την πέριξ του Κιέβου περιοχή και στην συνέχεια επεκτάθηκε και προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Μια εκκλησιαστική παρεξήγηση (για τις μητροπόλεις και την ιεραρχία), περί το 1300 (παρεξήγηση που εξακολουθεί, όπως όλες οι εκκλησιαστικές παρεξηγήσεις, να υφίσταται και σήμερα), με διαιτητή και νονό το Βυζάντιο, δημιούργησε και ονομάτισε τις δύο Ρωσίες, την ‘Μικρή Ρωσία’ του Κιέβου, και την ‘Μεγάλη Ρωσία’ της Μόσχας – η οποία ‘Μεγάλη Ρωσία’ της Μόσχας δεν ήταν τότε, όπως είπαμε, παρά η επέκταση της αρχικής ‘χώρας των Ρως’ προς βορρά. Στην πραγματικότητα, η εκκλησιαστική διάκριση ‘Μικρής’ και ‘Μεγάλης’ Ρωσίας ήταν μια διάκριση μεταξύ ελάσσονος-εσωτερικής Ρωσίας και μείζονος-εξωτερικής Ρωσίας, μεταξύ εσωτερικού και εγγύς εξωτερικού. Σήμερα, οι Ρώσοι ονομάζουν – όχι υποτιμητικά – την Ουκρανία ‘Μικρή Ρωσία’ και υπενθυμίζουν, ταυτόχρονα, ότι Ουκρανία στα σλαβικά σημαίνει ‘παραμεθόριος χώρα’ καθώς και ότι τα ουκρανικά μοιάζουν πολύ, σχεδόν ως διάλεκτος προς γλώσσα, με τα ρωσικά – δηλαδή με τα ρωσικά της Μόσχας, μια και υπάρχουν δεκάδες διάλεκτοι της ρωσικής.
      Το όνομα ‘Ουκρανία’ καθιερώθηκε περί το 1600, σε μια εποχή που η Ρωσία της Μόσχας έθετε τα πρώτα θεμέλια μιας αυταρχικής και συγκεντρωτικής αυτοκρατορίας και συναντούσε την πείσμονα άρνηση υποταγής των σκληροτράχηλων και αιμοσταγών Κοζάκων της νότιας παραμεθορίου της – δηλαδή της ‘Ουκρανίας’. Οι Κοζάκοι, οι ονομαστοί στρατιώτες της ελευθερίας και της υπερηφάνειας, που ήταν κάτι σαν του Κλέφτες τους δικούς μας και που δεν ανέχθηκαν ποτέ την φεουδαρχία και την δουλοπαροικία, έφτιαξαν το πρώτο ουκρανικό κράτος στην περιοχή που είναι και η σημερινή Ουκρανία – με ανεπίσημο αλλά διαδεδομένο όνομα του κράτους το όνομα ‘Ουκρανία’. Εξαιρέθηκε από αυτό το πρώτο ουκρανικό κράτος, στην αρχή, η Γαλικία, στα δυτικά της Ουκρανίας, και, μετά, σιγά-σιγά, όλη σχεδόν η δυτικά του Δνείπερου περιοχή, λόγω αντίδρασης των τοπικών ρως ηγεμόνων, που προτίμησαν άλλες ξένες αγκαλιές. 
      Η Ρωσία, τον 19ο αιώνα, αντί, όπως έκανε με τους άλλους λαούς, να υποτάξει τους Κοζάκους πλήρως και δουλικώς στην μεγάλη αυτοκρατορία που ανέπτυσσε τότε, τους ενέταξε προνομιακώς στην αυτοκρατορία και τους χρησιμοποίησε ως στρατό για τους δικούς της κατακτητικούς σκοπούς. Ήταν αυτός ο στρατός, οι Κοζάκοι, που έφτασαν την ρωσική αυτοκρατορία στα πέρατα της Ασίας – τα γεωγραφικά όρια της σημερινής Ρωσίας. Κατά κάποιο τρόπο, σήμερα, πολλοί Ουκρανοί, απόγονοι των Κοζάκων, αισθάνονται ότι ένα μεγάλο κομμάτι της σημερινής Ρωσίας τους ανήκει.
