Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Η ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, 2004



Βέργος, Κ., 2004. ‘Η Αβάσταχτη Τοπικότητα της Παγκοσμιοποίησης’: Η Περίπτωση του Σίτι.’ Αθήνα: Γεωστρατηγική, Μάΐος 2004.
Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΙΤΙ
      Οι συζητήσεις για την σχέση μεταξύ παγκοσμιοποίησης και τοπικών κοινωνιών οδηγούνται συνήθως σε μια αγωνιώδη αναζήτηση: πώς οι τοπικές κοινωνίες θα καταφέρουν να ανεβούν στην απαστράπτουσα υπερταχεία της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση παρομοιάζεται με μια υπερταχεία, που είναι τόσο ταχεία, ώστε καμία τοπικότητα δεν είναι δυνατόν να την περιορίσει και να την ορίσει. Οι συζητήσεις αυτές, μάλιστα, συνηθίζουν να διακηρύσσουν και το ‘τέλος της γεωγραφίας’. (OBrien 1992)....
Η παγκοσμιοποίηση, όμως, πριν από οτιδήποτε άλλο, και μακράν του να μοιάζει με υπερταχεία, διακρίνεται από μια έντονη τοπικότητα: ουδόλως κινείται. Ό,τι κινείται, και μάλιστα με τις ασύλληπτες ταχύτητες του ηλεκτρονίου, είναι οι δυνάμεις που απελευθερώνονται (απορυθμίζονται) από αυτή την κυρίαρχη τοπικότητα.
      Στην παγκοσμιοποίηση, η γεωγραφία είναι παρούσα. Οι αστραπιαίες μεταφορές κεφαλαίων μπορεί να μην έχουν γεωγραφικό στίγμα, όμως όλα εκπορεύονται από ένα αυστηρά προσδιοριζόμενο γεωγραφικό στίγμα. Η παγκοσμιοποίηση είναι η ίδια μια τοπική κοινωνία – ιδιότυπη μεν αλλά τοπική. Όταν ανάγουμε την παγκοσμιοποίηση σε ένα σύνολο ηλεκτρονίων, που κινούνται, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση, με την γνωστή τους ταχύτητα, αποτυγχάνουμε να συλλάβουμε τη διάσταση της τοπικότητας της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση έχει σάρκα, οστά και βούληση και συναντιέται καθημερινώς στα δικά της ακριβά στέκια για να αποφασίσει για τα μεγάλα. Γευματίζει, εκπαιδεύεται, ερωτεύεται, δειπνεί και συζητάει για όλα. Όλα αυτά τα χάνουμε από την ορατότητά μας, αν αρχίσουμε να φλυαρούμε για το πόσο γρήγορη είναι η σύγχρονη τεχνολογία.
      (Προσοχή: το ότι η παγκοσμιοποίηση έχει τοπικότητα δεν σημαίνει ότι ισχύει και το αντίθετο. Δεν σημαίνει ότι κάθε τοπικότητα – λόγω π.χ. Διαδικτύου – είναι και μια δυνητική μορφή παγκοσμιοποίησης! Δεν είναι όλες οι συναντήσεις το ίδιο πράγμα!)
      Αντιθέτως προς τα θρυλούμενα, η παγκοσμιοποίηση, και όχι το έθνος-κράτος, είναι αυτή που αναδεικνύει στοιχεία τοπικότητας, όμοια προς αυτά που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τις τοπικές κοινωνίες. Το έθνος-κράτος είναι μια φαντασιακή (και όχι τοπική) κοινότητα, για να θυμηθούμε τον γνωστό ορισμό του Benedict Anderson: μια κοινότητα γεμάτη μικρούς και μεγάλους (ιδρυτικούς) μύθους, γεμάτη μικρές και μεγάλες αφηγήσεις. Οι άνθρωποι αυτής της (εθνικής) φαντασιακής κοινότητας φαντασιώνονται ότι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο (ενώ στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουν παρά τον στενό τους περίγυρο), μας λέει ο Anderson. Είναι όλοι Έλληνες ή Γερμανοί ή Γάλλοι ή Ιταλοί. Η παγκοσμιοποίηση, όμως, δεν είναι καθόλου μια τέτοια φαντασιακή κοινότητα. Οι άνθρωποί της δεν καμώνονται ότι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο: γνωρίζουν πραγματικά ο ένας τον άλλο! Διαφορετικά, δεν λειτουργεί το σύστημα.
      Ισχυρίζομαι ότι, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα απρόσωπο και μαζικό σύστημα (όπως, τελικώς, απρόσωπο και μαζικό είναι το σύστημα του έθνους-κράτους!). Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα σύστημα που, παρά τα μεγάλα μεγέθη του, που προκαλούν δέος, διέπεται από διαπροσωπικές σχέσεις, από σχέσεις μεταξύ προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά συνεννοούνται και ομονοούν ως προς τα βασικά. Αυτές οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι εξαιρετικά επιλεκτικές και εκλεκτικές. Και αυτή η επιλεκτικότητα και εκλεκτικότητα δεν έχει καθόλου να κάνει με οργανωμένες δημοκρατικές διαδικασίες.
      Όποιος ακόμη, για την παγκοσμιοποίηση, πιστεύει στην προτεσταντική θεωρία της ‘αοράτου χειρός’ και της άριστης κατανομής των πόρων του Adam Smith και των κλασικών φιλελεύθερων οικονομολόγων, απατάται! «Η χειρ είναι εντελώς ορατή!», (Lipietz 1990) – αρκεί να έχεις πάρει θέση σε κατάλληλη πολυθρόνα σε κάποια από τις περιώνυμες λέσχες συναντήσεων του Σίτι του Λονδίνου ή κάποιας άλλης σύγχρονης χρηματιστικής πρωτεύουσας (εκεί που αποφασίζονται οι τύχες του κόσμου). Η ‘αόρατος χειρ’ είναι ορατή: έχει τοπικότητα.   
      Η παγκοσμιοποίηση υπονοεί, τις περισσότερες φορές, κάτι που δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει της προσοχής: την ιστορική υπέρβαση του έθνους-κράτους των προηγούμενων αιώνων. Και αυτή ακριβώς η αντίθεση έθνους-κράτους και παγκοσμιοποίησης μπορεί να αποτελέσει ένα αξιόπιστο οδηγό για τα ιστορικά και γεωγραφικά όρια του έθνους-κράτους, όπως και για την ιστορικότητα και γεωγραφικότητα της παγκοσμιοποίησης. Μπορούμε να κατανοήσουμε την παγκοσμιοποίηση κατ’ αντιπαράθεση προς το (όχι και τόσο θνήσκον, όσο διατυμπανίζεται!) έθνος-κράτος.
      Η αμφισβήτηση του έθνους-κράτους, σήμερα, δεν προέρχεται από μια κλασική πολυεθνική και πολυεθνοτική αυτοκρατορία, που θα καταργούσε τις γνωστές ομογενοποιητικές και πειθαρχικές διαδικασίες του έθνους-κράτους, κρατώντας για τον εαυτό της ένα ρόλο κεντρικής εξουσίας. Στην παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε κέντρο, διατυμπανίζουν οι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης (αλλά και της κατά Negri σημερινής ‘αυτοκρατορίας’). Θα ήταν λάθος, όμως, να συμπεράνουμε ότι εκεί που δεν υπάρχει κέντρο δεν υπάρχει και τοπικότητα. Το έθνος-κράτος αμφισβητείται από μια νεοπαγή τοπικότητα, που εμφανίζεται ως υπεράνω κριτικής και αμφισβήτησης.  
      Η μεγάλη δυσκολία που έχουμε με την παγκοσμιοποίηση, ως έννοια, συνίσταται ακριβώς στο ότι αφορά ένα σύνολο διαδικασιών που δεν υπόκεινται σε καμιάς μορφής κεντρική διακυβέρνηση. Η μεγάλη συζήτηση για την παγκόσμια διακυβέρνηση μπορεί να είναι μεγάλη, δεν είναι όμως το ίδιο σοβαρή και συνεπής. Οι οργανώσεις, που διεκδικούν το αξίωμα του ισχυρού λόγου και της ισχυρής επιρροής σε μια υποθετική παγκόσμια διακυβέρνηση, ακυρώνονται τις κρίσιμες στιγμές των μεγάλων αποφάσεων, συνθλιβόμενες υπό την πίεση υπέρτερων και δύσκολα κατανοήσιμων και προβλέψιμων δυνάμεων. Και όταν, τελικώς, δεν υφίσταται κάποιο κανονιστικό πλαίσιο ορισμού κάποιων δυνάμεων, κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί για την έσχατη ή υπέρτατη λογική που διέπει αυτές τις δυνάμεις. Μπορούμε να αποφαινόμαστε για το κανονιστικό πλαίσιο των εθνικών δυνάμεων, που συνοψίζεται στο σύγχρονο, βεστφαλιανό, έθνος-κράτος και την πολυσχιδή νομικο-διοικητική οργάνωσή του, η οποία εμπεριέχει και ελέγχει αυτές τις δυνάμεις. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι το βεστφαλιανό έθνος-κράτος είναι αρκούντως προβλέψιμο και ως προς την εσωτερική συμπεριφορά του και ως προς την εξωτερική συμπεριφορά του, διεπόμενο από την αρχή της κυριαρχίας. Δεν μπορούμε να αποφαινόμαστε, με την ίδια σαφήνεια, για το κανονιστικό πλαίσιο δυνάμεων που δεν εμπεριέχονται πουθενά και δεν ελέγχονται από πουθενά. Η τοπικότητα της παγκοσμιοποίησης δεν είναι μια τοπικότητα που μπορεί να ελεγχθεί από κάποια υπέρτερη δύναμη: μοιάζει με μεσαιωνικό απόρθητο φρούριο. Το ίδιο, βεβαίως, και οι δυνάμεις που απελευθερώνει και απορυθμίζει αυτή η τοπικότητα.  