      Όμως, δεν είναι όλοι οι Ουκρανοί Κοζάκοι. Όπως είπαμε, οι παλιοί πρίγκιπες των Ρως, δυτικά του Δνείπερου, αρνούμενοι την ‘ελευθερία’ του κοζακικού κράτους, και μη όντες αρκούντως ισχυροί να αντιμετωπίσουν τον κοζακικό στρατό, πέρασαν, διαδοχικά, με τα χρόνια, στην σφαίρα επιρροής των Λιθουανών, των Πολωνών, των Ούγγρων και των Αυστριακών. Αν και, στην διάρκεια των χρόνων και των αιώνων, κάποιοι εξ αυτών των παλιών ηγεμόνων, μαζί με τους υπηκόους τους, πολωνοποιήθηκαν πλήρως, οι περισσότεροι, ίσως λόγω του διαφορετικού θρησκεύματος, και παρά τις επιρροές του καθολικισμού και την ουνιτική πολιτική του Βατικανού, ίσως και λόγω της ανοχής αλλά και της σκοπιμότητας της Αυστρίας να δημιουργηθεί ουκρανική συνείδηση ως αντίβαρο στην ουγγρική και πολωνική συνείδηση, ανέπτυξαν μια ισχυρή ουκρανική συνείδηση. Έτσι, δίπλα στην πρώτη ουκρανική, κοζακική, εθνική συνείδηση, ανατολικά του Δνείπερου, είχαμε ταυτόχρονο μια δεύτερη ουκρανική, αντι-κοζακική αυτή τη φορά, συνείδηση, δυτικά του Δνείπερου. Και οι δύο ήταν συνειδήσεις αντι-ρωσικές, που όμως δεν μπορούσαν παρά να έλκουν την καταγωγή τους από τους Ρως και κατά τούτο να είναι και συνειδήσεις ρωσικές.
      Έχει σημασία να τονίσουμε εδώ το δίλημμα της εθνικής ταυτότητας των Ουκρανών: από τη μια, ο φόβος έναντι του ιστορικού συγκεντρωτισμού της Ρωσίας, αυτοκρατορικής και κομμουνιστικής, και, από την άλλη, όλη αυτή η επίγνωση ιστορικής και γλωσσικής συγγένειας καθώς και η επίγνωση του γεγονότος ότι η πρώτη ουκρανική φιλολογία αναπτύχθηκε στα μοσχοβίτικα πανεπιστήμια. Ένα τέτοιο δίλημμα δεν μπορεί παρά να δημιουργεί υπαρξιακά προβλήματα τόσο στην φιλο-ρωσικότητα όσο και στην αντι-ρωσικότητα των Ουκρανών: οι ‘ρωσόφιλοι’ δεν μπορούν να είναι και τόσο ρωσόφιλοι και οι ‘ρωσόφοβοι’ δεν μπορούν να είναι και τόσο ρωσόφοβοι. Η ‘ρωσοφιλία’ των ανατολικο-ουκρανών διατηρεί τον ανεξάρτητο, κοζακικό της χαρακτήρα, τον χαρακτήρα δηλαδή της ανεξαρτησίας έναντι της Μόσχας, ενώ η ‘ρωσοφοβία’ των δυτικο-ουκρανών περιορίζεται δραστικά από την δοκιμασμένη ορθόδοξη χριστιανική παράδοση έναντι των επεκτατικών διαθέσεων του καθολικισμού της Δύσης (ιδιαίτερα της Πολωνίας) και του Βατικανού.
      Σ’ αυτή την καταγραφή της σύνθετης ουκρανικής ταυτότητας, που αναπτύξαμε παραπάνω, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι 12 εκατομμύρια, επί συνολικού πληθυσμού 50 εκατομμυρίων της σημερινής Ουκρανίας, είναι και δηλώνουν μόνον Ρώσοι, διαμένοντες ως επί το πλείστον στην ανατολική Ουκρανία. Ο συμπαγέστερος όγκος Ρώσων της Ουκρανίας κατοικεί στην διοικητικά αυτόνομη ουκρανική περιοχή της χερσονήσου της Κριμαίας (έκτασης ίσης περίπου με την Πελοπόννησο), στην νότια Ουκρανία, όπου – στην Σεβαστούπολη για την ακρίβεια – σταθμεύει ο κύριος όγκος του ρωσικού στόλου, αντικριστά στον ουκρανικό στόλο! (Στην Κριμαία, πρέπει να πούμε, υπάρχουν σήμερα έντονα εθνοτικά προβλήματα, αφού από αμιγώς ρωσική που ήταν η περιοχή, μετά τους μαζικούς διωγμούς των Τατάρων από τον Στάλιν, γίνεται σταδιακά ρωσο-ταταρική, μετά τους μαζικούς επαναπατρισμούς των Τατάρων, κατά την τελευταία δεκαετία.) 