      Η τόπος, έννοια πανάρχαια, επέζησε όλων των φάσεων της ιστορικής διαδρομής του έθνους-κράτους. Προϋπήρξε του έθνους-κράτους και, ως η στοιχειώδης βαθμίδα της πολιτικής γεωγραφίας, θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά τον ενδεχόμενο θάνατο του έθνους-κράτους. Ο τόπος, ως μέγεθος, μπορεί να είναι το στοιχειώδες μικρό μέγεθος. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε όλοι, επαΐοντες και μη, ως προς το ποιο είναι ακριβώς το μέγεθος του τοπικού, εφ’ όσον αυτό ποικίλει ανάλογα με τις περιστάσεις. Αναγνωρίζουμε ότι η τοπικότητα είναι ένα απολύτως ζωντανό και παλλόμενο μέγεθος και στο πλαίσιο αυτό, καλό ή κακό, ευφάνταστο ή με λιγότερη φαντασία, ζούμε και αναπνέουμε και μεγαλώνουμε και μορφωνόμαστε (διαμορφωνόμαστε) και δημιουργούμε και πεθαίνουμε, αφήνοντας πίσω τα ίχνη μας για τις επόμενες γενιές. Επίσης, σ’ αυτό το ζωντανό μέγεθος είναι που πρωτο-οργανωνόμαστε, όπως πρωτο-οργανωνόμαστε, ως κοινωνικά και πολιτικά όντα. Υπάρχουν, όπως μας δίδαξε ο Braudel, ιστορίες, που γράφονται σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο της τοπικότητας, όντας ανεξάρτητες από τις ιστορίες με τις μεγάλες και παταγώδεις ιστορικές προσωπικότητες που κατά καιρούς μαγεύουν και παρασύρουν τα πλήθη στην δόξα ή τον θάνατο. Είναι θέμα χρονικών κυμάτων μακράς και βραχείας διάρκειας, λέει ο σπουδαίος γάλλος στοχαστής, που μας έδειξε, στην τρίτομη Μεσόγειο, πώς να βλέπουμε τους διαφορετικούς χρόνους της γεωγραφίας και της ιστορίας.
      Το ερώτημα για την εκάστοτε ένταξη του τόπου σε ευρύτερα και υπέρτερα, από πλευράς ισχύος, οργανωτικά, διοικητικά και πολιτικά σχήματα (αυτοκρατορίες, κράτη, ομοσπονδίες, συνομοσπονδίες κλπ) είναι ένα ερώτημα που απαντιέται ιστορικά, σε κάθε φάση της ιστορίας – και προφανώς όχι με βάση κάποιους υποτιθέμενους αναλλοίωτους εις το διηνεκές νόμους της ιστορίας. Υπάρχουν περιπτώσεις – ελάχιστες μεν αλλά υπάρχουν – όπου ο τόπος, ίσως λόγω κάποιας περιθωριακής σημασίας, αφήνεται απερίσπαστος να διαβαίνει τους αιώνες, χωρίς να χρειάζεται να ενταχθεί, να υπαχθεί, σε ευρύτερα και υπέρτερα σχήματα. Ο κανόνας, όμως, είναι η ένταξη, η υπαγωγή, σε ένα ευρύτερο και υπέρτερο σχήμα, εθελουσίως ή βιαίως. Τι γίνεται λοιπόν – για να έρθουμε στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης – στην περίπτωση μη υπαγωγής της τοπικότητας της παγκοσμιοποίησης σε κάποιο ευρύτερο και υπέρτερο σχήμα;
      Ας δούμε, για μια στιγμή, μια ενδιαφέρουσα μοντέρνα (ή μάλλον μετα-μοντέρνα, για να ακριβολογούμε!) διάσταση του χρόνου. Οι χρόνοι σήμερα, χάριν των νέων τεχνολογιών στις επικοινωνίες και τις συγκοινωνίες, σχεδόν εκμηδενίζονται. Το ‘μακριά’ και το ‘κοντά’ γίνονται ολοένα και πιο σχετικές έννοιες. Ο κόσμος μοιάζει να γίνεται ένας τόπος και, κατά τον ίδιο τρόπο, ο τόπος (όχι όμως ο κάθε τόπος!) μπορεί να γίνεται ένας ολόκληρος κόσμος. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μια ακόμη φαντασιακή κοινότητα, παγκοσμίων αυτή την φορά διαστάσεων. Η παγκοσμιοποίηση είναι η αμεσότητα της τοπικότητας και της τοπικής κοινωνίας. Το λάθος, επαναλαμβάνω, είναι να την ταυτίζουμε με το άψυχο, άβουλο ηλεκτρόνιο και την ασύλληπτη ταχύτητά του. Η παγκοσμιοποίηση, στην ουσία της, είναι ακίνητη: έχει διεύθυνση με ταχυδρομικό κώδικα.