      Για τις τελευταίες ουκρανικές εκλογές, που έφεραν τα πράγματα στο όριο του εμφυλίου πολέμου, γράφτηκε σε πολλές εφημερίδες ότι ήταν μια επανάληψη της περίπτωσης της Γεωργίας. (Και ότι σειρά έχει τώρα η Λευκορωσία!) Πράγματι, ένα χρόνο πριν, και μέχρι την παραίτηση Σεβαρνάντζε, υπήρξε στην Γεωργία όμοιος κίνδυνος εμφυλίου πολέμου. Τον Νοέμβριο του 2003, ο φιλο-αμερικανός Σεβαρνάντζε (ένθερμος θιασώτης της αμερικανικής επιχείρησης στο Ιράκ) αντικαταστάθηκε από τον πιο φιλο-αμερικανό Σαακασβίλι, υπό τις ευλογίες της Ευρώπης και, κυρίως, της Αμερικής. Και στις δύο περιπτώσεις, και στην Γεωργία, δηλαδή, και στην Ουκρανία, η παρουσία του χρηματιστή κερδοσκόπου και ‘φιλάνθρωπου’ Τζώρτζ Σόρος, με τα ιδρύματα της Open Society που ο ίδιος χρηματοδοτεί, ήταν έντονη – υπέρ του Σαακασβίλι, στην Γεωργία, υπέρ του Γιουστσένκο, στην Ουκρανία. Και στις δύο περιπτώσεις, το μεγαλύτερο άνοιγμα προς τους ευρωπαϊκούς και ατλαντικούς θεσμούς καθώς και οι ταχύτεροι ρυθμοί ιδιωτικοποιήσεων ήταν το μέγα ζητούμενο – σε μια περίοδο που η Ρωσία, και ως προς τα δύο, κάνει πίσω, όπως γράψαμε και παραπάνω.
      Όμως, αφού προσέξαμε τις πράγματι ενδιαφέρουσες ομοιότητες, ας προσέξουμε και τις διαφορές. Οι διαφορές Γεωργίας και Ουκρανίας είναι ακόμη πιο χτυπητές από τις ομοιότητες και χρήζουν της προσοχής μας, ώστε να μην υποτιμήσουμε τα πολύ σοβαρότερα που συμβαίνουν στην Ουκρανία, και που, ως σοβαρότερα, μας ενδιαφέρουν και πολύ περισσότερο.
      Πρώτον, στην Γεωργία, ο νικητής Σαακασβίλι, μετά την αποχώρηση του Σεβαρνάντζε, ένωσε την χώρα του στην εκεί ‘βελούδινη επανάσταση’, παίρνοντας το 95% των ψήφων στις διεξαχθείσες εκλογές. Στην Ουκρανία, παρά τις εντυπωσιακές παράτες της ‘πορτοκαλί επανάστασης’, ο νικητής των εκλογών, Γιουστσένκο, δίχασε, μεταφορικά και κυριολεκτικά, εκλογικά και γεωγραφικά, την χώρα του, παίρνοντας ψήφους περίπου όσες και ο αντίπαλός του.
      Δεύτερον, στην Γεωργία, που αντιμετωπίζει τις αποσχιστικές τάσεις της Νότιας Οσετίας, στα βόρειά της, και της Αμπχαζίας, στα δυτικά της, το σύνολο των Γεωργιανών εκδηλώνει κοινή, λίγο ως πολύ, εθνική συνείδηση, έναντι Ρωσίας, Ευρώπης και Αμερικής. Στην Ουκρανία, τα πράγματα είναι πολύ πιο μπερδεμένα, όπως εξηγήσαμε εν αναπτύξει.
      Τρίτον, η Γεωργία, χώρα μικρή (ίση με την μισή Ελλάδα), άγονη και φτωχή σε φυσικούς πόρους και σε ανθρώπινο δυναμικό, μπορεί εύκολα να προσκολληθεί οπουδήποτε, χωρίς μεγάλους εσωτερικούς και εξωτερικούς τριγμούς. Η Ουκρανία, χώρα μεγάλη, εύφορη (σιτοβολώνας άλλοτε της Σοβιετικής Ένωσης), με τεράστιους πόρους στο υπέδαφός της (σιδηρομεταλλεύματα και άνθρακας κυρίως) και με ικανότατο και εξειδικευμένο εργατικό και επιστημονικό δυναμικό, με σπουδαία μεταλλουργική και μηχανουργική βιομηχανική παράδοση (προμηθευτής χάλυβα της Ρωσίας και σήμερα), εξαρτώμενη καθοριστικά ενεργειακά από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο της Ρωσίας, δεν προσκολλάται εύκολα πουθενά, αλλά και δεν διακινδυνεύει εύκολα ριζικούς αναπροσανατολισμούς.
      Τέταρτον, η Γεωργία, σε συνδυασμό με το Αζερμπαϊτζάν, βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, που όμως μπορεί να παρακαμφθεί οποτεδήποτε χρειαστεί. Η Ουκρανία καλύπτει το σύνολο των αγωγών πετρελαίου και, κυρίως, φυσικού αερίου της Ρωσίας προς την Ευρώπη – και κατά τούτο η Ρωσία (αλλά και η Ευρώπη!) εξαρτάται από την Ουκρανία όσο ακριβώς και η Ουκρανία εξαρτάται από την Ρωσία για την προμήθεια πετρελαίου και, κυρίως, φυσικού αερίου. (Μέχρι σήμερα, και παρά τα παράπονα των Ρώσων, για το κλέψιμο των Ουκρανών του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου στην διαδρομή μέσω της χώρας τους, υπάρχει μια συνεργασία αμοιβαίας ωφέλειας – δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου οι Ουκρανοί το παίρνουν έναντι των ρωσικών αγωγών που φιλοξενούν και ένα άλλο έναντι τιμής κατά 30% χαμηλότερης από την τιμή πώλησης σε άλλες χώρες.)
      Πέμπτον, στην Γεωργία, σήμερα, μετά την νίκη Σαακασβίλι, περίπου 100 αμερικανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι σταθμεύουν στην Γεωργία, για να εκπαιδεύσουν τον σχεδόν διαλυμένο στρατό της. Στην Ουκρανία, αυτό δεν θα συμβεί τόσο εύκολα, διότι η Ουκρανία, με ένα από παράδοση πολυάριθμο και αξιόμαχο στρατό, έχει ανταγωνιστική πολεμική βιομηχανία, με εξαγωγές ανταγωνιστικές προς αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών. (Παρεμπιπτόντως, η FYROM προμηθεύεται τα λιγοστά πολεμικά της αεροσκάφη από την Ουκρανία.) 
      Υπάρχουν και άλλοι πολλοί ουσιαστικοί λόγοι για να κρατήσουν την Ουκρανία κοντά στην Ρωσία, παρά τους βηματισμούς που αυτή θα κάνει προς την Ευρώπη και την Αμερική. Υπάρχουν Ουκρανοί που ζουν και εργάζονται στην Ρωσία ως ελίτ. (Πολλοί ουκρανοί επιστήμονες δουλεύουν στην Μόσχα, η οποία συστηματικώς, επί Σοβιετικής Ένωσης, ακολουθούσε πολιτική προσέλκυσης εγκεφάλων.) Έπειτα, ο Γιουστσένκο ήδη δήλωσε ότι το πρώτο του, μετά την νίκη, ταξίδι στο εξωτερικό θα είναι η Μόσχα – κι αυτό δεν είναι μόνον προς καθησυχασμό της πολιτικής Μόσχας, αλλά και προς τρέχουσα διεκπεραίωση των τεράστιων ζητημάτων προχωρημένης συμπληρωματικότητας των δύο οικονομιών (ανταλλαγές και αντιπραγματισμός πρώτων υλών και προϊόντων μεταξύ των δύο χωρών).
      Τόσο ο Γουστσένκο όσο και ο Γιανούκοβιτς, παρά τις αμοιβαίες ακραίες επιθέσεις, υπήρξαν μάλλον προσεκτικοί και με την Ευρώπη και την Αμερική και με την Ρωσία. Εθνικιστές και οι δύο, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, πρόσεξαν πολύ μήπως χαρακτηρισθούν ως εθνικιστές και χάσουν κρίσιμους πόντους από κάπου. (Μάλιστα, και οι δύο φρόντισαν να αποβάλουν ακραία εθνικιστικά στοιχεία από τις παρατάξεις τους.)