      Χάριν του (όλο και πιο αγγλόφωνου) Διαδικτύου, οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, ξεπερνώντας σύνορα και διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας. Και, χάριν των σύγχρονων ταχύτατων μέσων συγκοινωνίας, οι άνθρωποι συναντώνται σε κάποιες από τις περίπου τριακόσιες ‘μεγαλουπόλεις του εκατομμυρίου’ (million cities) ανά την υδρόγειο, για να επιτελέσουν αυτό που οι εφευρετικοί αγγλο-αμερικάνοι ονομάζουν ‘πρόσωπο με πρόσωπο εργασία’ (face-work), προσέχοντας ιδιαίτερα την σημασία της αμεσότητας των σχέσεων στο ποιο νευραλγικό τομέα της σύγχρονης οικονομίας: αυτό των χρηματιστικών συναλλαγών. Οι σύγχρονες χρηματιστικές συναλλαγές και το σύγχρονο πιστωτικό σύστημα χρειάζονται την πίστη. Και αυτή η πίστη οικοδομείται με τους παραδοσιακούς τρόπους της φιλίας και των κοινών γευμάτων ή δείπνων εργασίας σε κοινούς τόπους. Εδώ, λοιπόν, είναι που εν-τοπίζεται η παγκοσμιοποίηση.
      Άνθρωποι όλων των φυλών του κόσμου συναντώνται στο Σίτι του Λονδίνου για να ανταλλάξουν απόψεις και, κυρίως, να ‘γνωριστούν καλύτερα’, αδιαμεσολάβητα, σε μια πρόσωπο με πρόσωπο κουβεντούλα, γευματίζοντας ή δειπνώντας σε ένα από τα πανάκριβα εστιατόριά του ή σε μια από τις πανάκριβες ιδιωτικές λέσχες του. Αυτή η αδιαμεσολάβητη, ολοκληρωμένη, τοπικότητα έρχεται να συμπληρώσει την οιονεί τοπικότητα που δημιουργεί το ηλεκτρονικό Διαδίκτυο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική κοινότητα, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας παραδοσιακής τοπικότητας. Κι αν ήταν διαφορετικά, τότε θα γινόταν απλώς χρήση της τεχνολογίας των τηλεδιασκέψεων. Οι άνθρωποι, όμως, πρέπει να συναντηθούν! Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι άψυχη διαδικασία. Ποιεί πολιτισμό.
      Είναι εύκολο μια τέτοια προσέγγιση να διολισθήσει σε μια υποτιθέμενη εξίσωση της σημασίας των επαφών που έχουν τα υψηλά και ιθύνοντα στελέχη μεταξύ τους και των επαφών που έχουν οι χομπίστες του Διαδικτύου. Δεν είναι όλες οι επαφές το ίδιο πράγμα και της ίδιας σημασίας. Υπάρχουν επαφές που περνούν εντελώς απαρατήρητες, όντας εντελώς ανώδυνες. Υπάρχουν και επαφές στο πλαίσιο των οποίων παίρνονται οι κρίσιμες αποφάσεις. Συνήθως, αναφερόμενοι στην παγκοσμιοποίηση, αναφερόμαστε αδιακρίτως και αδιαφοροποίητα σε όλες τις επαφές, λες και όλες έχουν την ίδια σημασία και βαρύτητα. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας διολίσθησης είναι να δημιουργούμε την αίσθηση μια χαοτικής κατάστασης, που δήθεν επαναφέρει στην τάξη η περιλάλητη προτεσταντική ‘αόρατος χειρ’ του Smith. Έτσι, διαλανθάνει της προσοχής μας η πάρα πολύ ‘ορατή χειρ’ των άμεσων και κατά πρόσωπο επαφών και συνεννοήσεων των ιθυνόντων μυαλών της παγκόσμιας οικονομίας στους τόπους που προείπαμε.
      Η τοπικότητα είναι λογικό να είναι πιο εμφανής στις περιπτώσεις που προϋποθέτουν την δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης και καλής πίστης. Οι πιο σπουδαίες επαφές, με την πιο έντονη τοπικότητα, γίνονται στον χώρο του χρήματος και της πίστης, του χρηματοπιστωτικού δηλαδή συστήματος. Εδώ, κατά τρόπο διαβολικό, βλέπουμε να συμπίπτει η ανάγκη μιας έντονης τοπικότητας (με την διαπροσωπική της συνεννόηση ως προς το ‘τι να κάνουμε’) και μιας λειτουργίας που πρέπει να φαίνεται ουδέτερη και αυτόνομη και συγχρόνως να αφήνει τα περισσότερα κέρδη. Το παράδειγμα του χρήματος και της πίστης είναι το ενδεδειγμένο, διότι όλοι, λίγο-πολύ, και παρά τις διαφορετικές μας προσεγγίσεις στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης, συμφωνούμε ότι η σημερινή χρηματιστική οικονομία συνιστά κρίσιμο επίπεδο λήψης αποφάσεων πλανητικής σημασίας.