      Από την άλλη, η Ρωσία του Πούτιν, που έχει ανάγκη την εξασφάλιση των ρωσικών αγωγών στο ουκρανικό έδαφος αλλά και τον ουκρανικό χάλυβα και το ουκρανικό σιτάρι, δηλώνει σήμερα, προς καθησυχασμό και των πιο ανήσυχων Ουκρανών, με περισσή αυτοπεποίθηση, ότι όλες οι διεθνείς διαφορές, άρα και οι διαφορές Ρωσίας-Ουκρανίας, θα πρέπει να επιλύονται δια της διπλωματίας και ότι καμία αυτοκρατορική βλέψη έναντι της Ουκρανίας δεν υφίσταται πλέον. Όσο δε για την περαιτέρω διεύρυνση των ευρωπαϊκών και ατλαντικών θεσμών, ξέρει η Ρωσία – όπως ξέρουμε κι εμείς – ότι όσο, από ένα σημείο και μετά, διευρύνονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τόσο λιγότερο συνεκτικοί και ισχυροί γίνονται. Και, βεβαίως, ξέρει ή Ρωσία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αφήσουν το ουκρανικό ζήτημα να το διαχειρισθεί η ήδη μπερδεμένη με τις συνεχείς διευρύνσεις Ευρώπη και θα προτιμήσουν τις καλές αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, ιδίως στο ζήτημα της τρομοκρατίας. Η Ρωσία σήμερα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, προσπαθεί να περάσει από την άναρχη περίοδο Γιέλτσιν στην πειθαρχημένη περίοδο Πούτιν, αναθεωρώντας πολλά από το πρόσφατο παρελθόν της. Παράλληλα, όμως, επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις περνάνε σε μια νέα φάση αμοιβαίας υποστήριξης, λόγω του κοινού τρομοκρατικού εχθρού.
      Υπάρχει, όμως, και ένας τελευταίος λόγος, που πρέπει να προσέχουμε πάντα, όταν εξετάζουμε ζητήματα διεθνούς πολιτικής και στρατηγικής. Υπάρχει μια αρχή της στρατηγικής, γνωστή από παλαιοτάτων χρόνων, που εξηγεί πολλές συμπεριφορές στην διεθνή πολιτική – και όχι μόνον στην διεθνή πολιτική. Θα την ονομάσω Αρχή του Πολλαπλώς Δευτέρου τη Τάξει. Ένα κράτος που δεν μπορεί, για διαφόρους λόγους, σε καμία σχέση συνεργασίας να καταγραφεί ως πρώτο τη τάξει, θα προτιμήσει να συνάψει, ως δεύτερο, περισσότερες της μιας σχέσεις, ώστε, αθροίζοντας τα οφέλη από όλες τις δεύτερες θέσεις, να αναπληρώσει το έλλειμμα ισχύος που έχει κατ’ αρχήν έναντι των όσων κρατών καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις. Θα αποφύγει, με άλλα λόγια, ένα κράτος να περιορισθεί σε μια και μοναδική δεύτερη θέση μιας και μοναδικής σχέσης συνεργασίας και συμμαχίας, επιδιώκοντας να συνάψει περισσότερες σχέσεις συνεργασίας και συμμαχίας – κι ας είναι σε όλες αυτές τις σχέσεις δεύτερο τη τάξει. Είναι ο λόγος για τον οποίο η Βρετανία, ως δεύτερη έναντι και της Αμερικής και ως δεύτερη έναντι του υπαρκτού γαλλογερμανικού άξονα, ποτέ δεν θα περιορισθεί μονοδιάστατα στην ατλαντική της ή την ευρωπαϊκή της πολιτική, αφού θα είναι και στις δύο η δεύτερη τη τάξει δύναμη. Θα αντλεί την ισχύ της από την παράλληλη και ταυτόχρονη ανάπτυξη και των δύο διαστάσεων της εξωτερικής της πολιτικής. Η περίπτωση της Ουκρανίας είναι, ως προς αυτή την στρατηγική σύλληψη, ίδια. Η Ουκρανία θα ‘παίξει’ και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο πλαίσιο των ατλαντικών θεσμών αλλά και στο πλαίσιο της ρωσο-ουκρανικής συνεργασίας. Όντας σε όλα αυτά τα πλαίσια δεύτερη τη τάξει θα αθροίσει, κάποια στιγμή, τα αντίστοιχα οφέλη για να διαμορφώσει την συνολική ισχύ της, που θα αποδειχθεί σημαντική στο μέλλον.