      Το χρήμα είναι πίστη και η πίστη είναι αυτοαναφορικότητα και αναστοχαστικότητα (reflexivity) – για να μπούμε λίγο και στα χωράφια της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας, χωρίς να απομακρυνθούμε από το παράδειγμά μας. Η αυτοαναφορικότητα και αναστοχαστικότητα του σύγχρονου χρήματος και της σύγχρονης πίστης καλλιεργείται και ενισχύεται από τις τεχνικές που βασίζονται στις σύγχρονες επικοινωνιακές τεχνολογίες και στα σύγχρονα πληροφορικά και λογισμικά συστήματα. Οι σύγχρονες επικοινωνιακές τεχνολογίες είναι τεχνολογίες που ευνοούν την μονόδρομη μαζική επικοινωνία, όπου ο παραγωγός της πίστης εκπέμπει το μήνυμά του προς ένα πολυπληθές σύνολο αποδεκτών. Μια τέτοια μονόδρομη συνθήκη δυσχεραίνει την ποικιλότητα και τον πλουραλισμό των απόψεων, των θεωριών και των πολιτικών. Ο κάθε αποδέκτης του μοναδικού μηνύματος είναι υποχρεωμένος να προσαρμοσθεί στην προτεινόμενη πολιτική, αν επιθυμεί την έστω και παθητική συμμετοχή του στο σύγχρονο διεθνές χρηματιστικό γίγνεσθαι.
      Η ανάγκη αμφίδρομης επικοινωνίας προκύπτει από την υπαρκτή συνθήκη ενός στην πραγματικότητα αποκεντρωμένου συστήματος. Το σύγχρονο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα ιδιότυπο αποκεντρωμένο, κατά ορισμένες τουλάχιστον λειτουργίες, σύστημα. Αυτό οδηγεί στην ανάγκη κλασικού τύπου τακτικών συναντήσεων της παγκόσμιας χρηματιστικής ελίτ, π.χ. ενός γεύματος ή ενός δείπνου εργασίας σε ένα επιλεγμένο χώρο συνάντησης μιας μεγάλης χρηματιστικής πρωτεύουσας. Κατά την αμφίδρομη αυτή επικοινωνία, αναπτύσσεται ένας διάλογος όχι λογικών επιχειρημάτων και αναζήτησης μιας οικουμενικής συνθήκης, ως προς τις ανάγκες της πραγματικής παγκόσμιας οικονομίας, αλλά ένας διάλογος στρατηγικών και ένας διάλογος για τον συντονισμό στρατηγικών. Αυτοί που συνομιλούν είναι φορείς ισχύος και όχι φορείς κάποιας επιστημονικής η τεχνοκρατικής αλήθειας. (Και, προφανώς, αυτός που τελικώς, κατόπιν της αμφίδρομης αυτής διεργασίας, εκπέμπει το μήνυμα προς το πολυπληθές κοινό αποδεκτών, χωρίς να περιμένει την οποιαδήποτε απάντηση, είναι φορέας ισχύος και ασκεί ισχύ.)
      Ο συνδυασμός μονόδρομης και αμφίδρομης επικοινωνίας είναι, αυτός καθ’ εαυτόν, το σύγχρονο χρήμα και η σύγχρονη πίστη – ή, καλύτερα, παραγωγική διαδικασία του σύγχρονου χρήματος και της σύγχρονης πίστης. Η γεωγραφία και η τοπική μικρο-γεωγραφία των χώρων συνάντησης των φορέων της χρηματιστικής ισχύος καθώς και των χώρων εκπομπής μηνυμάτων των κρίσιμων επιλογών και αποφάσεων είναι μια γεωγραφία καθ’ ολοκληρίαν ανθρωπογενής και, άρα, μια πολιτική, πολιτικότατη, γεωγραφία.
      Αν και αυτοαναφορικότητα παρατηρείται σε κάθε στιγμή του κοινωνικού γίγνεσθαι (εννοώντας ότι κάθε τι που γίνεται περιέχει και την σκέψη για αυτό που γίνεται), η αυτοαναφορικότητα είναι κατά πολύ εντονότερη στα νομισματικά και τα πιστωτικά πράγματα, που είναι ακριβώς ζητήματα νομίζειν και πιστεύειν. Η σχέση του χρήματος με τον εαυτό του, σύμφωνα με την κατά Soros αυτοαναφορικότητα, είναι η σχέση των παικτών των χρηματιστηρίων με τις ίδιες τις αντιλήψεις και προσδοκίες τους. Ο Soros, εκτός από χρηματιστηριακός επενδυτής, υπήρξε διακεκριμένος μαθητής του Popper και ευφυώς ανέλυσε, στα βιβλία του, τον προσωποπαγή και άρα τοπικό χαρακτήρα του σύγχρονου χρηματιστικού συστήματος.
      Η σκέψη, η δοξασία, το ‘ οικονομικό δόγμα’, η ‘οικονομική θεωρία’ αποτελούν μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα. Την προσδιορίζουν. Επομένως, σκεπτόμενοι την πραγματικότητα, θα πρέπει να σκεφθούμε και την ίδια μας την σκέψη και τις συνέπειες της επί της πραγματικότητας. Και αν αυτός ο συλλογισμός μπορεί να οδηγεί τις φυσικές επιστήμες στην περίφημη αρχή της αβεβαιότητας ως προς την σχέση παρατηρητή και παρατηρούμενου αντικειμένου, στην προκειμένη περίπτωση του χρήματος και της πίστης, αλλά και εν γένει των κοινωνικών πραγμάτων, ο παρατηρητής έχει συγχρόνως και την ιδιότητα της μετέχουσας σκέψης (participant thinking/ Soros) μέσα στο παρατηρούμενο αντικείμενο. H ουσία των επενδύσεων είναι η πρόβλεψη και ‘προεξόφληση’ του μέλλοντος. «Αλλά – μας λέει ο αποδεδειγμένα έμπειρος και πλούσιος Soros – η τιμή, που οι επενδυτές επιθυμούν να καταβάλουν για μια μετοχή (ή ένα νόμισμα ή ένα εμπόρευμα) σήμερα, μπορεί να επηρεάσει την μελλοντική τύχη της εταιρείας (ή του νομίσματος ή του εμπορεύματος) με ποικίλους τρόπους. Οι αλλαγές στις τρέχουσες προσδοκίες επενεργούν στο μέλλον που αυτές ‘προεξοφλούν’.»
      Αναγνωρίζοντας, τώρα, την υπόθεση της αντιστροφής της σχέσης μεταξύ χρήματος και πραγματικής οικονομίας, πρέπει να αναγνωρίσουμε και την ανατίμηση του αυτοαναφορικού/ αναστοχαστικού χαρακτήρα των σχέσεων και ανταγωνισμών ισχύος αλλά και της ίδιας της έννοιας της ισχύος. Άρα και την ανατίμηση του τοπικού χαρακτήρα τους. Αν όλα όσα συμβαίνουν γύρω από το χρήμα ξεκινούν από το μυαλό των ιθυνόντων, και όχι από κάποιους ουδέτερους οικονομικούς νόμους, τότε πρέπει όλο και περισσότερο «να συναντιόμαστε και να τα λέμε»! Και όσο περισσότερο «συναντιόμαστε και τα λέμε» – εμείς οι ιθύνοντες – τόσο περισσότερη τοπικότητα διέπει τις συμπεριφορές μας. Δεν είναι εξωγήινη και αφηρημένη η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση. Είναι τελικώς ένα τόπος συνάντησης. 
      Σύμφωνα με τον Soros, οι κλασσικές οικονομικές θεωρίες δεν επιβεβαιώνονται στις χρηματιστικές αγορές. Στις χρηματιστικές αγορές οι ίδιες οι οικονομικές θεωρίες, οι ‘δικές μας’ δηλαδή θεωρίες, οι θεωρίες που εμείς οι ιθύνοντες επινοήσαμε, επηρεάζουν και αλλάζουν την ουσία στην οποία αναφέρονται. Οι σύγχρονες οικονομικές θεωρίες δεν ερμηνεύουν την κερδοσκοπία, αλλά την διαμορφώνουν και την κατευθύνουν: την προσανατολίζουν, της δείχνουν τον δρόμο με τον δείκτη της ‘ορατής χειρός’ (αντιστρέφοντας, παραδόξως, τον Adam Smith!). Σύμφωνα με την κλασσική οικονομική θεωρία, για παράδειγμα, οι τιμές προσδιορίζονται από την προσφορά και την ζήτηση – αυτό δηλαδή που μαθαίνουν οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών. Όμως στις χρηματιστικές αγορές συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι τιμές προσδιορίζουν την προσφορά και την ζήτηση. Οι κινήσεις των τιμών, λέει ο Soros, εξηγώντας τα συμβαίνοντα στις σύγχρονες αγορές, αυτοτροφοδοτούνται και ολοένα απομακρύνονται από τις αξίες που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Αυτονομούνται.