      Το συμπέρασμα που βγαίνει από όλα τα παραπάνω είναι ότι η Ουκρανία, αν και σπαράσσεται και θα εξακολουθήσει να σπαράσσεται από τον διχασμό της εθνικής της προσωπικότητας, μπορεί να αξιοποιήσει τα κομβικά στρατηγικά πλεονεκτήματα που απορρέουν από την γεωπολιτική θέση της και να παίξει ένα ιδιαίτερο ρόλο γέφυρας μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, μεταξύ δογμάτων και θρησκειών, μεταξύ πολιτικών διαφορετικών. Ο διχασμός της προσωπικότητας θα την συνοδεύει και στα χρόνια που θα έρθουν και αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο, αν δεν κυριαρχήσουν οι μετριοπαθείς πολιτικοί που θα μπορέσουν να κατευθύνουν τον διχασμό σε δημιουργικότητα και ανοίγματα πολυδιάστατης πολιτικής που να καθησυχάζουν αλλά και να ικανοποιούν όλες τις πλευρές. Οι εσωτερικές ισορροπίες είναι ιδιαιτέρως λεπτές, από την στιγμή που τα αμιγώς ιδεολογικο-πολιτικά επιχειρήματα υποχώρησαν σε σημασία και αναδείχθηκαν ζητήματα που ήταν κρυμμένα τα προηγούμενα χρόνια και αφορούσαν την πραγματική ύπαρξη των δύο Ουκρανιών. Η αντιπαράθεση των δύο Ουκρανιών θα είναι, πλέον, σκληρή και μόνον ικανοί πολιτικοί θα μπορέσουν να κρατήσουν γερά το τιμόνι τούτης της χώρας – που σημαίνει να ικανοποιήσουν, ταυτόχρονα, αντιτιθέμενα συμφέροντα και γεωπολιτικές επιδιώξεις και προσδοκίες. Γι αυτό, και προς το συμφέρον όλων, θα πρέπει να υπάρξει και από το εξωτερικό το κατάλληλο πλαίσιο συνεργασίας και κατανόησης. 
      (Η Ελλάδα, σε ό,τι μας αφορά, έχει την ιστορική, πολιτισμική και πολιτική νομιμοποίηση να ασχοληθεί με αυτή την κρίσιμη περιοχή του κόσμου, ξεκινώντας κατ’ αρχήν από τον πολιτισμό, την παιδεία και τα αρχεία της θαλάσσιας πύλης της Ουκρανίας, Οδησσού! Την Ελλάδα την συμφέρει να μείνει λειτουργικά ενιαίος αυτός ο χώρος, ακριβώς ως γέφυρα, και να αποφευχθούν τυχόν ακραίες διασπαστικές κινήσεις. Ένας δε παράγοντας που θα μπορούσε, με όλως προσεκτικές κινήσεις, να λειτουργήσει καταλυτικά είναι το νηφάλιο ‘παρόν’ του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου, σε ένα χώρο στον οποίο ζουν, η μια κοντά στην άλλη, η Ελληνο-ορθόδοξη εκκλησία, η Ρωσο-ορθόδοξη εκκλησία, η Ουκρανο-ορθόδοξη εκκλησία και Ελληνο-καθολική εκκλησία.)   
Βιβλιογραφία:
Brzezinski, Z., 1998/1997, Η Μεγάλη Σκακιέρα. Η Αμερικανική Υπεροχή και οι Γεωστρατηγικές της Επιταγές. Αθήνα: Νέα Σύνορα - Λιβάνης.
Marin, D., 2002, The Vanishing Barter Economy. Munich: University of Munich.
Spillman, K., Wenger, A., Muller, D., 1999, Between Russia and the West. Foreign and Security Polisy of Indipendent Ukraine. New York: Peter Lang.
Stebelsky, I., 1994, ‘National Identity of Ukraine.’ Εις: Hooson, D., ed., 1994, Geography and National Identity. Oxford UK: Blackwell.
Velychenco, S., 1993, Shaping Identity in Eastern Europe and Russia. Soviet, Russian and Polish Accounts of Ukrainian History. New York: St Martin’s Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.