      Ένας από τους λόγους της αυτοματοποίησης της διεθνούς χρηματιστικής αγοράς και της μείωσης στο ελάχιστο των χρόνων των συναλλακτικών πράξεων είναι, πέραν της εκπληκτικής τεχνολογικής προόδου, και η απλοποίηση και κωδικοποίηση της οικονομικής σκέψης. Το οικονομικά δόγματα, παραμελώντας τις πραγματικές ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας και του παγκόσμιου φυσικού περιβάλλοντος, καταφεύγουν σε κοινά λογισμικά προγράμματα, με αποτέλεσμα τα πολύπλοκα σύγχρονα προβλήματα να καθίστανται, μετ’ ολίγον, έτι πολυπλοκότερα. Οι συμπεριφορές των θεσμικών επενδυτών και κερδοσκόπων αυτοματοποιούνται, υπαγόμενες σε ενιαία προγράμματα. Αυτό δεν βασίζεται σε κάποια εξαιρετική οικονομική ανάλυση που επιβάλλει αυτή ή την άλλη λύση. Βασίζεται σε μια τοπική συμφωνία στρατηγικού χαρακτήρα που ορίζει τις ιεραρχήσεις εξουσίας. Ποιος υπακούει ποιον. Δεν πρόκειται περί κανενός πλήρους και ελεύθερου ανταγωνισμού. Όποιος διαφοροποιηθεί ή απλώς καθυστερήσει να κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση, μάλλον θα είναι ο χαμένος. Αυτός είναι ένας κανόνας με πολλές εξαιρέσεις, αλλά πάντως κανόνας. Οι οικονομικοί δείκτες (ανεξαρτήτως του πώς υπολογίζονται) και οι δηλώσεις των κυβερνητικών εκπροσώπων και των κεντρικών τραπεζιτών μοιάζουν να είναι οι σύγχρονοι γρίφοι της Πυθίας. Η σωστή ερμηνεία δεν γίνεται επί τη βάσει της πραγματικότητας, γίνεται επί τη βάσει της ‘θεωρίας μας’. Και η τοπική μικρο-γεωγραφία των επαφών των ιθυνόντων αυτή την κρίσιμη ‘ερμηνευτική’ λειτουργία σκιαγραφεί.
      Όπως έδειξε ο Nigel Thrift, στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι διακρίνεται τόσο μια μικρο-γεωγραφία όσο και μια μακρο-γεωγραφία των συναλλαγών. Η μικρο-γεωγραφία αφορά την ακριβή χωροταξία των λειτουργιών των χρηματιστικών πρωτευουσών καθώς και το ίδιο το εσωτερικό των χώρων όπου διεξάγονται οι διεργασίες και ζυμώσεις περί των ακολουθητέων στρατηγικών. Είναι η τοπική μικρο-γεωγραφία του κρίσιμου face-work των εμπόρων του χρήματος και της πίστης. Η μακρο-γεωγραφία αφορά τις μεγάλες πλανητικές ροές του χρήματος και της πίστης. Η πρώτη, η τοπική μικρο-γεωγραφία, είναι ουσιαστικά η γεωγραφία της αυτοαναφορικότητας και αναστοχαστικότητας, ενώ η δεύτερη, η μακρο-γεωγραφία, είναι η γεωγραφία του πλανητικού συστήματος των χρηματιστικών ροών. Η πρώτη είναι αυτή που, ακριβώς χάριν της τοπικότητάς της, στηρίζει την δεύτερη, την μεγάλη υδρογειακή γεωγραφία. 
      Λέει ο Thrift: «Η αυξημένη έμφαση στην αυτοαναφορικότητα του Σίτι έχει μια συνέπεια. Το πυκνό δίκτυο κοινωνικών οργανώσεων και ιδρυμάτων του Σίτι όχι μόνον υπάρχει, αλά και ευημερεί και αναπτύσσεται με εξαιρετικά δραστήριο τρόπο. Στο παρελθόν, τέτοιες οργανώσεις και ιδρύματα ήταν η συνέχεια των κοινωνικών δομών της εργασίας με άλλα μέσα: μέρη όπου οι κοινωνικές δομές του Σίτι επιβεβαιώνονταν και ανατροφοδοτούνταν. Τώρα αυτά έχουν γίνει μέρη όπου ασκείται πολύ περισσότερο δραστήρια η πρόσωπο με πρόσωπο εργασία (face-work).»
      Η μικρο-γεωγραφία του Σίτι περιλαμβάνει ένα τεράστιο δίκτυο προσωπικών επαφών μέσω εκατοντάδων κλειστών οργανώσεων, λεσχών και μασονικών στοών. Μπορούμε, για παράδειγμα, να αναφέρουμε την περίφημη Στοά της Τράπεζας της Αγγλίας ή την εξ ίσου περίφημη Στοά της Lloyds. Υπάρχουν επίσης τα απλούστερα όσο και πανάκριβα εστιατόρια που βρίσκονται στην περιοχή. Παράλληλα, η αυτοαναφορικότητα του Σίτι καλλιεργείται και αναπτύσσεται από ένα όλο και μεγαλύτερο αριθμό διασκέψεων και συνεδρίων. «Το Σίτι είναι η καρδιά του διαλόγου και της διαλογικότητας (discursivity) και της κρίσιμης ερμηνευτικής ισχύος του διεθνούς χρηματιστικού συστήματος. Ολοένα και περισσότερο το Σίτι αυτο-συστήνεται ως ένα κέντρο πολιτιστικής εξουσίας των πλανητικών χρηματιστικών υπηρεσιών.»
      Το χρήμα και η πίστη πάντοτε είχαν στοιχεία τοπικότητας, γιατί αυτό προϋπέθετε η ίδια η ουσία της πίστης ως πίστης. Το χρήμα και η πίστη κατά την διάρκεια του τυπικού εθνικο-κρατικού συστήματος διέπονταν από μια αυστηρή νομοθεσία περί της προστασίας του νομίσματος, ώστε η τοπικότητα να μην είναι τόσο έντονη ή απαραίτητη. Το χρήμα της παγκοσμιοποίησης, σήμερα, έχει τοπικότητα περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της ιστορίας, γιατί σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το χρήμα παύει να είναι έκφραση και αντανάκλαση της παραγωγής και μετατρέπεται σε πρωταρχική αξία που καθορίζει τις υπόλοιπες αξίες. Η ισχύς του χρήματος, κατά παράδοση, καθοδηγεί την επικοινωνιακή και ερμηνευτική ισχύ. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς αυτό: Η επικοινωνιακή και ερμηνευτική ισχύς καθοδηγεί την ισχύ του χρήματος. Ο ίδιος ο λόγος περί χρήματος έχει γίνει χρήμα. «The discourses of money have become money.» Το επικοινωνιακό και ερμηνευτικό γίγνεσθαι του Σίτι και της τοπικής μικρο-γεωγραφίας του είναι χρήμα, περισσότερο από κάθε άλλο εθνικό ή περιφερειακό νόμισμα. Και το διεθνές καθεστώς του χρήματος και της πίστης βρίσκεται διαρκώς υπό την αίρεση της αυστηρά ανθρωπογενούς, προσωποπαγούς, μικρο-γεωγραφίας των σχετικών συζητήσεων και της επικοινωνιακής και ερμηνευτικής ισχύος του Σίτι και των άλλων χρηματιστικών πρωτευουσών του πλανήτη. Όλα τα άλλα ακολουθούν.
      Η πρόκληση, λοιπόν, για μας, είναι να δούμε την, πολλές φορές κρυμμένη πίσω από περίτεχνες και δήθεν ουδέτερες ‘θεωρίες’, τοπικότητά του σύγχρονου χρήματος, αλλά και εν γένει της σύγχρονης ισχύος. Ο ατιθάσευτος χαρακτήρας των (χρηματιστικών και λοιπών) δυνάμεων, που απελευθερώνει και απορυθμίζει η τοπικότητα της παγκοσμιοποίησης, θα παραμένει ατιθάσευτος όσο εξακολουθούμε να μη βλέπουμε τα τοπικά χαρακτηριστικά και όσο εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τη παγκοσμιοποίηση ως κάτι υπερ-τοπικό. Αλλά κι όταν ακόμη τα δούμε αυτά τα τοπικά χαρακτηριστικά, λίγα πράγματα μπορούμε να κάνουμε, αν εξακολουθούμε – αντί να αδράξουμε την συσσωρευμένη θετική (κυρίως συνταγματική και δημοκρατική) εμπειρία του έθνους-κράτους και να την επεκτείνουμε όπου μπορούμε και όπως μπορούμε καλύτερα – να πυροβολούμε διαρκώς εναντίον του ανολοκλήρωτου προγράμματος της νεωτερικότητας που, σήμερα, απειλείται να ακυρωθεί (για να συμφωνήσω, έτσι, από άλλες διαδρομές, με τον Jurgen Habermas, τελευταίο θεωρητικό και υπέρμαχο μιας διαρκώς αποκαλυπτόμενης νεωτερικότητας).
Βιβλιογραφία:
Anderson, B., 1991 [1983], Imagined Communities. London: Verso.
Braudel, F, 1998 [1979], Η Μεσόγειος και ο Μεσογειακός Κόσμος. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. 
Habermas, J., 1996 [1992], Το Πραγματικό και το Ισχύον. Συμβολή στην Διαλογική Θεωρία του Δικαίου και του Δημοκρατικού Κράτους Δικαίου. Αθήνα: Νέα Σύνορα - Λιβάνης.
Hobsbawm, E., 1994 [1990], Έθνη και Εθνικισμός. Από το 1780 μέχρι Σήμερα. Πρόγραμμα, Μύθος, Πραγματικότητα. Αθήνα: Μ. Καρδαμίτσα.
Hobsbawm, E., 1997 [1987], The Age of Empire 1875-1914. London: Abacus.
Lipietz, A., 1990 [1985]. Αυταπάτες και Θαύματα. Προβλήματα του Περιφερειακού Φορντισμού. Αθήνα: Εξάντας.
O’Brien, R., 1992, Global Financial Interpretation. The End of Geography. London: Pinter.
Smith, A., 1986 [1776], The Wealth of Nations. London: Penguin.
Soros, G., 1995, Soros on Soros. Staying Ahead of the Curve. New York: John Willey and Sons.
Soros, G., 1998, The Crisis of Global Capitalism. Open Society Endangered. New York: Public Affairs.
Thrift, N., 1996, Spatial Formations. London. Sage.
Βέργος, Κ., 2004, Γεωπολιτική των Εθνών και της Παγκοσμιοποίησης. Για μια Ιστορία της Γεωγραφίας και μια Γεωγραφία της Ιστορίας. Αθήνα: Παπαζήσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.